«O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Bουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Mέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Bουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής» (άρθρο 42 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος των Ελλήνων)
Χθες η κυβερνητική πλειοψηφία μαζί με έναν πρώην βουλευτή των ακροδεξιών “Σπαρτιατών” επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος και συγκεκριμένα του Άρθρου 16 κάτι που εμμέσως πλην σαφώς ομολόγησαν τόσο ο υπουργός Παιδείας όσο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο μεν πρώτος επαναλαμβάνοντας την κυβερνητική θέση πως «η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος», ο δε κ. Μητσοτάκης καλώντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμφωνήσουν σε αυτή την αναθεώρηση όταν αυτή έλθει.
Για ποιόν άλλωστε λόγο να ζητείται από τη συντηρητική παράταξη, εδώ και μια 20ετία, η αλλαγή του Άρθρου 16 εάν ο νόμος που ψηφίστηκε χθες είναι συνταγματικός; Διότι, πολύ απλά, δεν σηκώνει ερμηνείες, δεν είναι διφορούμενο, δεν είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που να μπορείς να το αμφισβητήσεις ή να το ερμηνεύσεις διασταλτικά. Το ισχύον ελληνικό σύνταγμα επιβάλει μόνο δημόσια πανεπιστήμια και απαγορεύει τα ιδιωτικά. Τελεία και παύλα.
Είναι ξεπερασμένο από την εποχή μας; Μπορεί. Μπορεί και όχι. Ίσως να πρέπει να αλλάξει ολόκληρο ή ένα μέρος του. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με αναθεωρητική Βουλή και με όσα ισχύουν και όσα προβλέπονται για την αλλαγή του Συντάγματος. Δεν γίνονται με την κατάλυσή του ψηφίζοντας 159 βουλευτές ένα νόμο αντισυνταγματικό.
Τι προβλέπεται να γίνει τώρα;
Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 42 παρ. 1 και 2 ) νόμος θα πάει στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας η οποία έχει τη δυνατότητα να τον αναπέμψει πίσω στη Βουλή με έκθεση η οποία θα εξηγεί ότι παραβιάζει διατάξεις του Συντάγματος.
Σε μία τέτοια περίπτωση το ελληνικό κοινοβούλιο οφείλει να ξανασυζητήσει το νόμο κι αν τον ξαναψηφίσει τότε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένη να τον υπογράψει ή αν επιμείνει να πιστεύει πως είναι αντισυνταγματικός οφείλει να παραιτηθεί οπότε και θα ακολουθήσει η διαδικασία που προβλέπει πάλι το Σύνταγμα για εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το αν θα τολμήσει η σημερινή Πρόεδρος τη Δημοκρατίας να προχωρήσει σε μία τέτοια γενναία πράξη υπεράσπισης όχι του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης αλλά του ίδιου του Συντάγματος, είναι μάλλον αμφίβολο καθώς, πέραν όλων των άλλων, προσδοκά ανανέωση της θητείας της το 2025. Όμως η συνταγματικότητα ενός νόμου ακόμη κι όταν έχει ψηφιστεί μπορεί να ελεγχθεί και από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) στα οποία μπορεί να προσφύγει ο καθένας ατομικά ή συλλογικά.
Σε κάθε περίπτωση, μάχη της υπεράσπισης του Συντάγματος των Ελλήνων δεν έχει χαθεί οριστικά ακόμη κι αν αυτοί που θα έπρεπε να είναι ταγμένοι στο να το φυλάνε δεν πράξουν το καθήκον τους.