«Περιμένω ότι μεγάλες χώρες που δεν θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα χρέους τους θα πεθάνουν από αργό δημοσιονομικό θάνατο». λέει στο στο CNBC πρόεδρος της εταιρείας συμβούλων επενδύσεων Laffer Tengler Investments.
Ο κόσμος βρίσκεται μπροστά σε μια κρίση χρέους που θα διαρκέσει τα επόμενα 10 χρόνια και δεν πρόκειται να έχει καλό τέλος, προειδοποίησε ο οικονομολόγος Arthur Laffer Jr., με τον παγκόσμιο δανεισμό να φτάνει στο ρεκόρ των 307,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Τόσο οι χώρες υψηλού εισοδήματος όσο και οι αναδυόμενες αγορές έχουν σημειώσει αύξηση των χρεών τους, κατά 100 τρισεκατομμύρια δολάρια σε σχέση με πριν από μια δεκαετία, τροφοδοτούμενα μεταξύ άλλων και από το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων.
«Προβλέπω ότι τα επόμενα 10 χρόνια θα είναι η δεκαετία του χρέους. Το χρέος σε παγκόσμιο επίπεδο κορυφώνεται. Δεν θα έχει καλό τέλος», δήλωσε στο CNBC ο Laffer, ο οποίος είναι πρόεδρος της εταιρείας συμβούλων επενδύσεων και πλούτου Laffer Tengler Investments.
Ως ποσοστό του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, το χρέος έχει ανέλθει στο 336%. Το τέταρτο τρίμηνο του 2022 ήταν 334%, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση παρακολούθησης του παγκόσμιου χρέους του Institute of International Finance.
Για να ανταποκριθούν στις πληρωμές του χρέους περίπου 100 χώρες, θα πρέπει να περικόψουν τις δαπάνες για κρίσιμες κοινωνικές υποδομές, συμπεριλαμβανομένης της υγείας, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής προστασίας.
«Οι χώρες που θα καταφέρουν να βελτιώσουν τη δημοσιονομική τους κατάσταση θα μπορούσαν να ωφεληθούν προσελκύοντας εργατικό δυναμικό, κεφάλαια και επενδύσεις από το εξωτερικό, ενώ όσες δεν τα καταφέρουν θα μπορούσαν να χάσουν ταλέντα, έσοδα – και πολλά άλλα» δήλωσε ο Laffer.
«Περιμένω, μεγαλύτερες χώρες που δεν θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα χρέους τους θα πεθάνουν από αργό δημοσιονομικό θάνατο», δήλωσε ο Laffer, προσθέτοντας ότι ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες «θα μπορούσαν κάλλιστα να χρεοκοπήσουν».
Οι ώριμες αγορές, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η Γαλλία, ήταν υπεύθυνες για πάνω από το 80% της αύξησης του χρέους το πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους. Ενώ στην περίπτωση των αναδυόμενων αγορών, η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία είδαν τις πιο έντονες αυξήσεις.
Ο οικονομολόγος προειδοποίησε ότι η αποπληρωμή του χρέους θα γίνεται όλο και μεγαλύτερο ζήτημα, καθώς ο πληθυσμός στις ανεπτυγμένες χώρες συνεχίζει να γερνά και οι εργαζόμενοι μειώνονται.
«Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι για να λυσεις το πρόβλημα: να αυξήσεις τους φόρους, ή να αναπτύξεις την οικονομία σου ταχύτερα από ό,τι συσσωρεύεται το χρέος», είπε.
Το παγκόσμιο πρόβλημα του χρέους
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 υποτίθεται πως δίδαξε στον κόσμο τους κινδύνους του υπερβολικού χρέους. Αλλά ο δανεισμός έχει εκτοξευθεί από τότε. Το χρέος των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ήταν το 195% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2007, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στα τέλη του 2020 είχε φτάσει στο 256%. Οι όγκοι χρέους είναι δυσβάσταχτοι, επειδή τα επιτόκια αυξάνονται για να εξουδετερώσουν τον πληθωρισμό, η πανδημία του κορωνοϊού και η ενεργειακή κρίση έχουν επιβαρύνει την ανάπτυξη και οι επενδυτές είναι πιο απρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο. Η ανωτέρω κατάσταση προκαλεί πιέσεις ειδικότερα στην Ευρώπη, στην Κίνα και στον Παγκόσμιο Νότο, δηλητηριάζοντας την εσωτερική πολιτική και τη γεωπολιτική. Το χρέος έχει αυξηθεί, επειδή οι κυβερνήσεις διέσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, στη συνέχεια στήριξαν νοικοκυριά και εταιρείες κατά τη διάρκεια της πανδημίας και τώρα αμβλύνουν το πλήγμα των δυσθεώρητων τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος. Το φθηνό χρήμα δημιούργησε αυτές τις υπερβολές και στη Δύση εμφανίστηκε με τη μορφή ποσοτικής χαλάρωσης (QE), όπου οι κεντρικές τράπεζες αγόραζαν κρατικά ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Είχαν δίκιο όταν χρησιμοποίησαν το QE για να αποτρέψουν την ύφεση, αλλά το φθηνό χρήμα ήταν απλώς παυσίπονο. Πολλές κυβερνήσεις έπαψαν να ανησυχούν για την ισορροπία των ισολογισμών τους. Εντούτοις, εάν οι δανειολήπτες είχαν χρησιμοποιήσει τα χρήματα για παραγωγικές επενδύσεις, αυτό μπορεί να μην είχε σημασία. Αντίθετα, τα ξόδεψαν σε μη παραγωγικές επενδύσεις ή κατανάλωση.
Πολλές κυβερνήσεις έπαψαν να ανησυχούν για την ισορροπία των ισολογισμών τους.
Η υπερβολική κατασκευή ακινήτων της Κίνας είναι ένα μείζον παράδειγμα. Το χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει διπλασιαστεί από το 2007, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Αυτό πνίγει την οικονομία της και είναι ένας από τους λόγους που η Παγκόσμια Τράπεζα μόλις μείωσε τις προβλέψεις ανάπτυξης για την Κίνα φέτος από 5% σε μόλις 2,8%. Οι δε μαζικές παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης αποτελούν κλασικό παράδειγμα δανεισμού για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης. Οι πολιτικοί έχουν κάνει ελάχιστη προσπάθεια να κατευθύνουν τις επιδοτήσεις στους πιο ευάλωτους. Συν τοις άλλοις, το τεχνητά φθηνό χρήμα ευνοεί επικίνδυνες συμπεριφορές. Οι επενδυτές έχουν χρησιμοποιήσει μόχλευση για να κυνηγήσουν υψηλότερες αποδόσεις, ενώ χρηματοδοτούν μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία με βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Δεν είναι μόνο οι κεντρικές τράπεζες που αυξάνουν καθυστερημένα τα επιτόκια για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό. Και οι επενδυτές των ομολογιακών αγορών, που επιβάλλουν την πειθαρχία, ξυπνούν από τον μακρύ λήθαργο. Η πρώτη σοβαρή ένδειξη είναι η απότομη πτώση των βρετανικών κρατικών ομολόγων την περασμένη εβδομάδα, πριν παρέμβει η Τράπεζα της Αγγλίας. Οι επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη Λιζ Τρας, τη νέα πρωθυπουργό της Βρετανίας, επειδή δανείζεται για να μειώσει τους φόρους και να αμβλύνει τον αντίκτυπο από τις υψηλές τιμές ενέργειας, αλλά και επειδή το Brexit είχε ήδη βλάψει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Αλλά η προθυμία της να αναλάβει το ρίσκο είναι δείγμα μιας γενιάς πολιτικών που έχει μεγαλώσει πιστεύοντας ότι υπάρχουν λίγες συνέπειες από την αύξηση του χρέους.
Δεν είναι μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο που κινδυνεύει. Η Ιταλία και η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες λόγω των υψηλών αναλογιών χρέους προς ΑΕΠ. Οι δε Ηνωμένες Πολιτείες, τέλος, βρίσκονται σε σχετικά καλύτερη θέση, διότι τα αποθέματα σχιστολιθικού αερίου τις αναδεικνύουν νικήτριες της ενεργειακής κρίσης. Και η άνοδος του δολαρίου θα τις βοηθήσει να σταματήσουν γρηγορότερα τον πληθωρισμό.
Ο ΟΟΣΑ αναθεώρησε πτωτικά τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στο 2,7%, από 2,9%, για το 2024, μετά από έναν υποτονικό ρυθμό 3% φέτος. Με εξαίρεση το 2020, όταν «χτύπησε» η πανδημία του κορονοϊού, πρόκειται για τον βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Κλερ Λομπαρντέλι, σημειώνει ότι «βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη διπλή πρόκληση του υψηλού πληθωρισμού και της χαμηλής ανάπτυξης», σηματοδοτώντας τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού. Ο διεθνής οργανισμός προειδοποίησε ότι η αναθεώρηση των προβλέψεών του κλίνει πτωτικά, καθώς οι μέχρι τώρα επιτοκιακές αυξήσεις αποδεικνύεται ότι έχουν ισχυρότερο αντίκτυπο απ’ ό,τι αναμενόταν και ο πληθωρισμός έχει γίνει πιο επίμονος, που σημαίνει ότι απαιτείται περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Όσο για την Κίνα, συνιστά «βασικό κίνδυνο» για την παγκόσμια οικονομία. «Μετά από ένα ιδιαίτερα δυναμικό ξεκίνημα του 2023, χάρη στις χαμηλότερες τιμές ενέργειας και το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να μετριαστεί. Ο αντίκτυπος της πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής γίνεται ολοένα και πιο αισθητός, η επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη κλονίζεται και η ανάκαμψη της Κίνας φθίνει», εκτιμά ο ΟΟΣΑ.
Η υποβάθμιση των προβλέψεων του οργανισμού ήταν ιδιαίτερα έντονη για την Κίνα, το ΑΕΠ της οποίας αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό μικρότερο του 5% το επόμενο έτος, λόγω της μειωμένης ζήτησης και των διαρθρωτικών πιέσεων στην αγορά ακινήτων. Ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι τα περιθώρια για πιο αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της οικονομίας της Κίνας είναι τώρα πιο περιορισμένα σε σχέση με το παρελθόν. Χειρότερες προδιαγράφονται οι προοπτικές και για την Ευρωζώνη, καθώς ο ΟΟΣΑ χαμήλωσε τον πήχη της ανάπτυξης για φέτος και το επόμενο έτος, προβλέποντας συρρίκνωση 0,2% για τη Γερμανία για το 2023. Απέδωσε τη σημερινή κατάσταση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σε μια σειρά βαθιών προκλήσεων ως προς το επιχειρηματικό μοντέλο της χώρας, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για να τονωθούν οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Επίσης, ενώ η ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα είναι πιο ισχυρή απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί τον Ιούνιο, θα επιβραδυνθεί στο 1,3% το 2024, από 2,2% φέτος.
Συστάσεις του ΔΝΤ
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι συστάσεις του ΔΝΤ ως προς την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει η ΕΚΤ. Το Ταμείο καλεί την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης να διατηρήσει τα επιτόκια στα σημερινά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, εάν θέλει να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% έως τα τέλη του 2025 – χωρίς να ληφθούν υπόψη περαιτέρω πιέσεις στις τιμές που θα μπορούσαν να προκύψουν. Πολύ περισσότερο, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα πρέπει να είναι ανοικτοί σε επιπλέον επιτοκιακές αυξήσεις εάν αυτό κριθεί αναγκαίο, ανέφερε ο Άλφρεντ Κάμερ, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ. Συνιστά, δε, την προσοχή ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής υπερβολικά γρήγορα θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ κοστοβόρο λάθος. «Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον στόχο του 2% στο δεύτερο εξάμηνο του 2025, όμως πρόκειται για ένα μεγάλο διάστημα και θα υπάρχουν πολλά σκαμπανεβάσματα σε αυτή την πορεία», είπε χαρακτηριστικά.
- Τουρκικά μέσα: Έρχεται συμφωνία με τη Συρία για ΑΟΖ
- Όμιλος ΔΕΗ: Ξεκίνησε η εμπορική λειτουργία δύο νέων αεριοστροβιλικών μονάδων στη Σαντορίνη
- Cranberry sauce: Η εύκολη και γιορτινή σάλτσα
- NASA: Το διαστημικό σκάφος Parker Solar Probe πλησιάζει τον Ήλιο πιο κοντά από ποτέ
- Γ. Χατζηθεοδοσίου / Απολογισμός 2024 και προκλήσεις για 2025