Ο Γιώργος Μπλάνας, που πέθανε το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου και ήταν διακεκριμένος ποιητής και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1959 στο Αιγάλεω.
Είχε κάνει σπουδές Βιβλιοθηκονομίας. Το 2015 έλαβε το κρατικό βραβείο μετάφρασης ξένης λογοτεχνίας για τη μετάφρασή για το έργο «Ζωή και Πεπρωμένο» του Βασίλι Γκρόσμαν ενώ παλαιότερα είχε τιμηθεί με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» για την ποιητική συλλογή του «Στασιωτικά [1-50]» καθώς και με τον έπαινο Κάρολος Κουν για τη μετάφραση της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ηρακλής Μαινόμενος». Μεταφράσεις του είχαν χρησιμοποιηθεί σε τραγωδίες στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.. Τo ΑΠΕ-ΜΠΕ αναδημοσιεύει σήμερα συνέντευξη του ποιητή με αφορμή το οπτικοακουστικό θέαμα «Εκτός ορίων», που ανέβηκε τον Νοέμβριο του 2016.
Προχωρημένη βιντεοτεχνολογία, χορογραφίες που εξάπτουν τη φαντασία και ποίηση αντλημένη από τις πιο διαφορετικές εποχές και χώρες: αυτό είναι το τρίπτυχο που συνδυάζει στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης το οπτικοακουστικό θέαμα «Εκτός ορίων». Η So7 (Δημήτρης Κουρούμπαλης και Φρόσω Κορρού) συναντούν την ποιήτρια Παναγιώτα Παρασκευοπούλου και τον συνθέτη Κώστα Ξενόπουλο, ζωντανεύοντας επί σκηνής ποιήματα και στίχους που μέχρι σήμερα ξέραμε μόνο από τις αναγνώσεις μας. Αρωγός στην προσπάθεια της So7, ο ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας, που έχει επιλέξει σε συνεργασία μαζί της ποιήματα και στίχους, μεταξύ άλλων, των Αλεξάνδρου, Έλιοτ, Ελύτη, Καβάφη, Κάλβου, Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Λειβαδίτη, Μαγιακόφσκι, Μποντλέρ, Μπόρχες, Πάουντ, Πόε, Πρεβέρ, Ρίτσου, Σαχτούρη, Σεφέρη, Σινόπουλου, Σοφοκλή, Χάινε και Χικμέτ.
Ποια είναι, όμως, ακριβώς η ιδέα; Πώς ακριβώς καλείται να λειτουργήσει επί σκηνής η ποίηση; «Τη βάση αποτελεί ένα ποίημα του Μάριου Μαρκίδη, το οποίο μιλάει εξ ονόματος μιας ομάδας ανθρώπων των οποίων την πόλη κατέλαβαν οι εχθροί, ρίχνοντας τους ίδιους σε ένα βαθύ πηγάδι», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Μπλάνας: «Πρόκειται για ένα θεατρικό και ποιητικό παιχνίδι με στοιχειώδη πλοκή, όπου οι εξόριστοι της επιφάνειας κινούνται συνεχώς, προσπαθώντας να επανέλθουν στον τόπο τους, αλλά και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Μέσα σε μια τόσο ρευστή δομή, τον κυρίαρχο ρόλο αναλαμβάνουν η κίνηση του σώματος, η μουσική και τα φωτιστικά εφέ. Είναι σαν να φουσκώνει ένα ποτάμι από προσδοκίες, σε μια παράσταση που θέλει να δείξει μέχρι πού μπορεί να αντέξει και να φτάσει η ανθρώπινη ύπαρξη. Για να το πω διαφορετικά, ενώ ο σκηνικός χώρος μοιάζει στην αρχή με κάτι μακρινό και ανοίκειο, μετατρέπεται γρήγορα σε κάτι απίστευτα οικείο. Είναι μια θεατρική περιδιάβαση στην ποίηση, ένα πέταγμα από ποίημα σε ποίημα και από στίχο σε στίχο – κάθε φορά ένα διαφορετικό ποίημα κι ένας διαφορετικός στίχος. Πρόκειται για μια διακειμενική θάλασσα, όπου τα πράγματα συνδέονται και συντονίζονται από μόνα τους. Κι εδώ κρίνεται και η αντοχή της ποίησης – τι λέει και πόσο μπορεί να είναι το ψαχνό της».
Δεν τρομάζει, παρόλα αυτά, η τόση ετερογένεια; «Όταν ξεκίνησα, σκέφτηκα: πώς είναι δυνατόν να πηδάμε από τον Σοφοκλή στον Μαγιακόφσκι; Πώς μπορεί να ακουστεί ο Κάλβος δίπλα στον Χάινε; Κι όμως, δεν ακούμε στην πραγματικότητα ποίηση γιατί όλα είναι δραματοποιημένα και θεατροποιημένα. Για την ακρίβεια, δεν καταλαβαίνουμε πότε αναλαμβάνει δράση ο ποιητικός λόγος και πότε ο θεατρικός. Γιατί θεατρικός και ποιητικός λόγος αποτελούν μιαν αδιάσπαστη ενότητα: μια ενότητα που λειτουργεί ως θέαμα και ως ακρόαμα. Αν κλείσουμε τα αυτιά μας, βλέπουμε θέαμα. Αν κλείσουμε τα μάτια μας, ακούμε ποίηση. Μιλάμε στην ουσία για ένα fractal: σε όποιο σημείο κι αν κοιτάξουμε, επαναλαμβάνεται το όλον».