Δύο έλληνες καθηγητές διεθνούς πολιτικής ένωσαν τις δυνάμεις τους για να ερμηνεύσουν τον υπό εξέλιξη γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που απειλεί να αποσταθεροποιήσει τον πλανήτη.
Ουσιαστικά, οι δύο συγγραφείς σκιαγραφούν το πώς θα έβλεπε ο ίδιος ο Θουκυδίδης τη σημερινή αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας. Αυτό τους δίνει την ευκαιρία να αναφερθούν στις βασικές αρχές της θουκυδίδειας ανάλυσης.
Τα ερωτήματα που έθεσαν είναι κρίσιμα και επίκαιρα: Ποιες είναι οι στρατηγικές συνέπειες της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας;
Τι οδήγησε στην αλλαγή του μεταπολεμικού συσχετισμού δυνάμεων;
Πόσο πιθανός είναι ένας πόλεμος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ σήμερα;
Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ειρηνική διαχείριση του υπό εξέλιξη ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού;
Υπάρχει στρατηγική «θεωρία νίκης» που να επιτρέπει σε κάποια από τις δύο υπερδυνάμεις να επικρατήσει σε αυτόν τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό;
Υπάρχουν κίνητρα για την υιοθέτηση στρατηγικών προληπτικού ή παρεμποδιστικού πολέμου;
Ποια είναι τα διαφιλονικούμενα ζητήματα στις μεταξύ τους σχέσεις; Ποια στρατηγική ακολουθεί η κάθε πλευρά;
Αφορμή για την ανάλυση των δύο ελλήνων διεθνολόγων Πλατιά και Τρίγκα έδωσε ένα παγκόσμιο best seller που αναφερόταν στην «παγίδα του Θουκυδίδη».
Συγγραφέας του ήταν ένας διάσημος καθηγητής του πανεπιστημίου Harvard που είχε υπηρετήσει στην αμερικανική κυβέρνηση ως βοηθός υπουργός Αμυνας, ο Γκράχαμ Αλισον.
Το βασικό επιχείρημα του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν ότι όταν επέρχεται μεταβολή στην κορυφή του διεθνούς συστήματος με μια αναδυόμενη δύναμη, όπως η Αθήνα, να προσπερνά την κυρίαρχη δύναμη, όπως η Σπάρτη, τότε ο ηγεμονικός πόλεμος είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να αποφευχθεί.
Το φαινόμενο αυτό, που έχει ονομαστεί ως η «παγίδα του Θουκυδίδη», θεωρείται ότι καθιστά τον πόλεμο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ εξαιρετικά πιθανό, όχι γιατί οι δύο αντίπαλοι τον επιζητούν συνειδητά, αλλά επειδή αναπτύσσεται μεταξύ τους μια ανεξέλεγκτη δυναμική που οδηγεί στην «απώλεια του ελέγχου», εν συνεχεία στην «ακούσια κλιμάκωση» και τελικά στην τραγική πολεμική σύγκρουση.
Το επιχείρημα της «παγίδας του Θουκυδίδη» δεν πέρασε απαρατήρητο και ασχολίαστο από την αμερικανική και κινεζική πολιτική ηγεσία (Μπάιντεν, Τραμπ, Ομπάμα, Σι Τζινπίνγκ) και την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Στον διεθνή ακαδημαϊκό διάλογο που ακολούθησε συνέβαλλαν με δημοσιεύσεις και διαλέξεις οι δύο έλληνες καθηγητές.
Το βιβλίο τους «Αποδομώντας την Παγίδα του Θουκυδίδη: Υψηλή Στρατηγική και Γεωπολιτικός Ανταγωνισμός ΗΠΑ – Κίνας»είναι προϊόν αυτού του διεθνούς διαλόγου.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου τους, οι Πλατιάς και Τρίγκας αποδομούν με επιτυχία το επιχείρημα του Αλισον, αποδεικνύοντας ότι ο τελευταίος για να καταστήσει αξιόπιστη την «παγίδα του Θουκυδίδη» διαστρεβλώνει τα ιστορικά γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ανάλυσή του «είναι έωλη και πρέπει να αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό».
Υποστηρίζουν ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος δεν ήταν αποτέλεσμα απρόσωπων συστημικών πιέσεων, ακούσιων επιλογών και «υπνοβασίας», αλλά ήταν συνέπεια προσεκτικά μελετημένων αποφάσεων, οι οποίες ελήφθησαν από τις ηγεσίες δύο ανταγωνιστών που είχαν διαμετρικά αντικρουόμενους πολιτικούς στόχους.
Στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου, οι Πλατιάς και Τρίγκας παρουσιάζουν επτά στρατηγικές αναλογίες που απορρέουν από τη δική τους ερμηνεία του έργου του Θουκυδίδη και που έχουν εφαρμογή στις σινοαμερικανικές σχέσεις.
Ουσιαστικά, οι δύο συγγραφείς σκιαγραφούν το πώς θα έβλεπε ο ίδιος ο Θουκυδίδης τη σημερινή αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας.
Αυτό τους δίνει την ευκαιρία να αναφερθούν στις βασικές αρχές της θουκυδίδειας ανάλυσης.
Στο τρίτο μέρος αυτού του βιβλίου, οι δύο συγγραφείς εξετάζουν τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην άνοδο της κινεζικής ισχύος την τεσσαρακονταετία 1978 – 2018 και την εξέλιξη της κινεζικής και αμερικανικής υψηλής στρατηγικής, για να γίνει κατανοητό το πώς περάσαμε σταδιακά από τη συνεργασία και τη σύμπραξη στον στρατηγικό ανταγωνισμό.
Ποιος θα επικρατήσει
Το επιχείρημα των Πλατιά και Τρίγκα που διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο είναι ότι η πολεμική σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας δεν αποτελεί στρατηγικό πεπρωμένο, παρά τις ραγδαίες ανακατατάξεις στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων που επιφέρει αφενός η κατακόρυφη άνοδος της κινεζικής ισχύος και αφετέρου η σχετική μείωση της αμερικανικής ισχύος.
Ενας καταστροφικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ούτε αναπόφευκτος είναι, αλλά ούτε και εξαιρετικά πιθανός γιατί καμία πλευρά δεν διαθέτει αξιόπιστη «θεωρία νίκης» λόγω της ύπαρξης απρόσβλητων πυρηνικών οπλοστασίων.
Με δεδομένο ότι το κόστος του πολέμου στην πυρηνική εποχή είναι απαγορευτικό οι Πλατιάς και Τρίγκας υποστηρίζουν ότι πρέπει να αναμένει κανείς ότι ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός θα πάρει άλλες μορφές, όπως πόλεμος δι’ αντιπροσώπων, κούρσα εξοπλισμών, επιδίωξη τεχνολογικής υπεροχής, οικονομικές κυρώσεις, εμπορικός πόλεμος, ιδεολογικός πόλεμος, επικοινωνιακός πόλεμος, πολιτική υπονόμευση.
Η οικονομική αλληλεξάρτηση που δημιουργήθηκε τα 40 χρόνια της σύμπραξης των δύο πλευρών (1978 – 2017) γίνεται τώρα όπλο στα χέρια της κάθε πλευράς με τους δύο ανταγωνιστές να βρίσκονται σε διαδικασία μερικής οικονομικής απαγκίστρωσης.
Καταλήγοντας, οι Πλατιάς και Τρίγκας υποστηρίζουν ότι παρότι η Κίνα και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται γεωπολιτικά θα είναι ταυτόχρονα αναγκασμένες να συνεργαστούν για τη διαχείριση κρίσιμων διεθνών ζητημάτων στα οποία υπάρχει σύμπλευση συμφερόντων, όπως είναι η αποτροπή της διασποράς πυρηνικών όπλων, η πρόληψη πανδημιών, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα του πλανήτη και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Τέλος, υποστηρίζουν ότι στον προβλεπόμενο μεταξύ τους μακροχρόνιο ανταγωνισμό θα επικρατήσει όποια υπερδύναμη αποδειχθεί πιο ανθεκτική.
Το βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και απευθύνεται τόσο στον γενικό αναγνώστη, όσο και στο ειδικό ακαδημαϊκό κοινό και θα πρέπει να διαβαστεί από όλους όσοι θέλουν να κατανοήσουν τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και τη λογική πίσω από τις στρατηγικές επιλογές των ηγετών ΗΠΑ – Κίνας.
Για χώρες όπως η Ελλάδα, η κατανόηση του γεωπολιτικού περιβάλλοντος αποτελεί προϋπόθεση για τον επιτυχημένο σχεδιασμό στρατηγικής.
*Ο Ιωάννης Λ. Κωνσταντόπουλος είναι επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Οικονομικής Διπλωματίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς