Η μεγαλύτερη αδυναμία της Αριστεράς βρίσκεται στο χειρισμό της μαζικότητας. Γι αυτό χάνει οπαδούς, επιρροή και φθίνει ραγδαία.
Η πολιτική δεν είναι μόνο ιδέες και προγράμματα. Είναι και συναισθήματα. Μια μεγάλη δέσμη συναισθημάτων που περιλαμβάνει την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία, την εμπιστοσύνη ή τη δυσπιστία, την έλξη ή την αποστροφή, τέλος την αισθητική. Το «δεν αρέσουμε Πρόεδρε» της Μελίνας Μερκούρη, κλείνει μια ολόκληρη φιλοσοφία πολιτικής που ένας άνθρωπος της τέχνης δύναται να αντιληφθεί καλύτερα από έναν πολιτικό ή διανοούμενο.
Και τα συναισθήματα δεν είναι προϊόντα θερμοκηπίου, είναι στιγμές που συνδυάζουν προσφορά και ζήτηση, όπως επίσης προσδοκία και εκπλήρωση. Στιγμές που συμβαίνουν διαφορετικά κάθε φορά και εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη συγκυρία και το περιβάλλον που μπορούν να συμβούν. Δεν εξαρτώνται μόνο από την ικανότητα. Βλέπουμε άλλωστε ικανότατους πολιτικούς, λαμπρά μυαλά, να βρίσκονται στο περιθώριο ως απωθητικά.
Οι επιρροές λοιπόν απλώνονται ή συρρικνώνονται αναλόγως των συναισθημάτων που προκαλούν. Σπανίως βέβαια συμβαίνει να πηγαίνει η κοινωνία ομόθυμα προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, να μοιράζεται δηλαδή μια συναισθηματική ομοθυμία. Είναι φυσικό σε μια διαφοροποιημένη κοινωνία να διαφοροποιούνται τα συναισθήματα, αν και κατά εποχές, και παρά τις αντιθέσεις, ένα κοινό υπόστρωμα ως προδιάθεση υπάρχει. Τα κόμματα λοιπόν δεν γράφουν μόνο το λιμπρέτο – πρόγραμμα, πρέπει να παίξουν και ελκυστική μουσική. Διαφορετικά ο κόσμος αποχωρεί από την πλατεία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα κόμματα παίζουν ένα μαγικό αυλό, πίσω από τον οποίο τρέχουν τα άλογα ζώα του δάσους. Η μουσική πρέπει να συναντήσει τον ορίζοντα αυτών που την ακούν, και ο ορίζοντας αυτός έχει ιστορικότητα, λογική, υποκειμενικότητα.
Εκείνο που τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε στην Αριστερά είναι ένας διαχωρισμός, μια απόσταση, ανάμεσα στην ορχήστρα και το κοινό της.
Η μικρή ορχήστρα απέκτησε κοινό κατά τη διάρκεια της κρίσης, και η μελωδία της ελπίδας (το σύνθημα του 2015 ήταν «Η ελπίδα έρχεται»), το ζεστό χαμόγελο του Αλέξη Τσίπρα, τα πρόσωπα των νέων αγοριών και κοριτσιών που τον συνόδευαν, σε μια εποχή που περίσσευαν οι προσβολές στην αξιοπρέπεια των Ελλήνων, η υποτίμηση τους και το αυτομαστίγωμα, δημιούργησαν το ακροατήριο του 2015 και κυρίως το πλήθος του δημοψηφίσματος. Έκτοτε όμως, παρά το ρεαλισμό της νέας συμφωνίας που ρύθμισε ευνοϊκά το χρέος της χώρας, παρά το δίχτυ ασφάλειας που άπλωσαν για τους πιο ευάλωτους, η μαγεία άρχισε να χάνεται. Και συνέχισε να χάνεται και μετά το 2019 . Ένα μέρος του κοινού (μικρό πάντως) αναζήτησε άλλες ορχήστρες· ένα άλλο απομακρύνθηκε σιωπηλά. Πριν όμως από όλα αυτά, η πλατεία αναζήτησε τη δική της ορχήστρα. Τη δική της μουσική. Μια άλλη συμφωνία συναισθημάτων. Η προσπάθεια, μετά την πρώτη ήττα να βρεθεί μια άλλη μουσική μαγεία στην Προοδευτική Συμμαχία δεν πέτυχε. Εκτοτε χτυπούσαν δυο καρδιές στην Αριστερά, μια στην ορχήστρα και μια στην πλατεία. Έως το περσινό καλοκαίρι, όταν ο πρώτος Απόλλων με τη λύρα αποχώρησε, και αναζητήθηκε ο/η διάδοχός του. Και τότε ζήσαμε την εξέγερση της πλατείας απέναντι σε μια ορχήστρα της οποίας «απέσβετο το λάλον ύδωρ». Καλά τα διδακτορικά, αλλά δεν τραβάνε κόσμο.
Αυτό που ονομάστηκε, εσφαλμένα με μειωτικούς όρους, μεταπολιτική, είναι η αναγκαία αύρα κάθε πολιτικής. Εκείνη που θα δώσει το γενικό περίγραμμα της πολιτικής, αλλά θα το ντύσει με συναισθήματα, θα το κάνει όχι μόνο κατανοητό με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. «Πρόκειται για τις ζωές μας» ήταν μια από τις πρώτες αποστροφές του Στέφανου Κασσελάκη που έγιναν viral, μαζί με το αφοπλιστικό ύφος των ματιών και της φωνής του.
Φτάνει όμως αυτό; Στην πρώτη περίοδο της σοβιετικής επανάστασης, τότε που πειραματίζονταν όλοι με όλα, δημιουργήθηκαν συμφωνικές ορχήστρες χωρίς μαέστρο. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, επέστρεψαν οι μαέστροι στο πόντιουμ, και εκείνοι που ξέρουν λένε ότι ποτέ πριν και πουθενά αλλού η εξουσία τους επί της ορχήστρας δεν ήταν πιο απόλυτη. Σε μας, όλα αυτά, συμβαίνουν σε συμπυκνωμένο χρόνο και κάπως σχηματοποιημένα όπως στα καρτούν.
(Αρθρο στην Καθημερινή 3/3/2023)