Ο Αλεξί-Σαρλ-Ανρί Κλερέλ ντε Τοκβίλ (Alexis-Charles-Henri Clérel de Tocqueville) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1805 και πέθανε στις Κάννες το 1859.
Πολιτικός στοχαστής και ιστορικός, είναι ένας από τους εδραίους εκπροσώπους του πολιτικού φιλελευθερισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του 19oυ αιώνα. Το βιβλίο του «Δύο εβδομάδες στο τελευταίο σύνορο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε πολύ καλή μετάφραση της Έφης Κορομηλά και με πυκνά αναλυτικό επίμετρο του καθηγητή Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, από τις εκδόσεις Στερέωμα, αποτυπώνει το ταξίδι του στις ΗΠΑ εν έτει 1831 και δημοσιεύεται το 1861, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο Τοκβίλ ξεκινάει από τη Χάβρη και ένα μήνα αργότερα φτάνει στο Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ. Ακολουθούν η Νέα Υόρκη και το Μπάφαλο στα σύνορα με τον Καναδά. Ύστερα, κατευθύνεται προς την Πενσυλβάνια, το Οχάιο, το Μίσιγκαν και το Γουισκόνσιν, το Κεντάκυ, το Τεννεσσή και τη Λουιζιάνα. Από το πολύμηνο αυτό ταξίδι θα προκύψουν «Η δημοκρατία στην Αμερική» (1835 και 1840) και το «Δύο εβδομάδες στο τελευταίο σύνορο». Ο Τοκβίλ θα ασχοληθεί ενεργά με τη γαλλική πολιτική, αρχικά υπό τη μετριοπαθή Ιουλιανή Μοναρχία (1839-1848) του Οίκου της Ορλεάνης, πλάγιου, μεταρρυθμιστικού κλάδου του Οίκου των Βουρβόνων, και κατόπιν κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας (1849-1851), που διαδέχεται την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848. Είναι πεπεισμένος πως η Γαλλική Επανάσταση συνέβαλε στη συνέχιση της διαδικασίας εκσυγχρονισμού και κεντρικής ενίσχυσης του γαλλικού κράτους, η οποία είχε αρχίσει υπό τον Λουδοβίκο τον ΙΔ’, και πως η αποτυχία της οφείλεται σε υπερεπένδυση στις αφηρημένες ιδέες του Διαφωτισμού. Ο Τοκβίλ υπήρξε υπέρμαχος του κοινοβουλευτισμού, αλλά φοβόταν τον εξισωτισμό και την πιθανότητα απολυταρχίας στις ΗΠΑ, όπως προκύπτει και από τη «Δημοκρατία στην Αμερική», που θεωρείται, εκτός από μαρτυρία για την πρώιμη αμερικανική δημοκρατία, μια από τις πρώτες πραγματείες στο πεδίο της κοινωνιολογίας και της πολιτικής επιστήμης, η οποία παρέχει όχι μόνο πλήθος πληροφοριών για την Αμερική, αλλά και στοιχεία για την υποδοχή της πολιτικής και της ιδεολογικής της εικόνας από τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό.
Το αμερικανικό ταξίδι δεν αποτελεί την πρώτη εξόρμηση του Τοκβίλ ανά τον κόσμο: όταν φοιτούσε στη Νομική στο Παρίσι επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Σικελία, και μετά την Αμερική θα ταξιδέψει στην Αγγλία, στην Ιρλανδία και στην Αλγερία. περιγράφοντας με οξυδέρκεια τα χαρακτηριστικά όλων αυτών των χωρών. Αφού συναντά τον Γκυστάβ ντε Μπωμόν, αναχωρούν μαζί για τις ΗΠΑ με σκοπό να μελετήσουν το αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα. Έχει προηγηθεί το βιβλίο του Σατωμπριάν για την Αμερική «Αταλά ή οι έρωτες δύο αγρίων στην έρημο» (1801), που θα φέρει και την πρώτη λογοτεχνική του αναγνώριση. Το «Δύο εβδομάδες στο σύνορο» δεν διαθέτει τη συστηματικότητα και το αναλυτικό βάθος του «Η Δημοκρατία στην Αμερική», όντας πρωτίστως αυτό που δηλώνει ο τίτλος του – μια συνοριακή εμπειρία, εμπειρία από την επαφή με τη φύση, καθώς και από την κοινωνία που ανοίγεται μπροστά στα μάτια των δύο Γάλλων ταξιδιωτών. Η φύση, ωστόσο, της αχανούς ηπείρου τελεί -ήδη από τότε- υπό απειλή: η πάμφθηνη αγορά γης από τους αποίκους, σε συνδυασμό με τις τεράστιες ανάγκες τους να χτίσουν σπίτια και να διαμορφώσουν εκτάσεις για καλλιέργειες ή για εκτροφή ζώων, οδηγεί τη φύση στο να αρχίσει να χάνει τους αναπνευστικούς της πόρους ενώ ο Τοκβίλ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η έννοια του χωριού στις ΗΠΑ συνδέεται περισσότερο με τους οικισμούς, οι οποίοι αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική αγορά και λιγότερο με την έννοια μιας οργανικής κοινότητας. Οι αμερικανικές κοινότητες έχουν σχέση κυρίως με τα θρησκευτικά δόγματα, που χωρίς να περιορίζουν τις κοσμικές ελευθερίες, καταλήγουν σε έναν πολυώνυμο (ανάλογα με το δόγμα) χριστιανικό Θεό, που υπερκαθορίζει την πίστη τους, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στα δικά μας χρόνια. Εκτός από τη φύση, όμως, απειλούνται -και πάλι από τότε- και οι Ινδιάνοι: φτωχοί, εκπατρισμένοι, μέθυσοι (χάρη στο αλκοόλ με το οποίο τους ποτίζουν αφειδώς οι λευκοί), στερημένοι από τη στιλπνή τριχοφυΐα και το λαμπερό κόκκινο δέρμα τους, μοιάζουν με φαντάσματα του φυλετικού τους παρελθόντος, δίχως να έχουν χάσει την εξυπνάδα, την ετοιμότητα και τα μαγικά στοιχεία του πολιτισμού τους. Όσο για τους Αμερικανούς ή τους Ευρωπαίους πιονέρους, χωρίς με τη σειρά τους να έχουν αποβάλει την κουλτούρα του πολιτισμένου πολίτη, τείνουν να μετατραπούν, ζώντας μέσα στη γοητεία και στις ελλείψεις των τοπίων στα οποία έχουν εγκατασταθεί, σε κυνηγούς ή εκτροφείς – σε ανθρώπους που βασίζονται αποκλειστικά στη μοναξιά και στον αγώνα επιβίωσης τον οποίο απαιτεί ο άγριος, ειδικά κοντά στα σύνορα, καθημερινός περίγυρος. Μαζί και οι γυναίκες των αποίκων, οι οποίες δίπλα στα γνωρίσματα της καλοαναθρεμμένης μητέρας και νοικοκυράς αποκτούν κάτι από τη σκληρότητα και τον άξενο χαρακτήρα του φυσικού περιβάλλοντος.
Ο Τοκβίλ αναγνωρίζει εξαιτίας του ανοιχτού και ανεκτικού φιλελεύθερου πνεύματος το οποίο τον χαρακτηρίζει τις θεσμικές (πολιτικές και κοινωνικές) κατακτήσεις των ΗΠΑ, από την άλλη, εντούτοις, πλευρά, σπεύδει να μιλήσει για τους φυλετικούς διαχωρισμούς και, όπως το λέγαμε και πρωτύτερα, για τις θρησκευτικές σκληρύνσεις μιας διχασμένης κοινωνίας (μια κοινωνία η οποία εμφανίστηκε με τρομώδη τρόπο στις ημέρες μας μετά από τη διακυβέρνηση Τραμπ). Κατά τα άλλα, στο βιβλίο ξετυλίγονται οι συναρπαστικές περιπέτειες των δύο ταξιδιωτών (πεζή και με άλογα) και αποδεσμεύεται το εκστατικό τους βλέμμα ενώπιον του κόσμου της Άγριας Δύσης ενώ τα πάντα αποκτούν μια σπάνια ζωντάνια χάρη στις αφηγηματικές αρετές και την ακριβή και ταυτοχρόνως άκρως περιεκτική και εκφραστική γλώσσα του Τοκβίλ.