Η δημοσίευση του τελευταίου μυθιστορήματος «Μέχρι τον Αύγουστο» Gabriel García Márquez ανοίγει το θέμα των μεταθανάτιων εκδόσεων βιβλίων παρά τις αντίθετες επιθυμίες ενός συγγραφέα.
Παρά το γεγονός ότι ο García Márquez (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες) είχε ζητήσει να καταστραφεί το υλικό του μετά τον θάνατό του, ο γιος του αποφάσισε να εκδώσει το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα για να το μοιραστεί με το κοινό, όπως αποκαλύπτουν οι New York Times.
Προς το τέλος της ζωής του, όταν η μνήμη του ήταν θρυμματισμένη, ο Gabriel García Márquez πάλευε να τελειώσει ένα μυθιστόρημα για τη μυστική σεξουαλική ζωή μιας παντρεμένης μεσήλικας γυναίκας. Έγραψε τουλάχιστον πέντε εκδοχές, έκοψε προτάσεις, κράτησε σημειώσεις στο περιθώριο, άλλαξε ονόματα και επίθετα, υπαγόρευσε εκατοντάδεςσημειώσεις στον βοηθό του. Τελικά, τα παράτησε και πήρε μια οριστική, καταστροφική απόφαση.
«Μου είπε ευθέως ότι το μυθιστόρημα έπρεπε να καταστραφεί», είπε ο Gonzalo García Barcha, ο μικρότερος γιος του συγγραφέα.
Όταν ο García Márquez πέθανε το 2014, τα προσχέδια, οι σημειώσεις καθώς και θραύσματα κεφαλαίων του μυθιστορήματος παρέμειναν στα αρχεία του στο Harry Ransom Center στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, στο Όστιν. Η ιστορία βρισκόταν εκεί, απλωμένη σε 769 σελίδες, σε μεγάλο βαθμό αδιάβαστη και ξεχασμένη – μέχρι που οι γιοι του Γκαρθία Μάρκες αποφάσισαν να αψηφήσουν τις επιθυμίες του πατέρα τους.
Τώρα, μια δεκαετία μετά τον θάνατό του, το τελευταίο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Μέχρι τον Αύγουστο», θα εκδοθεί αυτόν τον μήνα, με ταυτόχρονη έκδοση σε σχεδόν 30 χώρες. Η αφήγηση επικεντρώνεται σε μια γυναίκα που ονομάζεται Ana Magdalena Bach, η οποία ταξιδεύει σε ένα νησί της Καραϊβικής κάθε Αύγουστο για να επισκεφτεί τον τάφο της μητέρας της. Σε αυτά τα ζοφερά προσκυνήματα, για λίγο απελευθερωμένη από τον άντρα και την οικογένειά της, βρίσκει κάθε φορά έναν νέο εραστή.
Το μυθιστόρημα φανερώνει μία απροσδόκητη πλευρά στη ζωή και το έργο του García Márquez, ενός λογοτεχνικού γίγαντα και νομπελίστα, και πιθανότατα θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι εκδότες θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τις μεταθανάτιες εκδόσεις που έρχονται σε αντίθεση με τις τελευταίες επιθυμίες ενός συγγραφέα.
Τον Απρίλιο συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τον θάνατο του βραβευμένου με Νομπέλ (1982) κολομβιανού συγγραφέα.
Επέτειο με αφορμή την οποία θα κυκλοφορήσει το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Μέχρι τον Αύγουστο», το οποίο πραγματεύεται την ιστορίας μιας γυναίκας που επισκέπτεται κάθε χρόνο τον τάφο της μητέρας της βιώνοντας μια διαφορετική περιπέτεια.
Ο Ροντρίγκο, 64 ετών, λέει ότι αυτός και ο μικρότερος αδερφός του, Γκονζάλο, 60 ετών, είχαν αρχικά ενδοιασμούς σχετικά με τη δημοσίευση του μυθιστορήματος, καθώς ο πατέρας τους, παρά το γεγονός ότι έγραψε δέκα προσχέδια, δεν ένιωσε ποτέ ότι το είχε τελειώσει.
«Ξαναδιαβάσαμε το βιβλίο και θεωρήσαμε ότι άξιζε πολύ περισσότερο από ό,τι νόμιζε. Η θεωρία μου είναι ότι έχασε την ικανότητα να κρίνει το βιβλίο», υποστηρίζει και δικαιολογεί την απόφαση να κυκλοφορήσει το βιβλίο εφόσον ο πατέρας του τού είχε δηλώσει «όταν πεθάνω, κάνε ό,τι θέλεις».
Ο Μάρκες επίσης θεωρούσε ότι το έργο του που εκδόθηκε το 1967 και έχει πουλήσει περισσότερα από 50 εκατομμύρια αντίτυπα, «Εκατό χρόνια μοναξιάς», δεν μπορούσε να μεταφερθεί στην οθόνη.
Τα δύο αδέρφια ωστόσο έδωσαν το πράσινο φως στο Netflix, με την προϋπόθεση ότι θα γυριστεί στα ισπανικά και στην Κολομβία.
Με αποτέλεσμα μέσα στη χρονιά να κυκλοφορήσει σε δύο κύκλους των οκτώ ωριαίων επεισοδίων η τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος, με τον Ροντρίγκο ως σύμβουλο παραγωγής.
«Ολοι έχουν τρεις ζωές: τη δημόσια, την ιδιωτική και τη μυστική» είχε πει κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στον γιο του, Ροντρίγκο Γκαρσία
Τρεις ζωές
Δέκα χρόνια λοιπόν μετά τον θάνατο του Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν οι δικοί του άνθρωποι, υπάρχουν ακόμη καλά κρυμμένα μυστικά της ζωής του συγγραφέα που λατρεύτηκε ως ροκ σταρ;
«Ολοι», είπε κάποτε ο συγγραφέας στον γιο του, «έχουν τρεις ζωές: τη δημόσια, την ιδιωτική και τη μυστική».
Μερικά μυστικά που ο συγγραφέας πήρε στον τάφο του, εκτός από την εκτός γάμου κόρη του, για την οποία γνώριζαν οι γιοι του, αλλά ίσως όχι η σύζυγός του, είναι ο λόγος που ώθησε έναν από τους καλύτερους φίλους του, τον περουβιανό μυθιστοριογράφο Μάριο Βάργκας Λιόσα, να τον γρονθοκοπήσει δημοσίως στο πρόσωπο το 1976 ξεκινώντας μία από τις μεγαλύτερες φιλονικίες στην ιστορία της λογοτεχνίας.
«Εχω ακούσει διάφορες εκδοχές», λέει ο Ροντρίγκο.
«Σύμφωνα με μία, ο Μάριο είχε αφήσει τη γυναίκα του, Πατρίσια, για κάποια άλλη και οι γονείς μου είχαν πάρει το μέρος της συζύγου. Και αν αυτό περιελάμβανε και φλερτ του πατέρα μου προς την Πατρίσια, δεν το ξέρω. Ολα αυτά ήταν κουτσομπολιά».
Μια άλλη αξιοσημείωτη ιστορία αφορά το πώς ο Μάρκες πλήρωσε τη σύζυγό του 500 πέσος Κολομβίας, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, πολύ πριν γίνει διάσημος, για να του επιστρέψει όλα τα γράμματα που της είχε γράψει πριν παντρευτούν.