H Δρ. Αγγελική Καρδαρά, συγγραφέας του βιβλίου «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» (εκδόσεις Παπαζήση), αναλύει το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας και εστιάζει στον σημαντικό ρόλο των κοινωνικοποιητικών θεσμών στην πορεία ζωής των εφήβων
Η παραβατικότητα ανηλίκων και ο σημαντικός ρόλος των κοινωνικοποιητικών θεσμών στην πορεία ζωή τους
Αναλύοντας το φαινόμενο της παραβατικότητας ανηλίκων στη χώρα μας διαπιστώνουμε ότι διαχρονικά η έκταση της ένδικης νεανικής παραβατικότητας κινείται στο πλαίσιο της χαμηλής και μεσαίας βαρύτητας, ωστόσο καταγράφονται με την πάροδο των ετών σημαντικές διαφοροποιήσεις -τόσο ποιοτικές όσο ποσοτικές- στο φαινόμενο, με εκείνες που προβληματίζουν περισσότερο να είναι η αύξηση των αδικημάτων βίας (violent crimes) και παράλληλα η μείωση του ορίου ηλικίας κατά το οποίο ξεκινά η εμπλοκή των ανηλίκων με τον ποινικό νόμο. Ειδικότερα, μέσα σε μια εικοσαετία, από το 2000 στο 2020, έλαβαν χώρα αξιοσημείωτες αλλαγές, με τον δείκτη της εγκληματικότητας να παρουσιάζεται αυξημένος στα επιμέρους «σκληρά» εγκλήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται και ως εγκλήματα βίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομικής επετηρίδας του 2000 και αυτής του 2020, η δήλη εγκληματικότητα εφήβων ηλικίας 13-17 ετών, σημειώνει διαφοροποιήσεις που δεν μπορούν να μας αφήσουν αδιάφορους και απαθείς αλλά καταστούν επιτακτική την ανάγκη λήψης αποτελεσματικότερων μέτρων για την πρόληψη της αρνητικής εξελικτικής πορείας του φαινομένου. Ειδικά στις ληστείες και στις υποθέσεις ναρκωτικών διαπιστώνεται μια αύξηση που οφείλουμε να εξετάσουμε – με 486 ληστείες να καταγράφονται το 2020 έναντι 62 το 2000 και με 440 υποθέσεις περί ναρκωτικών το 2000 έναντι 330 το 2020. Παράλληλα όμως και στις ανθρωποκτονίες με πρόθεση και τους βιασμούς, τα «βαρύτερα» δηλαδή από πλευράς ποινικής και κοινωνικής απαξία εγκλήματα, καταγράφεται ποσοτική αύξηση με 16 ανθρωποκτονίες με πρόθεση το 2020 έναντι 7 το 2000 και με 32 βιασμούς έναντι 6 το 2000. Βλ. και: Παρουσίαση βιβλίου Αγγελικής Καρδαρά: «Νέοι παγιδευμένοι στα παιχνίδια της βίας: εγκλήματα με δράστες και θύματα νέους» – Crime Times
Τα αριθμητικά/στατιστικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και των ποιοτικών διαφοροποιήσεων και κυρίως αναδεικνύουν το γεγονός ότι η παραβατικότητα ανηλίκων απέκτησε πιο σκληρές εκφάνσεις, γεγονός που είναι αναγκαίο να εξετάσουμε στη ρίζα του και να διαχειριστούμε, κατά την άποψή μου, μέσα από μια ολιστική προσέγγιση. Δεν μπορούμε να εστιάζουμε αποκλειστικά και μόνο στην τιμωρητική αντιμετώπιση του φαινομένου. Αναμφίβολα, είναι αναγκαίο -και σε αυτό μπορεί να συμβάλλει με θετικό πρόσημο το σχολείο- να κατανοήσει ο ανήλικος, από την παιδική του κιόλας ηλικία όπου και οι παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν για την ανηλικότητα είναι περισσότερες, την έννοια των «συνεπειών» των πράξεών μας και να μάθει να αναλαμβάνει από μικρές ηλικίες την ευθύνη των πράξεών του και να επανορθώνει για αυτές. Επιπροσθέτως, να κατανοήσει την έννοια του «σεβασμού» στον συνάνθρωπο και την έμπρακτη εφαρμογή της έννοιας στην καθημερινή του ζωή, καθώς βλέπουμε ότι ένα μέρος τουλάχιστον των ανηλίκων δεν κατανοεί τη βαρύτητα των παραβατικών πράξεων, συγχέοντας ακόμα και τη «διασκέδαση» με τη βία.
Προτού όμως μιλήσουμε για τιμωρία του ανήλικου παραβάτη, η συζήτησή μας πρέπει να εστιάσει στις σπουδαίες έννοιες της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης. Στο επίκεντρό μας είναι πολύ σημαντικό να τεθούν όλοι οι κοινωνικοποιητικοί θεσμοί (οικογένεια, σχολείο, εργασία, αξιακή ατμόσφαιρα της κοινωνίας), να εξετάσουμε τον τρόπο λειτουργίας τους και να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα ώστε οι εν λόγω θεσμοί να ενισχυθούν και να ασκήσουν θετικές επιδράσεις στην πορεία ζωής των ανηλίκων, διότι η υπολειτουργία αυτών των θεσμών έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανηλικότητα και τη νεότητα.
Σκιαγραφώντας το προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας στο βιβλίο μου «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» (έτος έκδοσης: 2021), διαπιστώνουμε τα εξής: η συντριπτική πλειονοψηφία των ανηλίκων αποτελείται από αγόρια, ηλικίας κυρίως 14 έως 18 ετών, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, όπου φαίνεται πώς βιώνουν και αισθήματα κοινωνικού αποκλεισμού. Ωστόσο, στο γενικό προφίλ των ανηλίκων παραβατών καταγράφονται και περιπτώσεις που το αναιρούν, ανηλίκων δηλαδή που προέρχονται από μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, από οικογένειες χωρίς (φαινομενικά τουλάχιστον) ορατές δυσλειτουργίες, με καλό κοινωνικο-οικονομικό και εκπαιδευτικό υπόβαθρο, οι οποίοι μπορεί να οδηγηθούν στις Υπηρεσίες Ανηλίκων κατηγορούμενοι για κλοπές, χρήση ναρκωτικών, φθορά ξένης ιδιοκτησίας ή ακόμα και για «βαριά» εγκλήματα, όπως για ληστεία και βιασμό.
Συχνά εντοπίζονται δυσλειτουργίες -ορατές αλλά και μη ορατές- στο οικογενειακό περιβάλλον, που το καθιστά όχι μόνο μη υποστηρικτικό αλλά και ενίοτε κακοποιητικό (τεταμένες γονεϊκές σχέσεις, απουσία κάποιου γονέα ο οποίος μπορεί να βρίσκεται έγκλειστος στη φυλακή ή να έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία), παραβατικοί ή με σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας γονείς, γονείς που κάνουν χρήση ουσιών ή/και κατάχρηση αλκοόλ. Σε αυτά τα περιβάλλονται καταγράφονται επίσης πολύ αυστηρές ή αντίθετα πολύ ελαστικές μέθοδοι ανατροφής, παραμέληση, έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, απουσία ορίων, πρότυπα επιθετικής συμπεριφοράς / βία στο σπίτι. Αξιοσημείωτο ακόμα είναι ότι η πλειοψηφία αυτών των ανηλίκων φέρεται να έχει ολοκληρώσει με χαμηλές επιδόσεις τη βασική εκπαίδευση. Ωστόσο, μεγάλο είναι και το ποσοστό εκείνων που έχουν διακόψει τη βασική τους εκπαίδευση προτού την ολοκληρώσουν, λόγω μαθησιακών δυσκολιών, αδικαιολόγητων απουσιών ή ακόμα εξαιτίας ανταγωνιστικού σχολικού περιβάλλοντος. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι και ένας αριθμός ανηλίκων υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τις σχολικές του σπουδές για να αναζητήσει εργασίας εξαιτίας πολλαπλών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ενδοοικογενειακά. Τέλος, ένας αξιοσημείωτος αριθμός ανήλικων παραβατών εμφανίζει εμπλοκή με εξαρτησιογόνες ουσίες και σε κάποιο ποσοστό εκδηλώνουν συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχές διαγωγής ή προβλήματα ψυχικής υγείας. Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ανηλίκων που εκδηλώνουν παραβατικότητα είναι η έλλειψη στόχων, κινήτρων και προσδοκιών για προσωπική, εκπαιδευτική ή επαγγελματική ανέλιξη και η κλονισμένη εμπιστοσύνη τους σε πρόσωπα και θεσμούς.
Συνεπώς, βάσει των προαναφερθέντων παρατηρούμε ότι η ζωή των ανηλίκων που υιοθετούν παραβατικές συμπεριφορές τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται ως «προβληματική»/ δυσλειτουργική. Το γεγονός αυτό έχει αντίκτυπο και στον τρόπο με τον οποίο ο έφηβος προσεγγίζει τον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο και αντιδρά προς αυτό. Το σημείο όμως στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε και να αναδείξουμε είναι το εξής: κάθε έφηβος έχει ανάγκη να αισθάνεται ότι «ανήκει» κάπου και ότι γίνεται αποδεκτός. Έχει επίσης ανάγκη να νιώσει ότι έχει τη δική του θέση και τον δικό του χώρο τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Επομένως, ένας έφηβος που θα πιστέψει ότι δεν «χωρά» πουθενά, ότι δεν είναι αποδεκτός και ότι η αξία του ως άτομο αμφισβητείται, πιο εύκολα θα αναζητήσει την αποδοχή μέσα από την ένταξη σε παραβατικές ομάδες και μέσα από την εκδήλωση ακραίων συμπεριφορών, γιατί και ο ίδιος είναι περισσότερο «ευάλωτος», καθώς δεν υπάρχουν στη ζωή του τα απαραίτητα εκείνα «στηρίγματα» και τα πολύτιμα «πρόσωπα εμπιστοσύνης και αναφοράς», ώστε να νιώσει πιο ασφαλής.
Στο σημείο αυτό θα δώσω μεγάλη βαρύτητα στο σχολείο και στον καθοριστικής σημασίας ρόλο του και θα τονίσω τη στενή σχέση, κατά την κρίση μου τουλάχιστον, της «προβληματικής» σχέσης του έφηβου με την παραβατικότητα, η οποία πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο και πιο στοχευμένα, προκειμένου να δούμε στην πράξη πώς η εν λόγω σχέση μπορεί να ενισχυθεί, να βελτιωθεί και να κρατηθεί ο έφηβος στους κόλπους του σχολείου, όπου θα αναπτύξει δεξιότητες, θα λάβει εφόδια για το μέλλον του και θα «οχυρωθεί» σε αξίες και ιδανικά μέσα από τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και την επένδυση στην παιδεία μας σε μια εποχή όπου και η αξιακή κρίση μαστίζει τις κοινωνίες.
Πιο συγκεκριμένα, έφηβοι που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος και βιώνουν σε καθημερινή ακόμα βάση τη χαρακτηριζόμενη ως «σχολική αποτυχία» λαμβάνοντας πολύ χαμηλές βαθμολογίες, αδυνατώντας να συμμετάσχουν ενεργά στις σχολικές δραστηριότητες, νιώθοντας ότι μένουν βήματα πίσω σε μαθησιακό επίπεδο από άλλους συμμαθητές και χωρίς να σημειώνουν έμπρακτα πρόοδο στο σχολικό πλαίσιο, πολύ πιθανόν να αισθανθούν «αποτυχημένοι», «περιθωριοποιημένοι», να αμφισβητήσουν τον εαυτό τους και να νιώσουν ότι δεν αξίζουν και ότι είναι «λιγότεροι» σε σχέση με τους συμμαθητές τους. Για να «υψώσουν το ανάστημά τους», για να νιώσουν και εκείνοι «δυνατοί» και ότι «αξίζουν», θα αναζητήσουν ενδεχομένως την ένταξή τους σε παραβατικές ομάδες. Άλλωστε, ένας έφηβος που σε μια τόσο ευαίσθητη περίοδο της ζωής του βρεθεί στους «δρόμους της παρανομίας», ανερμάτιστος, χωρίς τα αναγκαία εφόδια από την οικογένεια και το σχολείο για να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές προκλήσεις, πολύ πιο εύκολα θα γίνει και ο ίδιος «θήραμα» στα χέρια επιτήδειων και θα εμπλακεί σε χρήση ουσιών, σε παραβατικές συμπεριφορές και σε άλλα επικίνδυνα «μονοπάτια». Ας έρθουμε όμως στη θέση ενός ανηλίκου που αισθάνεται ότι δεν «αξίζει» και ότι δεν είναι αποδεκτός σε δυο τόσο σημαντικά για τη ζωή του περιβάλλοντα, όπως είναι η οικογένεια και το σχολείο και ας αναλογιστούμε ότι υποστηρίζοντας πολλαπλώς αυτό τον έφηβο μπορεί τελικά να του δώσουμε τη δυνατότητα να «περάσει στην αντιπέρα όχθη», να δει και την άλλη, τη φωτεινή πλευρά της ζωής, που δεν του έδειξε κανείς. Από την άλλη πλευρά, είναι αναγκαίο να προβληθούν και μέσα από το σχολείο αλλά και ευρύτερα από τα ΜΜΕ θετικά πρότυπα για την εφηβεία, ώστε να κατανοήσει ο έφηβος πού βρίσκονται οι πραγματικές αξίες και ότι στις κοινωνίες υπάρχουν νέοι που διακρίνονται σε κομβικής σημασίας τομείς της έρευνας και της επιστήμης, άρα αξίζει να προβληθούν εκτενέστερα και από τα Μέσα αποτελώντας «πρότυπα ουσίας» για την ανηλικότητα, στην εποχή των «like» και των «followers» που με έναν επίπλαστο, θα λέγαμε, και ανούσιο τρόπο «ρυθμίζουν» την καθημερινότητα ανηλίκων και ενηλίκων.
Συμπερασματικά, η υιοθέτηση παραβατικών συμπεριφορών από εφήβους είναι σημαντικό να έρθει στο επίκεντρο του επιστημονικού και του μιντιακού ενδιαφέροντος με έναν τρόπο ολοκληρωμένο, ώστε να προλάβουμε ακόμα πιο επικίνδυνες «εκτροπές» ανηλίκων στη σύγχρονη εποχή με τα νέα δεδομένα και τις νέες προκλήσεις. Κατά την άποψή μου όμως, η αποτελεσματική διαχείριση του φαινομένου της παραβατικότητας ανηλίκων έχει άμεση συνάρτηση με την επέκταση της κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας, δεδομένου ότι στον πυρήνα των οικογενειών των παραβατικών νέων εντοπίζονται σύνθετα και σοβαρά προβλήματα σε πολλαπλά μάλιστα επίπεδα, όπως είδαμε. Παράλληλα είναι αναγκαία η ενίσχυση όλων των κοινωνικοποιητικών θεσμών, ώστε η ποιότητα ζωής των ανηλίκων να βελτιωθεί. Ιδιαίτερη μέριμνα αξίζει να ληφθεί για την ενίσχυση του θεσμού του σχολείου, προκειμένου το σχολικό περιβάλλον να αναβαθμιστεί και στα μάτια μαθητών και γονέων και να δώσει έμπρακτα χώρο και χρόνο σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά να νιώσουν δημιουργικά, να αναπτύξουν κλίσεις και ενδιαφέροντα, να αισθανθούν ότι είναι αποδεκτά και κυρίως ότι τους δίνονται ουσιαστικές ευκαιρίες για να αναδείξουν και τη δική τους αξία και μοναδικότητα. Και ένα παιδί να σωθεί και ένα παιδί να προστατευθεί, το όφελος είναι ανεκτίμητο, γιατί «αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα» στις σύγχρονες κοινωνίες.
Αγγελική Καρδαρά, Δρ. Τμήματος ΕΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Επ. Υπεύθυνη Crime & Media Lab (KE.M.E.), Συγγραφέας-Εισηγήτρια και Εκπαιδεύτρια E-Learning ΕΚΠΑ