Υπό το βάρος της καθημερινότητας, της συνεχιζόμενης ακρίβειας και της (μικρο) πολιτικής επικαιρότητας, να μην έχουμε πλήρη αντίληψη του ότι η χώρα μας έχει εμπλακεί ούτε λίγο ούτε πολύ, έμμεσα ή άμεσα σε τρεις πολεμικές συγκρούσεις: στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και στην Ερυθρά Θάλασσα.
Σε ο,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία η Αθήνα ευθυγραμμίστηκε από την πρώτη στιγμή με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ υιοθετώντας τις κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας και στέλνοντας, αρχικά υγειονομικό υλικό, και στη συνέχεια πολεμοφόδια και παλαιά (;) οπλικά συστήματα ενώ έντονη ήταν και παραμένει η αντιρωσική ρητορική από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης.
Έμμεση αλλά όχι λιγότερο σοβαρή είναι η εμπλοκή μας τη Μέση Ανατολή με τη διπλωματική στήριξη του Τελ Αβίβ, μετά το μακελειό που προκάλεσε η Χαμάς τον περασμένο Οκτώβριο και τη συνεχιζόμενη επιχείρηση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας που αριθμεί ήδη πάνω από 30.000 νεκρούς.
Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, η εμπλοκή μας στην Ερυθρά Θάλασσα για την αντιμετώπιση των επιθέσεων των Χούθι της Υεμένης είναι άμεση και “θερμή” καθώς η Ελλάδα έχει αναλάβει τη διεύθυνση της επιχείρησης «Ασπίδες» ( Αspides) από το στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Λάρισα και στέλνοντας την φρεγάτα “Ύδρα” η οποία χθες απέπλευσε από το λιμάνι του Τζιμπουτί, στο οποίο βρισκόταν για ανεφοδιασμό.
Υπαγορεύονταν οι κινήσεις αυτές και η συνολική μας στάση από τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις μας ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Αναμφισβήτητα ναι (εκτός αν θέλαμε -και μπορούσαμε – να παίξουμε το ρόλο του “κακού παιδιού” όπως ο Ερντογάν). Μπορούσαμε στα πλαίσια αυτών των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων να ακολουθήσουμε μία διαφορετική γραμμή; Η απάντηση είναι και πάλι θετική καθώς όντως θα μπορούσαμε, πέραν της συμμετοχής μας στις κυρώσεις που έχουν συναποφασισθεί και της διπλωματικής και πολιτικής καταδίκης των επιτιθέμενων χωρών, να αναλάβουμε ρόλο μεσολαβητή μεταξύ αντιμαχομένων έχοντας ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας προς όλες τις πλευρές στα πλαίσια μια πολυδιάστατης διπλωματίας. Κάτι που πολλές φορές είχαμε υπηρετήσει στο παρελθόν όχι μόνο λόγω φιλειρηνικών αρχών αλλά επειδή και εμείς έχουμε ανοιχτά μέτωπα στο Αιγαίο και στην Κύπρο για τα οποία έχουμε ζητήσει τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας και πέραν των στενών συμμάχων μας.
Είμαστε τελικά στη “σωστή πλευρά της Ιστορίας” όπως συχνά επαναλαμβάνει ο έλληνας πρωθυπουργός;
Σε αυτό το ερώτημα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σήμερα απάντηση και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει όσο αυτές οι πολεμικές συγκρούσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Η ιστορία θα αρχίσει να γράφεται μετά το τέλος τους, όταν νικητές και ηττημένοι καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και υπογράψουν συνθήκες ειρήνης στις οποίες θα περιλαμβάνονται και όλα τα τετελεσμένα, στα πεδία των μαχών, αποτελέσματα. Τότε και μόνο τότε θα γίνει ξεκάθαρο ποιος ήταν στη “σωστή” και ποιος στη “λάθος” πλευρά της Ιστορίας, ποιος είχε τα μεγαλύτερα κέρδη και ποιος τις μεγαλύτερες απώλειες, γεωπολιτικά, οικονομικά, διπλωματικά.
Στην Ιστορία όμως αποδεικνύεται ξανά και ξανά πως “όταν παλεύουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια” ανεξάρτητα από το αν ήταν εξ’ αρχής με τους νικητές ή τους ηττημένους. Να το πούμε και διαφορετικά: αργά ή γρήγορα οι ΗΠΑ θα τα βρουν με τη Ρωσία, κάποια στιγμή θα τα βρουν και οι Ισραηλινοί με τους Άραβες. Οι σχέσεις τους θα είναι σε τεντωμένο σχοινί; Ίσως! Πάντως θα τα βρουν όπως έχει συμβεί δεκάδες φορές στο παρελθόν. Τα βουβάλια. Γιατί τα (πρόθυμα) βατράχια θα συνεχίσουν να την πληρώνουν και ιδιαίτερα αυτά που εμφανίστηκαν ως βασιλικότερα των βασιλέων καθώς πολλά βουβάλια έχουν μνήμη… ελέφαντα. Όπως οι Ρώσοι, ας πούμε…