Στην Ινδία οι κανονισμένοι γάμοι είναι συχνό φαινόμενο. Και ο εξαναγκασμός σε σεξ εντός γάμου δεν θεωρείται βιασμός – Αυτό μπορεί σύντομα να αλλάξει
Πίσω από την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας στην Ινδία δεν είναι καθόλου σπάνιο να κυριαρχούν οι αναχρονιστικές απόψεις ενός νομικού του 17ου αιώνα, που καθόριζαν τους κανόνες του σεξ ανάμεσα στο συζυγικό ζευγάρι.
Ήταν ο Άγγλος Μάθιου Χέιλ, που πίστευε ότι οι γυναίκες γίνονται κτήμα του ανδρός τους με τον γάμο – μία πεποίθηση που πέρασε και στο δίκαιο, που εξήχθη στις αποικίες και εγκαταλείφθηκε αργότερα στις περισσότερες χώρες – αλλά όχι στην Ινδία.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNN στην Ινδία δεν είναι έγκλημα το να εξαναγκάσει ο άνδρας τη σύζυγό του σε συνουσία ή άλλες σεξουαλικές πράξεις, αν αυτή είναι άνω των 18 ετών. Εδώ και χρόνια γίνονται προσπάθειες να αλλάξει αυτό από οργανώσεις, που έχουν να αντιμετωπίσουν συντηρητικές φωνές, σύμφωνα με τις οποίες η αλλαγή του νόμου για τον βιασμό θα σήμαινε μία κρατική παρέμβαση, που θα μπορούσε να καταστρέψει την παράδοση του γάμου.
Πέρυσι το Ανώτερο Δικαστήριο του Δελχί έδωσε μία μεικτή απόφαση για το ζήτημα, αναγκάζοντας τους δικηγόρους να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας. Η ακρόαση της υπόθεσης αναμένεται να αρχίσει σύντομα.
Το CNN μίλησε με τρεις γυναίκες, που εντόπισε μέσω κοινωνικών λειτουργών και μη κρατικών οργανισμών, οι οποίες έχουν καταγγείλει τους συζύγους τους για βιασμό. Καμία από τις 3 δεν ήθελε να κατονομαστεί με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται στο ρεπορτάζ ψευδώνυμα.
Μάγια
Η Μάγια ήταν 19 ετών και ερωτευμένη όταν παντρεύτηκε έναν άνδρα που είχε γνωρίσει στο κολλέγιο. Σε αντίθεση με πολλούς γάμους στην Ινδία, δεν ήταν προξενιό και η μητέρα της δεν ενέκρινε τον γάμο. Στο σπίτι του άντρα της είχε να αντιμετωπίσει τις συνεχείς επιθέσεις της γιαγιάς του, η οποία δεν την ήθελε γιατί ήταν από χαμηλότερη κάστα. «Ήταν ένας λόγος για τον οποίο μαλώναμε συνέχεια. Μου έλεγε να συμβιβαστώ, να υποχωρώ σε αυτά που με λένε. Του ζητούσα να με υπερασπιστεί και δεν το έκανε» λέει. Μετά άρχισε η βία – ψυχολογική και σωματική. Ήθελε να χωρίσει, αλλά δεν της έδινε διαζύγιο. Κάθε φορά που την ανάγκαζε να κάνουν σεξ, ξεσπούσε σε κλάματα. Στα τέλη του 2021 βρήκε τη δύναμη να του πει: «Ξέρεις πώς λέγεται αυτό; Βιασμός». «Ναι, σε βιάζω. Πες το στις αρχές αν θέλεις» ήταν η απάντησή του.
Την επόμενη μέρα έφυγε από το σπίτι. «Θέλω να τιμωρηθεί, θέλω να περάσει χρόνο στη φυλακή για αυτό που έκανε. Αν δεν συμβεί αυτό, δεν θα συνειδητοποιήσει ποτέ ότι ήταν λάθος».
Βίντια
Λιγομίλητη και ντροπαλή η Βίντια δεν ήθελε να παντρευτεί. Αλλά ο πατέρας της, της είπε ότι δεν είχε άλλη επιλογή και της κανόνισε γάμο όταν ήταν μόλις 19 ετών. Δεν ήξερε τίποτα για το σεξ πριν από την πρώτη νύχτα του γάμου της. «Φοβόμουν πολύ, γιατί δεν τον ήξερα καθόλου. Δεν είπα τίποτα – ούτε όχι, ούτε ναι – και εκείνος δεν ρώτησε ποτέ» εξηγεί.
Η Βίντια έμεινε έγκυος και γέννησε έναν γιο. Όσο περνούσαν τα χρόνια οι απαιτήσεις του συζύγου της γίνονταν ολόενα και πιο βίαιες. Αν έλεγε όχι, την χτυπούσε. Μην έχοντας πού άλλου να στραφεί, προσέγγισε μία μη κυβερνητική οργάνωση, της οποίας οι εργαζόμενοι έδωσαν ένα όνομα σε αυτό που βίωνε: ήταν βιασμός. «Είχα ακούσει ότι συμβαίνει αυτό συχνά έξω. Πως εάν βγει μόνο του ένα κορίτσι, μπορεί να του επιτεθεί ο οποιοσδήποτε και να το βιάσει. Αλλά πρώτη φορά άκουγα ότι μπορεί ένας άντρας να θεωρηθεί ότι βίασε τη γυναίκα του. Ήμουν σοκαρισμένη».
Η Βίντια βρήκε το θάρρος να μιλήσει στον άντρα της. Να του πει πού μπαίνουν τα όριά της και να ζητήσει να δουν σύμβουλο γάμου. Συμφώνησε και εξακολουθούν να είναι μαζί. «Έμαθε να επικοινωνεί καλύτερα και να με ακούει» λέει. Έχει σταματήσει να ασκεί βία. Η ίδια πιστεύει ότι πρέπει να ποινικοποιηθεί ο βιασμός εντός του γάμου, αλλά δεν θέλει να δει τον άντρα της στη φυλακή. «Δεν θέλω να τον στείλω φυλακή, γιατί είναι πια καλός μαζί μου. Αλλά αυτός ο νόμος θα δώσει στις γυναίκες τη δύναμη που χρειάζονται να σταματήσουν την κακοποίησή τους» λέει στο CNN.
Νουσράτ
Ο σύζυγος της Νουσράτ είναι ο γιος ενός οικογενειακού φίλου που έπεισε τους γονείς της να τους παντρέψουν, παρόλο που εκείνος ζούσε πολύ μακριά και αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. «Αρχικά οι γονείς μου είπαν όχι στον γάμο, αλλά μας ενοχλούσαν σε καθημερινή βάση. Έστελναν ακόμη και τη γιαγιά του στο σπίτι μας, για να μας λέει ότι ο εγγονός της θα αυτοκτονήσει εάν δεν με παντρευτεί» αφηγείται.
Τελικά ο γάμος έγινε. Και η Νουσράτ έφυγε από το χωριό της και πήγε να ζήσει με την οικογένεια του άντρα της για να συνειδητοποιήσει ότι ήταν ένας αλκοολικός που την έδερνε και έκλεβε από άλλους, καθώς δεν είχε δουλειά. Μία φορά πούλησε τα κοσμήματά της για να τον βγάλει από τη φυλακή. Το σεξ έγινε πηγή διαρκών συγκρούσεων. Εκείνος ήθελε συνέχεια, εκείνη ποτέ.
«Με εξανάγκαζε καθημερινά, δεν ήθελα καθόλου να κοιμηθώ μαζί του» λέει. Είναι πια 33 ετών και έχει τρία παιδιά. Φοβάται να τον εγκαταλείψει γιατί δεν έχει τρόπο να ζήσει μόνη τα παιδιά της, εξηγεί. «Δεν είμαι μορφωμένη. Δεν σπούδασα τίποτα. Δεν μπορώ να δουλέψω, να βγάλω λεφτά για τον εαυτό μου και τα παιδιά μου. Συνεχίζω να ζω κάτω από την ίδια στέγη με εκείνον για χάρη των παιδιών μου, για κανέναν άλλο λόγο». Πιστεύει ότι η μόνη σωτηρία για γυναίκες όπως η ίδια είναι το Ανώτατο Δικαστήριο να ποινικοποιήσει τον βιασμό εντός γάμου.
Τα δεδομένα στον υπόλοιπο κόσμο
Οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν τον βιασμό στο πλαίσιο του γάμου έως και το 1993. Το ίδιο συνέβαινε και στη Βρετανία έως το 1991. Ανά τον κόσμο 43 χώρες εξακολουθούν να μην έχουν νομοθεσία, που να αντιμετωπίζει τη μη συναινετική σεξουαλική επαφή εντός του γάμου. Και όπου υπάρχει τέτοια νομοθεσία, συχνά οι ποινές είναι πιο ελαφριές από ό,τι για άλλες περιπτώσεις βιασμού.