Στη σκηνή του συνεδρίου «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ: 50 Χρόνια Μετά», το οποίο συνδιοργανώνουν η «Καθημερινή», το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics και διεξάγεται από τις 29 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου στην Εθνική Πινακοθήκη, βρέθηκε και ο πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου, για μια συζήτηση με τη Δημοσιογράφο και Παρουσιάστρια του ΣΚΑΪ Σία Κοσιώνη.
Θέτοντας το πλαίσιο της συζήτησης, η κ. Κοσιώνη μοιράστηκε τον προβληματισμό της για ένα από τα ευρήματα της μεγάλης δημοσκόπησης της Pulse RC που παρουσιάστηκε την πρώτη ημέρα του συνεδρίου. Ερωτώμενοι οι πολίτες για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα, εκείνοι που βίωσαν τη Μεταπολίτευση απάντησαν γενικώς θετικά, όμως δεν είχαν την ίδια άποψη οι νεότερες γενιές, που δεν είχαν ζήσει όσα προηγήθηκαν. «Έχουμε σήμερα μία στιβαρή δημοκρατία; Γιατί νιώθουν έτσι οι νεότεροι;» αναρωτήθηκε.
«Τα 50 χρόνια σίγουρα έχουμε την πιο ειρηνική και δημοκρατική περίοδο της σύγχρονης Ελλάδας», ανέφερε ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος πάντως εξέφρασε την πεποίθηση «ότι έχουν δίκιο οι νέοι». «Υπάρχει μία κόκκινη κάρτα από το Ευρωκοινοβούλιο που μιλά για οπισθοχώρηση στο κράτος δικαίου. Έχουμε οπισθοχώρηση και στο αίσθημα και στους θεσμούς και στη λειτουργία της δημοκρατίας. Είναι από τα κεντρικά θέματα που φέρνουν τις κρίσεις. Αν οι θεσμοί λειτουργούν, ελέγχουν την κατάχρηση της εξουσίας», εξήγησε. «Καλώς αισθάνεται η νέα γενιά πως υπάρχει κατάχρηση της εξουσίας».
Αναφέρθηκε στη μόνιμη σύγκρουση στην Ελλάδα «μεταξύ των δυνάμεων που θέλουν βαθιές, ριζικές, δημοκρατικές αλλαγές που επιτρέπουν τη συμπερίληψη και των δυνάμεων που θέλουν να μας πάνε πίσω σε μία λογική νομής εξουσίας, μία ελίτ που θέλει να ελέγξει τα πράγματα». Από την πλευρά της, η κ. Κοσιώνη παρατήρησε ότι «τη στιγμή που γινόταν το ΑΣΕΠ, τη στιγμή που γεννιόταν το ΕΣΥ, που όλα αυτά ήταν κολοσσιαίες παρεμβάσεις για τη ζωή των Ελλήνων πολιτών, την ίδια στιγμή καλλιεργούνταν το πελατειακό κράτος, ένα υπερτροφικό, δυσλειτουργικό δημόσιο και μια κρατικοδίαιτη οικονομία», εντοπίζοντας μια κρίσιμη αντίφαση. «Πώς συμβίωναν αυτές οι δύο πλευρές και πόσο το πληρώσατε εσείς ως πρωθυπουργός;». Ο κ. Παπανδρέου διαπίστωσε ότι η σύγκρουση αυτή ήταν πράγματι μεγάλη, ακόμη και μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
Έκανε επίσης μια αναδρομή στην ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνησή του το 2009. «Όταν ανέλαβα είχαμε ένα τεράστιο χρέος, αλλά το χειρότερο ήταν η αναξιοπιστία μας λόγω της απάτης με τα στατιστικά στοιχεία. Το 2009 είπαμε την αλήθεια», συνέχισε. «Στη χειρότερη στιγμή της Μεταπολίτευσης, που έπρεπε να υπάρχει πνεύμα ενότητας, εκεί έζησα τον λαϊκισμό. Άλλοι έλεγαν να σκίσουν τα μνημόνια. Εμείς είπαμε τις αλήθειες. Αν είχαμε υπηρετήσει αυτές, τα μνημόνια θα ήταν πολύ μικρότερης διάρκειας». Ο κ. Παπανδρέου εξήγησε μάλιστα ότι είχε καλέσει τον Αντώνη Σαμαρά δύο φορές στο τηλέφωνο. «Του είχα πει ότι είμαι διατεθειμένος να φύγω από την καρέκλα, επειδή είχε θέσει αυτόν τον όρο. Του ζήτησα να συναντηθούμε. Με πήραν οι συνεργάτες μου μετά από δέκα λεπτά και μου είπαν ότι είχε βουίξει ο τόπος ότι παραιτούμαι. Μπορεί κανείς να κάνει σοβαρή συζήτηση και σε δέκα λεπτά να λέει “ φεύγει ο Παπανδρέου”»;
Στο πλαίσιο αυτό εκτίμησε ότι έχει τεράστια ευθύνη η παράταξη της ΝΔ για όσα συνέβησαν. «Μιλούσαμε για το μέλλον της χώρας και ξεκινήσαμε με κακοπιστία και υπονόμευση», ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ αποκάλυψε ότι είχε ζητήσει από τον Κώστα Καραμανλή τα πραγματικά στοιχεία για την οικονομία και εκείνος δεν του απάντησε. «Κακώς δεν επέμεινα για το δημοψήφισμα», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι το ΠΑΣΟΚ σήκωσε ένα μεγάλο πολιτικό βάρος. Παρ’ όλα αυτά, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι «η στρατηγική μας απόφαση να κρατήσουμε τη χώρα στην ΟΝΕ και να κάνουμε τα πάντα για να μη φύγει η Ελλάδα από την ΟΝΕ ήταν σωστή».
Τέλος, στο επίκαιρο ζήτημα των μη κρατικών πανεπιστημίων επισήμανε ότι «πρέπει να υπάρχει ένα σοβαρό πλαίσιο». «Το νομοσχέδιο αυτό μιλά για ξένα παραρτήματα. Γιατί να μη δώσουμε το ίδιο δικαίωμα, την ίδια ευχέρεια, στα δημόσια πανεπιστήμια;» αναρωτήθηκε.
Το συνέδριο πραγματοποιείται στην Εθνική Πινακοθήκη από τις 29 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου