Γράφει από μικρή. Το πρώτο της βιβλίο με τον τίτλο Ιστορίες απ᾽όλον τον κόσμο μου (Κίχλη, 2017) τιμήθηκε με το «Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη» της Εταιρείας Συγγραφέων. Με ένα ιδιαίτερο χάρισμα, αρκεί να προσέξει κανείς τις λέξεις, τους ήρωές της, τις δεσμίδες φωτός με το παρελθόν και το μέλλον, το διεισδυτικό βλέμμα που γίνεται δωρική φαντασία. Η Παυλίνα Μάρβιν είναι ένας ταλαντούχος άνθρωπος, με έντονη δραστηριότητα στο χώρο του βιβλίου και πλέον και του θεάτρου.
Με καταγωγή από τη Σύρο κι έχοντας πετύχει την πνευματική ενηλικίωσή της στην Αθήνα, όπως ήθελε – συναντώντας και μοιράζοντας γραπτά, σκέψεις και όνειρα με ανθρώπους που ξεχώριζε και θαύμαζε- δεν έχει πάψει ποτέ να διεκδικεί τον πιο κυριολεκτικό χώρο ελευθερίας για όσους θέλουν να υπάρχουν χωρίς να εκπίπτει ο δρόμος τους.
Είτε απευθύνεται στο ενήλικο αναγνωστικό κοινό είτε σε παιδιά, η Παυλίνα Μάρβιν περιβάλλει, κάθε φορά, με μια ιερότητα την πρόθεσή της. Και δεν είναι μόνο αυτό που διευρύνει την αποδοχή της. Περισσότερο από όλα είναι η άφθαρτη αλήθεια της.
Συνέντευξη
Χρόνης Διαμαντόπουλος
-Ποια η σχέση σας με τη γραφή και συγκεκριμένα με την ποίηση μέχρι να ενηλικιωθείτε και τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους;
Έγραφα πολύ από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, σε τετράδια, ημερολόγια, στα σχολικά θρανία. Παρατηρούσα, επίσης, τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μου που έγραφαν– τον νονό μου, τη μητέρα μου ─ και τη γιαγιά μου, που της άρεσε πολύ η ποίηση και δεν έχει καν τελειώσει το σχολείο. Καταλάβαινα πως μέσα από τη γραφή συμβαίνει κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Έγραφα αμέτρητα γράμματα στις φίλες μου και αυτές το ίδιο. Σκάρωνα αυτοσχέδιες μικρές εκδόσεις και ζητούσα από συγγενείς και φίλους να φιλοτεχνήσουν τα εξώφυλλα. Πειραματιζόμουν πολύ με την ομοιοκαταληξία και στο μαθητικό δίλημμα των τάξεων του δημοτικού «έκθεση ή ποίημα» η απάντηση ήταν πάντοτε «ποίημα». Μια ανθολογία ΒΙΠΕΡ με είχε ενθουσιάσει, όπως και η ποιητική ανθολογία του θανάτου σε επιμέλεια των Βαρβέρη – Παπαγεωργίου που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου, όταν έκλεισα τα δεκατέσσερα. Στα δεκαπέντε μου, βρέθηκα στην Βουλή των Εφήβων και ξεκίνησα την εισήγησή μου, περπατώντας προς το βήμα και απαγγέλλοντας μεγαλόφωνα λίγους στίχους από τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη: «Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά\σ’ αυτά που ‘ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά\κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα\τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα».
Ο Πρόεδρος της έδρας είπε: «Η κυρία περιπατητική παρακαλώ να σταματήσει». Δεν είχαμε και τόσα ποιητικά βιβλία στο σπίτι, και τα λίγα, όμως, την έκαναν καλά τη δουλειά τους. Συνδέθηκα, νομίζω, πιο πολύ με την ποίηση μέσα από το τραγούδι. Με απασχολούσε το rap και ιδιαίτερα το low bap στις αρχές του 2000 που μόλις είχα πάει γυμνάσιο, ζήλευα τους στίχους που έγραφε ο Σαββόπουλος, με καθόρισαν, σε ό,τι αφορά στην αφήγηση και τον ρυθμό, τα παραμύθια που μου αφηγήθηκαν και οι δυο γιαγιάδες μου, η Μικρασιάτισα και η Κύπρια. Τη χρονιά που ενηλικιώθηκα ήρθα σε επαφή με τη δουλειά της Λένας Πλάτωνος και άκουσα για πρώτη φορά την Ελένη Βακαλό να απαγγέλει το ποίημά της «Πρώτο επεισόδιο» ─ αυτή ήταν η πρώτη συνειδητή μου επαφή με την ποίηση. Τότε κατάλαβα πως είναι μια σχέση που θα κρατήσει.
–Την περίοδο των σπουδών σας σε τι διαπιστώσεις καταλήξατε σχετικά με την τέχνη που αποφασίσατε να υπηρετήσετε;
Πρώτα απ’ όλα, βαρέθηκα να κάθομαι μόνη μου με την τέχνη, όπως την καταλάβαινα τότε, και άρχισα να ψάχνω ανθρώπους για να μοιραστώ τα ποιήματα, τα βιβλία, την αγάπη για το θέατρο, τη μουσική. Ήμουνα κάπως δειλή και δεν επιδίωξα με σθένος να βρεθώ σε μια καλλιτεχνική σχολή, ενώ αυτό στ’ αλήθεια αναζητούσα. Όχι, βέβαια, πως έχουμε και πολλές καλλιτεχνικές σχολές στη χώρα μας, που τόσο υποτιμάει τις καλλιτεχνικές σπουδές. Λειτούργησαν, ευτυχώς, τα πράγματα, κατάλαβα πως οι συλλογικές διερευνήσεις είναι το ίδιο σημαντικές για εμένα με τις απαραίτητες μοναχικές σε ό,τι αφορά στη δημιουργική διαδικασία. Νιώθω τυχερή που παρακολούθησα από τόσο κοντά τα πρώτα χρόνια του περιοδικού Τεφλόν, που έκανα κάποιες μεταφραστικές απόπειρες, ενώ δεν είμαι καθόλου καλή στη μετάφραση, που για δύο χρόνια ζυμώθηκα στο ποιητικό εργαστήριο του Ιδρύματος Τάκη Σινόπουλου μαζί με παιδιά της ηλικίας μου που τα απασχολούσαν παρόμοια θέματα. Οι πρώτες μου σπουδές δεν με ικανοποίησαν.
Περίμενα πως η Φιλοσοφική θα ήταν πιο δημιουργική, πιο ευφάνταστη, πιο βιωματική και σίγουρα πιο συνδεδεμένη με την τέχνη. Δεν ήταν, κι όμως ό,τι μου έδωσε παραμένει ανεκτίμητο. Με γείωσε κι αυτό το είχα ανάγκη ─ οι σπουδές στην ιστορία με έφεραν σε επαφή με την πραγματικότητα και οι φοιτητικοί αγώνες, που από μακριά προσέγγιζα τότε, με υποψίασαν για τη δική μου πραγματικότητα. Η φοιτητική ομάδα θεάτρου ήταν γεμάτη και τις τρεις φορές που προσπάθησα δεν μπόρεσα να γραφτώ.
Ήθελα να βλέπω περισσότερες παραστάσεις από μία τον μήνα, όμως ήταν αρκετά ακριβές για τα δεδομένα μου. Χρειαζόμουν δημιουργικές ομάδες ανθρώπων για να επιβιώσω ─ έτσι κι έγινε, τις βρήκα. Η Αθήνα με δυσκόλεψε απίστευτα και πιο πολύ ακόμα με ευνόησε: μια πόλη με αμέτρητα ερεθίσματα και ανθρώπους που δεν παύουν ποτέ να σκέφτονται και να δημιουργούν.
–Η Φιλοσοφική δηλαδή τι αποτύπωμα άφησε;
Δεν έχω τελειώσει με τη Φιλοσοφική, σχεδόν δεκαοκτώ χρόνια δεν έχω φύγει παρά ελάχιστα από εκείνη. Πέρσι, ολοκλήρωσα τη διατριβή μου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και τώρα εργάζομαι στο Εργαστήριο Ιστορίας του Βιβλίου, που το διευθύνει η καθηγήτριά μου Άννα Καρακατσούλη. Δουλεύω, μεταξύ άλλων, για την ψηφιακή πλατφόρμα ΒΙΒΛΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ που αποτελεί την πρώτη χαρτογράφηση εκδηλώσεων βιβλίου ανά την Ελλάδα. Επισκέπτομαι τακτικά την καινούρια βιβλιοθήκη για να γράψω κείμενα, αν και δεν είναι επαρκώς ενημερωμένη ─ στα θέματα, τουλάχιστον, με τα οποία καταπιάνομαι εγώ. Περνάω με συγκίνηση από τον 6ο όροφο αν και δεν έχω κάποια δουλειά εκεί, για να χαζέψω το πρώην σπουδαστήριο Ιστορίας και το τότε γραφείο του αγαπημένου μου καθηγητή, Αντώνη Λιάκου, όπου γίνονταν τα φοβερά σεμινάρια για την ουτοπία, την αποικιοκρατία, τις μεταποικιακές σπουδές. Εκεί έμαθα να σκέφτομαι αλλιώς. Κάθε χρόνο και κάτι καινούριο. Την αγαπάω βαθιά τη Φιλοσοφική και θα ήθελα πολύ να μου δοθεί η ευκαιρία να συνεχίσω την εργασία μου και στη διδασκαλία και την έρευνα. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες που τόσο έχουν παραμεληθεί ─ελάχιστα κονδύλια επενδύονται─ μας είναι απαραίτητες και επείγει να συναντηθούν με όλες τις άλλες επιστήμες μήπως και βιώσουμε κάποια στιγμή έναν πιο ανθρώπινο κόσμο.
–Ήταν εύκολη η προσέγγιση ανθρώπων που θα αντιμετώπιζαν δίκαια δείγμα της γραφής σας και θα σας ενθάρρυναν;
Δεν θυμάμαι να ήταν δύσκολη, παρότι δεν γνώριζα εκ των προτέρων κανέναν από αυτό τον χώρο. Πρώτα απευθύνθηκα σε ποιήτριες και ποιητές μεγαλύτερης ηλικίας, που εκτιμούσα. Έστειλα γράμμα στον Γιάννη Βαρβέρη, όταν ήμουν δεκαεννέα ετών. Μου απάντησε γραπτώς και με πήρε τηλέφωνο σχεδόν αμέσως. Έγραψα στην Τζένη Μαστοράκη, μου απάντησε με μια κάρτα.
Στο Ίδρυμα Τάκη Σινόπουλου, όπου σπούδασα, μας επισκέφθηκαν με πρωτοβουλία των εκεί δασκάλων μας, ο Αργύρης Χιόνης, ο Αντώνης Ζέρβας, η Κική Δημουλά και όλοι τους αφιέρωσαν χρόνο και σχολίασαν τα γραπτά μας. Δεν ένιωσα μόνη μου σε ό,τι αφορά στους δημιουργούς. Αντιθέτως, ένιωσα εντελώς χαμένη και δυσκολεμένη, όταν ξεκίνησα τις προσπάθειές μου για να βρω έναν εκδοτικό οίκο που θα τον ενδιέφερε η δουλειά μου και θα με ενδιέφερε και εμένα η δική του.
–Πώς θα περιγράφατε την περίοδο που εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο;
Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε, όταν ήμουν 29 ετών και καθυστέρησε ιδιαίτερα ─ το είχα ολοκληρώσει όταν ήμουν 23, ήδη είχα ξεκινήσει και προχωρήσει στο δεύτερο και στο τρίτο. Ήταν μια πάρα πολύ απαιτητική περίοδος στην προσωπική μου ζωή, αλλά σίγουρα η χαρά για το βιβλίο ήταν μεγάλη. Οργάνωσα την παρουσίαση με ενθουσιασμό∙ οι «Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου» παρουσιάστηκαν το ίδιο απόγευμα που βγήκαν από το τυπογραφείο. Τις υποδεχθήκαμε όλοι στην οδό Μάγερ, στο κατάμεστο Concerto Café, στις 10 Ιανουαρίου 2017, με χιόνι. Καμιά δεκαριά δικοί μου άνθρωποι, συγγραφείς και φίλοι, απάντησαν σε μια ερώτηση (διαφορετική για τον καθένα, σχετική με το περιεχόμενο του βιβλίου και με τη διαδικασία της δημιουργίας του) που τους είχα θέσει εκ των προτέρων. Δεν ήξερα τις απαντήσεις, τις άκουσα, για πρώτη φορά όπως όλοι, εκείνο το βράδυ. Έτσι ήθελα να γίνει, σαν παιχνίδι. Και την άλλη μέρα το πρωί πετούσα για Βερολίνο ─ έμεινα εκεί κάποιους μήνες προσπαθώντας να δώσω συνέχεια στην έρευνα για τη διατριβή μου. Το βιβλίο, στο μεταξύ, ταξίδεψε κι αυτό, έκανε τις δικές του διαδρομές, και μπορώ να πω πως αγαπήθηκε. Αυτό μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω.
–Μπορούν σήμερα οι συγγραφείς να νιώθουν ασφαλείς σε μια χώρα όπως η Ελλάδα σχετικά με τον βιοπορισμό τους;
Με τίποτα, και γι’ αυτό οφείλουμε να διεκδικήσουμε πράγματα. Έχουμε συνηθίσει, κατά κύριο λόγο, να βιοποριζόμαστε (με δυσκολία, έτσι κι αλλιώς, οι περισσότερες και οι περισσότεροι) από δουλειές εντελώς άσχετες με τη συγγραφή. Πολλές και πολλοί από εμάς δεν έχουν καν συμβόλαια για τα βιβλία τους. Η θεσμική υποστήριξη για πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αν εξαιρέσεις τα λίγα χρήματα που συνοδεύουν το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου. Κονδύλια για τις μεταφράσεις δεν υφίστανται. Ούτε και χρηματοδοτήσεις για να ταξιδέψουν οι συγγραφείς εκτός Ελλάδας και να προωθήσουν τη δουλειά τους. Οι εκδότες αποφεύγουν σε μεγάλο βαθμό κάτι που δεν θα πουλήσει ιδιαίτερα ─ και η ποίηση ανήκει σε τούτη την κατηγορία. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου έχει κλείσει εδώ και μια δεκαετία. Χρειάζεται μέσα από πρωτοβάθμια σωματεία και με όποιον άλλο τρόπο (κείμενα, ακτιβισμό, καμπάνιες) να διεκδικήσουμε ό,τι είναι απαραίτητο και ό,τι μας αναλογεί. Είναι θέμα επαγγελματισμού και φροντίδας του ελληνικού βιβλίου και των δημιουργών του.
–Ποιες στιγμές της μέχρι τώρα πορείας σας θεωρείτε κομβικές;
Σε ό,τι αφορά στη συγγραφή; Στην ενήλικη ζωή, την εισαγωγή μου στο διετές εργαστήριο του Ιδρύματος Τάκη Σινόπουλου, τη δημιουργία του Τεφλόν, τη γνωριμία μου με την αδελφική μου φίλη και ποιήτρια Δανάη Σιώζιου, τον έρωτα με τα γραπτά της Αλεξάνδρας Πλαστήρα, την αρχή της φιλίας μου με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη και την συμμετοχή μου στο «με τα λόγια (γίνεται)» από το 2011, την συνάντησή μου με την εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη και την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου από τις Εκδόσεις Κίχλη, την σύντομη ζωή μου στο Βερολίνο και την πρώτη επαφή με τους λογοτεχνικούς θεσμούς εκεί, τη δημιουργία του πρώτου φεστιβάλ λογοτεχνικής performance στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, το σταθερό μοίρασμα ποιημάτων και ανησυχιών με την αδελφή μου Νάντη, την συνεργασία μου με τους μεταφραστές κειμένων μου σε άλλες γλώσσες, την πρώτη εξόρμηση της ομάδας συγγραφέων εκτάκτου ανάγκης γραφούλες και το πρώτο φεστιβάλ για το φύλο και τη λογοτεχνία όπως το οργάνωσαν οι Μωβ Μέδουσες… Είναι πολλά, και η κάθε αρχή και στιγμή έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία.
–Τις διακρίσεις πώς τις αντιμετωπίζετε;
Σαν ένα ενθαρρυντικό σημάδι, μια ώθηση, χαρά και αναγνώριση ─ δίχως να λείπει, ενίοτε, ο σκεπτικισμός αναφορικά με την προέλευση των διακρίσεων, η κατανόηση του συγκυριακού χαρακτήρα του όλου πράγματος και η παραδοχή πως πρακτικά δεν έχουμε ούτε είχαμε ιδιαίτερη υποστήριξη.
–Είστε πολυπράγμων. Πρόσφατα στους τίτλους σπουδών σας προστέθηκε κι αυτός της Σκηνοθεσίας από το Εθνικό Θέατρο. Πού αισθάνεστε περισσότερο πλήρης;
Όπου υπάρχει η δυνατότητα για ελεύθερη δημιουργική σκέψη και συλλογική ή μοναχική καλλιτεχνική εργασία σε βάθος. Στο Εθνικό Θέατρο, πήγα με την πρόθεση να υπηρετήσω τον ποιητικό λόγο επί σκηνής, όπως φανταζόμουν πως θα ήταν σκόπιμο. Δεν διαφοροποιείται, λοιπόν, μέσα μου το είδος της εργασίας στην πραγματικότητα ─ είναι άλλη μια εκδοχή της ανάγκης και της αγάπης για την ποίηση στη ζωή μας.
–Επόμενα σχέδια;
Δουλεύω εδώ και κάποια χρόνια πάνω σε ένα ποιητικό βιβλίο με το οποίο έχω συνδεθεί πολύ και δεν ξέρω πότε θα τελειώσει. Θα ήθελα να εκδώσω κάποιες από τις ιστορίες που έχω γράψει για παιδιά. Τον Μάιο, με το καλό, θα ανέβει ξανά, με διορθώσεις, η παράστασή μας που έχει αφιερωθεί στο έργο της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου. Με την παιδική μου φίλη και ηθοποιό Ειρήνη Βουρλάκου εργαζόμαστε εδώ και κάποιους μήνες στη δραματουργία για ένα θεατρικό έργο που αφορά στη γυναικεία φύση και αυτό με έχει απασχολήσει ιδιαίτερα. Σε μερικούς μήνες θα πραγματοποιηθεί, με το καλό, το δεύτερο φεστιβάλ των Μωβ Μεδουσών, με επίκεντρο το φύλο και τη λογοτεχνία. Ετοιμάζω, επίσης, αυτό τον καιρό μια διάλεξη που θα παρουσιαστεί σε ημερίδα για την απερίγραπτα εμπνευστική και αγαπημένη μου διανοούμενη Μυρσίνη Ζορμπά, που έφυγε από τη ζωή πριν ένα χρόνο περίπου, έχοντας εργαστεί σε όλη της τη ζωή με παραδειγματική ευφυΐα, αφοσίωση και κοινωνική ευαισθησία για το βιβλίο και εκείνο που πολύ εύστοχα χαρακτήριζε ως «πολιτισμική δημοκρατία». Φαίνεται πως μέχρι το καλοκαίρι θα βρίσκεται σε λειτουργία και το νέο μας σωματείο, το «Δίκτυο Συγγραφέων», που δημιουργείται για να υπηρετήσει ανάγκες επείγουσες αναφορικά με τα δικαιώματα των ανθρώπων του ελληνικού βιβλίου.
*Φωτογραφία Dirk Skiba
Αναδημοσίευση από το Libre.gr