Η διαίρεση «εμείς ενάντια στους άλλους» μεταφέρθηκε τώρα από τους απέναντι στο εσωτερικό του κόμματος. Η σύγκλιση των μελών δεν γίνεται πια ενάντια στον εξωτερικό αντίπαλο, όπως το 2015, αλλά σε σύγκρουση με τους εσωτερικούς «εχθρούς». Η εκρηκτική συναισθηματική φόρτιση κατά τη σύσταση της «νεο-προεδρικής» ταυτότητας δεν εκφράστηκε μέσα από αξιακές αντιπαραθέσεις. Ο λόγος του προέδρου παραμένει μια ασύνδετη σειρά συνθημάτων που δεν αποτελούν συνεκτική πολιτική πρόταση ή αναγνωρίσιμη αριστερή προοπτική.
Του Κώστα Δουζίνα*
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την πρωτοφανή εχθρότητα μεταξύ πρώην και νυν μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ; Τι έκανε τον κόσμο που μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στο ίδιο κόμμα να επιτίθεται τόσο έντονα στους μέχρι πριν από λίγο συντρόφους του; Τα πρωτόγνωρα γιουχαΐσματα και οι αποδοκιμασίες του πρόσφατου συνεδρίου, οι συνεχείς αποχωρήσεις και διασπάσεις, η πρωτοφανής ανθρωποφαγία στα social media έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό σκηνικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγείται στο κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε το 2012, ενώ η Νέα Αριστερά υποφέρει από το προπατορικό αμάρτημα που βαραίνει τα θραύσματα κάθε διάσπασης. Χρειάζεται καταλαγή, να περιοριστεί ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών. Η μελλοντική ανασύνθεση της Αριστεράς θα περάσει από τη συνεργασία των θραυσμάτων και την ανακούφιση των τραυμάτων.
Η επιφανειακά ανεξήγητη κατάσταση είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της «μεταπολιτικής» συνθήκης και του ρόλου των συναισθημάτων στη σύσταση πολιτικών ταυτοτήτων. Η μεταπολιτική είναι ένας παρεξηγημένος όρος της πολιτικής φιλοσοφίας. Τα τελευταία σαράντα χρόνια τα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα συνέκλιναν στρατηγικά παρά τις ρητορικές τους διαφωνίες. Το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος αποδέχεται τις βασικές παραμέτρους της νεοφιλελεύθερης θεωρίας: οι αγορές επιβάλλονται επί των πολιτικών, η πολιτική αντιπαράθεση αντικαθίσταται από τεχνοκρατικά «ορθές» λύσεις. Η διακυβέρνηση είναι πολύπλοκη, η επιστημονική γνώση και η τεχνολογία έχουν εξειδικευτεί και είναι δυσνόητες. Τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν μόνο με τη σωστή «επιστημονική» γνώμη. Η βασιλεία των think tanks, των εξπέρ και των «αρίστων» βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ιδεολογία έχει τελειώσει και η πολιτική έχει γίνει μια τεχνοκρατική διαδικασία διαχείρισης.
Σε αυτή τη λογική, η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς είναι παρωχημένη και αναποτελεσματική. Οι παραδοσιακές ταξικές ταυτότητες (εργάτες, αγρότες, φοιτητές, μικρομεσαίοι) τείνουν να εξαφανιστούν, το ανταγωνιστικό μοντέλο χωλαίνει, η διαμόρφωση συλλογικοτήτων γύρω από δημοκρατικά και σοσιαλιστικά αιτήματα υποχωρεί. Ηθικές, θρησκευτικές, εθνοτικές ή προσωπικές ταυτότητες αντικαθιστούν την ταξική, ιδεολογική και δημοκρατική οργάνωση. Εχουμε έκρηξη ταυτοτήτων, αλλά η δυνατότητα της πολιτικής να τις συνδυάζει γύρω από διαιρέσεις που διαπερνούν το σύνολο της κοινωνίας έχει υποχωρήσει.
Είμαστε λοιπόν στην εποχή των τεχνοκρατών. Αφού μπορούν να δώσουν τις «ορθές» λύσεις, δεν χρειάζεται δημόσιος διάλογος ή χρονοβόρες και δαπανηρές δημοκρατικές διαδικασίες. Αφού δεν υπάρχουν ουσιαστικές εναλλακτικές στρατηγικές, οι εκλογές απλώς αλλάζουν τους διαχειριστές της διακυβέρνησης με κριτήριο ποιος έχει τα καλύτερα think tanks. Η «αδιαμεσολάβητη» σχέση του ηγέτη με τον λαό δίνει παρομοίως την αίσθηση μιας δήθεν δημοκρατικότητας που νομιμοποιεί κάθε επιλογή αλλά και την αντίθετή της. Οταν ένας θερμός οπαδός φώναξε στον κ. Κασσελάκη «πες τα, Στέφανε», εκείνος απάντησε: «Μιλήστε εσείς, τα μέλη». Τα μέλη μιλάνε όπως οι πιστοί των χαρισματικών τηλε-ευαγγελιστών. Μια τεράστια γλωσσολαλιά, ένας μεγάλος θόρυβος που δεν αρθρώνεται.
Οι εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που αντιστάθηκε στη μεταπολιτική δημιουργώντας από τη μία πλευρά τον πόλο του λαού, «εμάς», απέναντι στους «άλλους» μνημονιακούς, δεξιούς, Ευρωλάτρες. Η διάκριση εμείς/αυτοί δημιουργεί έντονες συγκινήσεις, πολιτικά συναισθήματα που ξεπερνούν τις προσωπικές προτιμήσεις και οδηγούν στη σύγκλιση γύρω από τον λαϊκό πόλο. Η προσωρινή διακοπή της μεταπολιτικής συναίνεσης, η απόρριψη της άποψης «όλοι ίδιοι είναι», άνοιξε ρήγμα στην πολιτική ως χώρο προώθησης προσωπικών συμφερόντων και δημιούργησε ένα ριζοσπαστικό υποκείμενο βάζοντας το συναίσθημα στην πολιτική. Πώς γίνεται;
Η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει. Οπως υποστηρίζει ο Φρόιντ, ο κοινωνικός δεσμός είναι λιβιδινικός, τα συναισθήματα διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαδικασία σύστασης συλλογικών ταυτοτήτων. «Μια ομάδα συγκρατείται σαφώς από κάποια δύναμη. Και σε ποια δύναμη θα μπορούσε να αποδοθεί αυτό το κατόρθωμα παρά στον Ερωτα, που συγκρατεί τα πάντα στον κόσμο», γράφει. Τα κοινά συναισθήματα εκφράζουν την εύπλαστη λιβιδινική ενέργεια που μπορεί να προσανατολιστεί προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Η σύγκλιση των ανθρώπων σε έναν κοινό πολιτικό χώρο μεσολαβείται είτε από την αγάπη για τον ηγέτη είτε από την κοινή αφοσίωση σε αφηρημένες ιδέες, ενίοτε και από τα δύο. Οταν οι άνθρωποι επενδύουν λιβιδινικά στον ηγέτη μετατρέπουν τα επιθετικά ένστικτα προς τους «άλλους» σε συναισθηματικούς δεσμούς και αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους. Ετσι «εμείς» (οι αριστεροί, οι συριζαίοι, οι προεδρικοί) κοινωνούμε συναισθηματικά και ενοποιούμαστε πολιτικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε δημιουργώντας τη διαχωριστική γραμμή εμείς/αυτοί που ενώνει αντιπαραθέτοντας. Μετά το 2015 δεν μπόρεσε να διατηρήσει το momentum. Η εγκατάλειψη της κριτικής θεωρίας εγκλώβισε την αντιπολίτευση σε ουδέτερες τεχνοκρατικές απόψεις που εκλογικεύονταν από ξεπερασμένα μαρξιστικά δόγματα. Η έμφαση στις πολιτικές όχι στο όραμα, σήμερα στα καλύτερα think tanks, έβαλε αριστερό περίβλημα στη μεταπολιτική. Η ήττα το 2019 εξασθένησε παραπέρα την πληγωμένη αριστερή συνείδηση. Η επίκληση αριστερών «κλισέ» από την αντιπολίτευση ικανοποιούσε την παραδοσιακή βάση αλλά άφηνε αδιάφορους τους νέους. Η σύγκλιση γύρω από αξίες και ιδέες αντικαταστάθηκε από τον ηγέτη ως μόνη συγκολλητική ουσία. Οι αγιογραφίες του Τσίπρα, η προσκόλληση στον ηγέτη ενισχύονταν όσο υποχωρούσε η ταυτότητα και το όραμα του κόμματος. Ο αρχηγισμός αντικατέστησε τις ιδεολογικές εντάξεις και προετοίμασε τον δρόμο προς το «φαινόμενο Κασσελάκη», μια νέα μορφή ηγεσίας.
Η διαίρεση «εμείς ενάντια στους άλλους» μεταφέρθηκε τώρα από τους απέναντι στο εσωτερικό του κόμματος. Η σύγκλιση των μελών δεν γίνεται πια ενάντια στον εξωτερικό αντίπαλο, όπως το 2015, αλλά σε σύγκρουση με τους εσωτερικούς «εχθρούς». Η εκρηκτική συναισθηματική φόρτιση κατά τη σύσταση της «νεο-προεδρικής» ταυτότητας δεν εκφράστηκε μέσα από αξιακές αντιπαραθέσεις. Ο λόγος του προέδρου παραμένει μια ασύνδετη σειρά συνθημάτων που δεν αποτελούν συνεκτική πολιτική πρόταση ή αναγνωρίσιμη αριστερή προοπτική. Εφ’ όσον η αριστερή θεωρία και το όραμα παραμερίστηκαν πια πλήρως, η αντιπαράθεση οργανώθηκε γύρω από το πρόσωπο και εστιάστηκε στους εσωκομματικούς αντιπάλους.
Οι «νεο-προεδρικοί» τονίζουν την απόρριψη του δημοκρατικά εκλεγμένου ηγέτη από τους «υπονομευτές», οι αντιπολιτευόμενοι επιμένουν στα απολίτικα και αντιφατικά χαρακτηριστικά των δηλώσεών του. Αλλά τα κοινά συναισθήματα προς τον ηγέτη είναι συχνά ονειρικά, ανεξέλεγκτα, οδηγούν σε εκρήξεις και επιθέσεις σε φανταστικούς εχθρούς. Η συναισθηματική φόρτιση της διαίρεσης οδηγεί τη μία πλευρά στην οιδιπόδεια σύγκλιση, την άλλη στην αποκάθεξη και την απόρριψη. Δεν «φυτεύτηκε» λοιπόν ο ηγέτης. Είναι δικό μας δημιούργημα, εμείς πήραμε έναν businessman και επενδύσαμε τα πάθη μας πάνω του, ξαναζεστάναμε τα παγωμένα συναισθήματα, τον κάναμε μεταπολιτικό ροκ σταρ. Εμείς επιθυμήσαμε κάποιον που μπορεί να καλύψει το κενό των ιδεών με άδειες εικόνες και τικ-τοκ.
Η τραγωδία της νεωτερικότητας είναι ότι ενώ η επιστήμη μπορεί να μάθει πολλά για το πώς λειτουργεί ο κόσμος δεν μπορεί να μας πει τι πρέπει να κάνουμε, ποιες αξίες να υιοθετήσουμε. Το ον και το δέον, τα πράγματα και οι αξίες, ανήκουν σε παράλληλα, μη εφαπτόμενα επίπεδα. Οι αξίες δεν έχουν θεμελίωση, ενώ η επιστημονική γνώση επιμένει στον κανονιστικό αγνωστικισμό. Η μόνη καθολική αξία είναι η ανταλλακτική, η επιτυχία στις business η σημαντικότερη «αριστεία». Ο Μαρξισμός και η αριστερά προσπάθησαν να γεφυρώσουν τις δύο ηπείρους και να απαντήσουν στον μηδενισμό. Τα φαινόμενα των ημερών μάς δείχνουν ότι το εγχείρημα απέτυχε. Η τραγωδία της Αριστεράς, ο δικός μας παράδοξος μηδενισμός, είναι να επενδύει τα πάθη της στους ηγέτες κυρίως, όχι στα οράματα. Το φαντασιακό δημιούργημα μιας πενθούσας επιθυμίας απέναντι στα θολωμένα οράματα ενός ηρωικού παρελθόντος. Υπάρχει διέξοδος;
*Καθηγητής Πανεπιστημίου Λονδίνου
(Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών)