Ας μου επιτραπεί η αναίδεια της προσωπικής μαρτυρίας μέρα που είναι, ένα χρόνο μετά την τραγωδία των Τεμπών:
Από μία τυχαία συγκυρία δεν ταξίδεψε εκείνο το βράδυ, με εκείνο το τραίνο. Φοιτητής, ετών 22, δευτεροετής σε πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ο γιος μας. Ο γιος μας που είχαμε χαρεί που τρία χρόνια πριν είχε πετύχει στην πόλη της μαμάς του και είχε παρέα ξαδέλφια και θείους και παππούδες και που πάνω από όλα είχε τη δυνατότητα να ανεβοκατεβαίνει Αθήνα-Θεσσαλονίκη, να τον βλέπουμε, όποτε ήθελε με τον σιδηρόδρομο. Οπως και έκανε, γιορτές, διακοπές και σχόλες, επί τρία χρόνια.
Όταν έγινε γνωστό το δυστύχημα, τα πρώτα λεπτά, τις πρώτες ώρες είχαμε μείνει παγωμένοι να κοιτάζουμε τις εικόνες στην τηλεόραση, να διαβάζουμε ότι έγραφε ο κόσμος στα social. Δύο άνθρωποι παγωμένοι που αντάλλασσαν βλέμματα τρόμου. «Κι αν ήταν μέσα;», «κι αν είχε μπει;», «και αν…;». Τι που ξέραμε ότι το παιδί μας δεν είχε πάρει αυτό το τραίνο. Τι που ξέραμε πως ο δικός μας τρόμος απείχε αβύσσους από την αγωνία των γονιών, των φίλων, των συγγενών που ήξεραν που οι δικοί τους ήταν μέσα στο τραίνο. Τρέμαμε σύγκορμοι και εμείς με εκείνο το “και αν…”. Και μετά θυμώσαμε.
Θυμώσαμε πολύ, Θυμώσαμε όσο δεν έχουμε θυμώσει ποτέ για τη χώρα που ζούμε, για την ψευτοασφάλεια που αισθανόμασταν, για την ψευδαίσθηση πως ζούμε σε ένα κράτος που αν μη τι άλλο δεν θα φοβόμαστε μήπως τα παιδιά μας κινδυνεύουν μέσα σε ένα τραίνο. Έβριζα και φώναζα “την τύχη μας, μέσα” καθώς τα γεγονότα εξελίσσονταν. Αδύνατον να το χωνέψουμε. Αδύνατον να το χωνέψει ένας γονιός πως τόσο καιρό ξεπροβόδιζε το παιδί του σε ένα μηχανικό νεκροκρέβατο και πως από τύχη έβγαινε από αυτό να πάει στο φοιτητικό του δωμάτιο. Αδύνατον να το χωνέψει ο αδελφός, ο φίλος, η φίλη… Γιατί αυτό ήταν και παραμένουν οι σιδηρόδρομοι στην Ελλάδα: συρμοί από βαγόνια-νεκροκρέβατα. Κι ας λέγαν και ας συνεχίζουν να λένε ό,τι θέλουν. Ποιοί σιδηρόδρομοι δηλαδή; Μιάμιση γραμμή όλη κι όλοι όταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, στην οποία ανήκουμε (;), οι γραμμές είναι περισσότερες από τους αυτοκινητόδρομους και τα δρομολόγια δεκάδες χιλιάδες, καθημερινά.
Κι ύστερα παρακολουθούσαμε, να περνούν οι μέρες και το κράτος μας να μην ξέρει ούτε πόσοι σκοτώθηκαν και πόσοι τραυματίστηκαν ούτε καν πόσους επιβάτες είχε μέσα στο τραίνο ούτε φυσικά τι είχε συμβεί. Και μέναμε ακόμα παγωμένοι και εμβρόντητοι από αυτό το χάος, από την αθλιότητα των υπηρεσιών, από την ανευθυνότητα του Οργανισμού, της εταιρείας, του κράτους στο σύνολό του. Και οργισμένοι βγήκαμε στους δρόμους χιλιάδες άνθρωποι. Και πάλι τίποτα.
Τίποτα; Λάθος! Αμέσως ξεκίνησε μια θηριώδης, που όμοιά της δεν έχει ξανασυμβεί, επιχείρηση συγκάλυψης. Από τον ΟΣΕ, τα υπουργεία, τις τοπικές αρχές, τη “δικαιοσύνη”. Μέχρι που μάθαμε κι ότι τσιμέντωσαν το σημείο του δυστυχήματος χωρίς καν να έχουν μαζευτεί τα στοιχεία του εγκλήματος, ακόμη και τα κομμάτια των νεκρών (το σώμα μίας κοπέλας δεν έχει βρεθεί ακόμη).
Και πέρασε ένας χρόνος. Κι ακόμη δεν έχει καταλογιστεί καμιά ευθύνη. Και βέβαια ακόμη οι σιδηρόδρομοι δεν είναι σε κανονική λειτουργία. Και είναι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα για το κράτος και τη δικαιοσύνη μας πέρα από μία εξεταστική συγκάλυψης ευθυνών, για “τα μάτια”…
Η συλλογική πληγή μας είναι ανοιχτή και αιμορραγεί!
57 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξ αιτίας αυτού του εγκλήματος. Εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι και κυρίως νέοι αλλά και μεγαλύτεροι ζούμε το τραύμα που κανείς δεν ενδιαφέρεται να επουλώσει.
Γι αυτό οι 1.500.000 υπογραφές. Γι αυτό και η οργή παραμένει αμείωτη. Βουβή αλλά αμείωτη. Και κάποια στιγμή θα ξεσπάσει. Αν στο μεταξύ δεν μετατραπούμε σε πολίτες-ζόμπι που ακόμη κι όταν τους σκοτώνουν τα παιδιά τους εκείνοι δεν θα αντιδρούν. Δεν θα πιστέψουν πως πραγματικά από τύχη ζούμε!