Πήγα στη Θεσσαλονίκη στα 1966. Το σπίτι στο χωριό φτωχό, μεροδούλι μεροφάι, καταλαβαίνετε …μάλλον…
Του Πάνου Ζέρβα
Πιάσαμε στην αρχή ένα διαμέρισμα στον 7ο όροφο, σ’ ένα στενάκι της Κασσάνδρου, κοντά στο σινεμά Αχίλλειον. Εννοείται, χωρίς ασανσέρ. Γι’ αυτό έχω από τότε τόσο ωραίες γάμπες!
Είμαστε τέσσερις μαζί, αλλά αν μας έψαχνες όλους δεν υπήρχε περίπτωση να συμπληρώσεις δεκάρικο… Θα έλειπαν σίγουρα εφτά -οχτώ δραχμές!
Τα μεσημέρια τρώγαμε βερεσέ σ’ ένα μαγέρικο, το είχε ένας πατριώτης μας Χαλκιδικιώτης, θα έχει πεθάνει τώρα. Η φασολάδα έκανε δυόμισι δραχμές, αλλά υπήρχε και η «φασολάδα ολίγη» που έκανε μιάμιση δραχμή. Παίρναμε λοιπόν μια «ολίγη» και ο πατριώτης που μας λυπόταν το ξεχείλιζε το πιάτο ως επάνω… Δώστου και ψωμί και σε πολύ έκτακτες περιπτώσεις, καμιά ελιά.
Αλλά βγαίνει το εικοσιτετράωρο με μια φασολάδα; Παιδιά είμαστε, πεινάγαμε! Έβλεπα λοιπόν κάτω στο δρόμο, πριν ξημερώσει, να έρχεται το φορτηγάκι και να ξεφορτώνει τα γάλατα, ήταν τότε σε γυάλινα μπουκάλια, μέσα σε σιδερένια καφάσια. Τα άφηνε στο πεζοδρόμιο μπροστά στο μπακάλικο και έμεναν εκεί έρημα, ώσπου να ‘ρθει ο μπακάλης ν’ ανοίξει και να τα πάρει μέσα.
Κατέβαινα λοιπόν, πήγαινα στα γάλατα, έπαιρνα ένα, άφηνα πάνω στο διπλανό μπουκάλι δύο δραχμές. Ανέβαινα στον έβδομο, άφηνα το μπουκάλι, ξανακατέβαινα, έπαιρνα άλλο ένα, το ανέβαζα. Οι δραχμές, εκεί. Κατέβαινα, έπαιρνα το τρίτο μπουκάλι, το ανέβαζα. Κατέβαινα πάλι, έπαιρνα το τέταρτο μπουκάλι – τέσσερις ήμασταν – το ανέβαζα. Κατέβαινα πέμπτη φορά, κοίταζα καλά ένα γύρω, δεν υπήρχε ψυχή, μάζευα και τις δυο δραχμές που είχα αφήσει στο πρώτο δρομολόγιο… Πώς να μην κάνω γάμπες;
Πίναμε τα γάλατα παγωμένα, σε λίγο μας έκοβε η κοιλιά…
Μια φορά πεινούσαμε και ψάχναμε τα ντουλάπια. Ανακαλύπτουμε λοιπόν ένα κομμάτι ψωμί, είχαμε φάει το απέξω και είχε μείνει η ψίχα, αλλά είχε άλλο τόσο μούχλα γύρω γύρω…
«Μη μου πεις ότι το φάγατε;»
Όχι, θα το χαρίζαμε! Το βάλαμε σε μια λεκάνη με νερό, να φύγει η μούχλα, και πάλι και ξανά – ήρθε και έγινε λαμπίκος η παπάρα! Εξαφανίστηκε ώσπου να πεις κύμινο…
Ένα κόλπο για να κονομήσουμε κανένα φράγκο ήταν το εξής: πηγαίναμε έξω από τις εξώπορτες των διαμερισμάτων της Αγγελάκη και πολύ προσεχτικά ξεβιδώναμε τις λάμπες από τις χελώνες. Τις ηλεκτρικές λάμπες… Στις οικοδομές μπαίναμε εύκολα, σχεδόν καμιά δεν είχε κλειδωμένη την εξώπορτα, ο κόσμος τότε ήταν αλλιώς… Τις πηγαίναμε στο μαγαζάκι του ηλεκτρολόγου κι αυτός τις αγόραζε σε καλή τιμή. Σε λίγο ξεκινούσαν κι ερχόντουσαν σ’ αυτόν οι νόμιμοι κάτοχοι, κι αυτός τους ξαναπουλούσε τις λάμπες τους.
Φυσικά, πιάσαμε δουλειές. Εγώ ανέλαβα νυχτερινός τηλεφωνητής σ’ ένα γραφείο τελετών. Μεγαλείο δουλειά! Καθόμουν σαν άρχοντας στο γραφείο και διάβαζα τα μαθήματα, κι όταν νύσταζα πήγαινε στο αποπίσω, ξάπλωνα σ’ ένα από τα φέρετρα που είχε εκεί το αφεντικό για δείγματα, έφερνα και το τηλέφωνο από δίπλα και κοιμόμουν του καλού καιρού.
Το πρωί ερχόταν το αφεντικό, κι αν δεν τον είχα ειδοποιήσει για πελάτη τη νύχτα, ήταν στενοχωρημένος. «Τι θα γίνει ρε, δε θα πεθάνει κανείς; Πώς θα κινηθεί το εμπόριο;» Κι έλεγε πάντα, μισοαστεία – μισοσοβαρά: «Τέρμα, η μόνη λύση είναι να πάω στο υδραγωγείο και να τους ρίξω μέσα υδροκυάνιο…»
Δεν πεινάγαμε μόνο για φαΐ, πεινάγαμε και για γνώση και για διάβασμα. Ειδικά ένας, ο Βαγγέλης, ο οδοντίατρος, δεν τον προφταίναμε! Αλλά, που λεφτά για βιβλία; Θυμάμαι ήταν τότε ένας Ρεμού… Ρεμούρκ…
«Ζαν Μαρία Ρεμάρκ»
Α, γεια σου! Είχε βγάλει λοιπόν ένα βιβλίο, πως το λέγανε να δεις…
«Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο»
Αυτό! Ο Βαγγέλης που λέτε είχε λυσσάξει να το διαβάσει και με την ευκαιρία, τι σκαρφιστήκαμε; Πηγαίναμε στα βιβλιοπωλεία και λέγαμε «θέλω να δουλέψω πλασιέ». Οι βιβλιοπώλες δεχόντουσαν, εξάλλου δεν πλήρωναν μισθό, μονάχα ποσοστά. Παίρναμε λοιπόν μια τσαντάρα με βιβλία ο καθένας και τα διαβάζαμε! Μετά, τα επιστρέφαμε και πηγαίναμε σε άλλο βιβλιοπωλείο…
Τι κοιτάτε ρε με ανοιχτό το στόμα; Είχαμε και τις άτυχες στιγμές… Ένας μας φόρτωσε τέσσερις τόμους – γκουμούτσες, Μαγειρική της Αντιγόνης Μεταξά, να τις προωθήσουμε…
«Όχι και μαγειρική, εγκυκλοπαίδεια ήτανε, της θείας Λένας!»
Ρε ότι κι αν ήτανε, αυτή η θείτσα που λες μας έριξε τα πάκια! Πρόσβαρο έργο!
Στο διαμέρισμα δεν είχαμε κεντρική θέρμανση, τέτοια υπήρχαν τότε μόνο στην Αγγελάκη, που έμενε η αριστοκρατία…
«Ο Ηλίας Πετρόπουλος λέει πως παλιά εκεί ήταν τα μπουρδέλα της πόλης, μετά έχτισαν τα μέγαρα και τα κατοίκισαν οι καθηγητές πανεπιστημίου…»
Αυτό δεν το γνωρίζω, εγώ την Αγγελάκη την είδα δρόμο πολυτελείας… Εμείς, όμως, στην Κασσάνδρου, είχαμε μονάχα μια σόμπα, με ξύλα. Αλλά που να βρεις ξύλα στο κέντρο της πόλης; Μάζευα κι εγώ όσες παλιοεφημερίδες μπορούσα, τις στούμπωνα μέσα και κάθε πρωί άναβα ένα σπίρτο και ΜΠΟΥΦ – ένα λεπτό κρατούσε η φωτιά, ίσα να απλώσουμε τα χέρια τα παγωμένα να ξεπαγώσουν, για να μπορέσουμε να ντυθούμε…
Αλλά το πάτωμα είχε μωσαϊκό. Μόλις έβγαινα από τα ρούχα, χειμώνα καιρό, πώς να πατήσω κάτω; Ισορροπούσα κι εγώ πάνω στα παπούτσια, μέχρι να βάλω κάλτσες, να φορέσω το παντελόνι και ν’ ανάψω τη σόμπα… Αλλά μας έσωσε και πάλι η Αγγελάκη!
Μια μέρα που είχα σχολάσει από τη νυχτερινή βάρδια στο πεθαμενατζίδικο περνούσα από κει για να πάω στη σχολή και σ’ έναν ημιώροφο, τι να δω; Μια άσπρη φλοκατίτσα, μικρή αλλά παχιά παχιά, τα φλόκια κρεμόντουσαν πλούσια… Κοιτάζω γύρω, κανείς. Ρίχνω έναν πήδο, ούτε ο Γκάλης στα ντουζένια του δεν πηδούσε τόσο ψηλά! Την αρπάζω, παραμάσχαλα – και δρόμο, της εξαφανίσεως!
Ξυπνούσα από τότε το πρωί και πατούσα τα γυμνά μου πόδια πάνω στην άσπρη φλοκάτη – ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
Αλλά είχαμε λάσπες μέσα στο διαμέρισμα, γιατί δεν υπήρχε πατάκι στην εξώπορτα…
«Το πιάσαμε, απαλλοτριώσατε ένα από κάποια πολυκατοικία της Αγγελάκη!»
Μάγος είσαι; Αλλά είχαμε πλάκα στις μετακομίσεις… Καθένας είχε ένα ντιβάνι, απ’ αυτά με τις σούστες και τις λάμες, με το στρώμα του. Όταν μετακομίζαμε λοιπόν, πιάναμε δύο το ντιβάνι, ένας από το κεφάλι κι ένας από τα πόδια, πάνω ήταν η βαλιτσούλα με κάτι ρουχαλάκια –κι αυτό ήταν όλο! Εσύ, γιατρέ, χρειάστηκες τριαξονικό για να μεταφέρεις την προίκα της φοιτήτριας στην Ξάνθη…
«Και παραλίγο να μη χωρέσει…»
Θυμάμαι την πρώτη μέρα της χούντας, 21η Απριλίου… Βγήκα στη στάση, στην Εγνατία, για να πάρω το λεωφορείο για τη δουλειά, είχα αρχίσει τότε και δούλευα σε οικοδομή. Ο κόσμος να μαζεύεται και πουθενά λεωφορείο. Λέω, ας πάω παρακάτω, παντού το ίδιο. Λίγο λίγο έφτασα στο Βαρδάρη, που ήταν τότε μια στρογγυλή χωμάτινη πλατεία, τα αυτοκίνητα πήγαιναν κυκλικά, ώσπου να στρίψουν για όπου ήθελαν. Τέτοια χωμάτινη στρογγυλή πλατεία υπήρχε και στη ΧΑΝΘ, εκεί μάλιστα έστηνε τις εγκαταστάσεις του το τσίρκο, που ερχόταν τότε στη Θεσσαλονίκη…
Στο Βαρδάρη λοιπόν, στη μέση της πλατείας, είδα το πρώτο τανξ, με το πολυβόλο και τη δεσμίδα τις σφαίρες έτοιμη… Κανείς δε μιλούσε, κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί… Λέω, θα πάω στο Πανεπιστήμιο, εκεί θα μάθω. Παίρνω πάλι την Εγνατία, από την ανάποδη, και φτάνω στο Συντριβάνι. Εκεί βλέπω να έρχεται από τη Φιλοσοφική, ένα μαύρος φοιτητής, σε έξαλλη κατάσταση. Τον ρωτάω τι συμβαίνει – Φράνκο, Φράνκο φωνάζει αυτός και εξαφανίζεται. Τότε συνειδητοποίησα ότι έγινε πραξικόπημα.
Βλέπω λοιπόν τον κόσμο να συνωστίζεται στους φούρνους, για ψωμί. Αρχίζω να τρέχω κι εγώ προς τη γειτονιά, σε κάθε φούρνο μπροστά γινόταν διαδήλωση… Λέω, θα πάω Ολύμπου και Πλάτωνος, εκεί υπήρχε ένας φούρνος και από πάνω έμενε ο Τάσος ο Ψαράς, αυτός που έγινε μετά σκηνοθέτης και γύρισε το Μελισσοκόμο…
«Σιγά μη γύρισε και το Θωρηκτό Ποτέμκιν! Το Εργοστάσιο γύρισε»
Α μπράβο, αυτό! Ο Τάσος λοιπόν τους ήξερε καλά τους φουρναραίους, υπολογίζαμε ότι θα έκανε κάτι να πάρουμε κι εμείς ψωμί – στο μεταξύ, ξέχασα να σας πω, είχαμε συναντηθεί με τους άλλους δύο και φτάσαμε στο φούρνο τριάδα. Πανικός απέξω! Βάζουμε τις φωνές από κάτω, βγαίνει ο Τάσος στο μπαλκόνι. – Ελάτε πάνω ρε μαλάκες, κανόνισα!
Είχε πάρει ψωμί για όλους, εφτά καρβέλια!
Μη νομίσετε ότι στην παρέα μας ήταν τυχαίοι! Εκτός από τον Βαγγέλη τον οδοντίατρο και τον Τάσο το σκηνοθέτη, ήταν κι ο Μανόλης ο Διαθεσόπουλος, σήμερα κορυφαίος στο διπλωματικό σώμα… Αυτός έγραφε το Μανόλης με όμικρον, στη δημοτική, γιατί τότε όποιος έγραφε στη δημοτική σα να έλεγε εγώ είμαι αριστερός, αλλά κρατούσε και μια πισινή… – Είσαι αγράμματος, Διαθεσόπουλε! γκάριζε ο φιλόλογος στο Γυμνάσιο, ούτε το όνομά σου δεν ξέρεις να γράφεις σωστά!
Τον είδα πριν τρία – τέσσερα χρόνια στην Τσιμισκή, με το μαλλί του το μπόλικο, κοντός, κουστουμάτος, με μια δερμάτινη τσάντα… Μόλις με βλέπει, ορμάει και με αγκαλιάζει, τρομάξαμε να ξεκολλήσουμε! Υπηρετούσε τότε στη Μαδρίτη, τώρα δεν ξέρω που βρίσκεται.
Αλλά το αστέρι ήταν αυτός που έχει πεθάνει, ο Νίκος ο Χαλέβας. Έγραφε, έγραφε… Σου έχω πει εσένα, ήταν αυτός που έστειλε στον Αντονιόνι το σενάριο του Blow up.
«Σοβαρολογείς;»
Βεβαίως. Ήρθε ο Αντονιόνι στην Αθήνα τότε, κατέβηκε ο Νίκος να τον συναντήσει, στο Χίλτον. Έγινε τότε κι ένα ωραίο, μου το διηγήθηκε ο Νίκος μετά.
Φάγανε στο εστιατόριο του Χίλτον και μετά φέρνει ο σερβιτόρος το γλυκό και ένα μήλο. Προς μεγάλη του έκπληξη ο Νίκος βλέπει τον αριστοκράτη Αντονιόνι να καρφώνει το μήλο με το πιρούνι και μετά να το καθαρίζει, περιστρέφοντάς το πάνω στην κόψη του μαχαιριού. Κώλωσε το παιδί… Δεν τολμούσε να κάνει το ίδιο, αλλά που να αφήσει το μήλο να πάει χαμένο; Λέει λοιπόν ότι θέλει να πάει τουαλέτα, βουτάει το μήλο και το παίρνει μαζί του…
Αλλά μια και τόφερε η κουβέντα, να σας πω και για ένα ακόμα σκηνικό, μια προσπάθεια που έκανα μπας και κονομήσουμε κανένα φράγκο. Καθόμαστε οι τέσσερις συγκάτοικοι τότε στην Αρμενοπούλου, πίσω από τη Μελενίκου. Στο μπαλκόνι εμείς, καλοκαιράκι, στο μπαλκόνι τους και εφτά άλλοι, από την απέναντι οικοδομή, συγκάτοικοι και επισκέπτες. Εγώ φορούσα μια σκελέα, και ένα ψαθάκι. Τις ξέρετε τις σκελέες, εκείνα τα σώβρακα μέχρι το γόνατο…
Με πειράζανε που είχα βγει έτσι στο μπαλκόνι – και μου κατεβαίνει μια ιδέα: -Βάζετε ρε, στοίχημα ότι θα πάω έτσι, με τη σκελέα, από τη Μελενίκου ως το περίπτερο της Εθνικής Αμύνης, θα πάρω τσιγάρα και θα έρθω πίσω; – Τι στοίχημα; – Ένα πενηνταράκι ο καθένας!
Δεν πίστευαν ότι θα το κάνω, μαζεύουν τρεισήμισι δραχμές και τις φέρνουν απέναντι. Στο μεταξύ έπεφτε δούλεμα, σιγά μην κατέβεις κλπ. Μόλις έφτασαν τα λεφτά, μια και δυο κατεβαίνω!
Στην Αρμενοπούλου υπήρχε τότε μια καφετέρια, η «Μπάμπολα Νέρα» και ήταν γεμάτη κόσμο. Μόλις με είδαν αυτοί να περνάω καμαρωτός με τη σκελέα και το ψαθάκι, άρχισαν να σφυρίζουν, να φωνάζουν. Φανταστείτε τώρα, ένας σκελετός με μακρύ σώβρακο, έτοιμο να πέσει, στο δρόμο. Σταματάω κι εγώ, κι αρχίζω να παίρνω πόζες, σα μποντιμπιλνεράς – μασίστες τους λέγαμε τότε… Έγινε χαμός! Χειροκροτήματα, φωνές… Παίρνω από κάτω ένα ξυλαράκι και κάνω ότι το σηκώνω, άρση βαρών. Δεν τους έμεινε άντερο από τα γέλια! Βγαίνει κι ο κόσμος στα μπαλκόνια ένα γύρω, αρχίζουν και πετάνε κέρματα! Δε χάνω την ευκαιρία, βγάζω το ψαθάκι που φορούσα και λέω: – Ρίχτε, και θα σας κάνω κι άλλα! Άρχισαν να πέφτουν σύννεφο τα πενηνταράκια, οι κοσάρες -είχαν και τρύπα στη μέση – μέχρι και ολόκληρες δραχμές έπεσαν! Σχεδόν το ξεχείλισα το ψαθάκι.
Μόλις τέλειωσα τα νούμερα, γραμμή Μελενίκου και στο περίπτερο της Εθνικής Αμύνης, αυτό που είναι τώρα έξω από τη Φιλοσοφική. – Ένα πεντάρι, λέω στον περιπτερά, δηλαδή ένα πακετάκι με πέντε τσιγάρα σκέτα, αυτά καπνίζαμε τότε, λόγω απενταρίας. Ο άνθρωπος με κοιτάζει από μέσα και μένει κόκκαλο, έβλεπα το χέρι του να ψάχνει στα τυφλά τα ράφια… Παίρνω τα τσιγάρα και επιστρέφω στο σπίτι, νικητής και τροπαιούχος!
Τα κέρδη από το στοίχημα και την παράσταση, τα μοιράσαμε στα τέσσερα, μεταξύ μας.
(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)