Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, δεν είναι όσο κινητικά δραστήρια θα έπρεπε και περνούν πολύ χρόνο μπροστά στις οθόνες, δύο συμπεριφορές με αρνητικές συνέπειες στην υγιή ανάπτυξή τους. Την ίδια ώρα, ερευνητές διαπιστώνουν ότι τα κράτη στην Ευρώπη δεν έχουν δημιουργήσει εθνικές πολιτικές για να θωρακίσουν τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη υγεία των μελλοντικών πολιτών τους.
Το 2019 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξέδωσε για πρώτη φορά 24ωρες οδηγίες που αφορούν στη σωματική κίνηση των παιδιών κάτω των πέντε ετών δίνοντας κατευθυντήριες γραμμές για τρεις συμπεριφορές άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους: τη φυσική δραστηριότητα, τις καθιστικές συμπεριφορές (με έμφαση στον χρόνο οθόνης) και τον ύπνο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις οδηγίες, ένα παιδί κάτω των πέντε ετών για να αναπτυχθεί υγιώς θα πρέπει να έχει καθημερινά τουλάχιστον τρεις ώρες φυσικής δραστηριότητας, με μία από αυτές τις ώρες να είναι μέτρια προς έντονη. Επίσης, να μην περνάει καθόλου χρόνο μπροστά σε οθόνες αν είναι ηλικίας έως δύο ετών και να μην έχει πάνω από μία ώρα την ημέρα χρόνο οθόνης στην ηλικία των 2-5 ετών. Τέλος, να έχει 10-13 ώρες το 24ωρο ποιοτικού ύπνου στην ηλικία των 3-5 ετών (12-17 ώρες για τα βρέφη κάτω του έτους και 11-14 ώρες για τα παιδιά 1-3 ετών).
Πριν από την έκδοση των οδηγιών είχε προηγηθεί η διαπίστωση ότι ένας κοινός μύθος έχει καταρριφθεί. Tα παιδιά βρεφικής και προσχολικής ηλικίας, σε όλο τον κόσμο, δεν είναι πλέον επαρκώς κινητικά δραστήρια και ο σημερινός τρόπος ζωής τα έχει εγκλωβίσει σε μη εποικοδομητικές καθιστικές συμπεριφορές και κυρίως σε πολύ χρόνο μπροστά σε οθόνες.
Στην Ελλάδα έρευνες επιστημονικών ομάδων, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια της Σχολής Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του ΕΚΠΑ, Φωτεινή Βενετσάνου, που δημοσιεύθηκαν το 2019 και το 2020, σχημάτισαν την ίδια εικόνα: τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν είναι επαρκώς σωματικά δραστήρια και μάλιστα τα Σαββατοκύριακα που περνούν ελεύθερο χρόνο με τους γονείς τους η σωματική δραστηριότητα είναι χαμηλότερη σε σχέση με τις καθημερινές που πηγαίνουν σχολείο. Επίσης, τρία στα δέκα παιδιά περνούν πάνω από δύο ώρες την ημέρα μπροστά σε οθόνες. Μάλιστα, διαπιστώθηκε ότι ο χρόνος οθόνης καθορίζει τη σωματική δραστηριότητα.
«Ψάξαμε αν καθορίζει τη σωματική δραστηριότητα το μορφωτικό ή το οικονομικό επίπεδο των γονιών και ο δείκτης μάζας σώματος των παιδιών. Τίποτα από αυτά δεν έδειχνε συνεπή σχέση, εκτός από τον χρόνο οθόνης που φαίνεται ότι καθορίζει τη σωματική δραστηριότητα. Δηλαδή φαίνεται ότι καθώς ο χρόνος οθόνης αυξάνεται, η σωματική δραστηριότητα μειώνεται, με αποτέλεσμα τα παιδιά να χάνουν την έμφυτη τάση τους να είναι κινητικά δραστήρια», εξηγεί η κ. Βενετσάνου μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ωστόσο, η μείωση της σωματικής δραστηριότητας έχει επιπτώσεις στην ευρύτερη ανάπτυξη των παιδιών. «Ένας πολύ μεγάλος όγκος ερευνών καταδεικνύει τη σπουδαιότητα της φυσικής δραστηριότητας ιδιαίτερα γι’ αυτή την ηλικία. Καθώς η κίνηση αποτελεί έκφραση και επίκεντρο της ζωής των παιδιών, μέσα από την κίνηση και το σώμα τους, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αντιλαμβάνονται τον κόσμο γύρω τους, γι’ αυτό η κίνηση συμβάλλει πάρα πολύ και στη γνωστική και στη συναισθηματική τους ανάπτυξη. Οπότε η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών. Ειδικά με τις οθόνες δέχονται πάρα πολλές πληροφορίες, τις οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν μπορούν να επεξεργαστούν με αποτέλεσμα να έχουμε μπλοκάρισμα πολλών λειτουργιών τους», επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΕΚΠΑ.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι συγκεντρωτική ανάλυση ερευνητών με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Γουόλονγκονγκ στην Αυστραλία διαπίστωσε ότι περίπου το 75% των παιδιών προσχολικής ηλικίας στην Ευρώπη δεν πληρούσαν τις κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ, με το ποσοστό να είναι πιθανό να είναι ακόμα υψηλότερο σε ορισμένες υποομάδες του πληθυσμού, όπως τα παιδιά με χρόνιες παθήσεις ή/και αναπηρία. Η έρευνα διεξήχθη πριν από την πανδημία του κορονοϊού, με τους ερευνητές να σημειώνουν ότι από τότε λίγα άλλαξαν και μάλιστα προς το χειρότερο, καθώς τα μέτρα περιορισμού μείωσαν περαιτέρω τη φυσική δραστηριότητα και αύξησαν τον χρόνο που περνούσαν τα παιδιά μπροστά στις οθόνες.
—
Οι επίσημες πολιτικές για τα παιδιά
—
Πέντε χρόνια μετά την έκδοση των 24ωρων οδηγιών του ΠΟΥ, μέλη της διεθνούς ερευνητικής ομάδας SUNRISE, μεταξύ των οποίων η κ. Βενετσάνου στην Ελλάδα, αξιολόγησαν την εφαρμογή των οδηγιών σε 13 χώρες της Ευρώπης: την Ελλάδα, την Αλβανία, την Αγγλία, το Βέλγιο, την Ισπανία, την Ολλανδία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρωσία, τη Σκοτία, τη Σουηδία, την Τουρκία και την Φινλανδία. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «The Lancet».
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές εξέτασαν τρεις τομείς: κατά πόσο τα κράτη έχουν υιοθετήσει αυτές τις οδηγίες (ή έχουν δημιουργήσει δικές τους), εάν έχουν οργανώσει ένα σύστημα παρακολούθησης των συμπεριφορών σωματικής κίνησης των παιδιών και εάν εφαρμόζουν συγκεκριμένες πολιτικές σε αυτό το ζήτημα.
Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών που μελετήθηκαν δεν έχουν υιοθετηθεί οι οδηγίες του ΠΟΥ και δεν υπάρχουν εθνικές 24ωρες οδηγίες για τα παιδιά κάτω των πέντε ετών, με μοναδική εξαίρεση την Πορτογαλία και τη Φινλανδία και από το Βέλγιο μόνο στη Φλάνδρα. Επίσης, παρακολούθηση της τήρησης των 24ωρων οδηγιών γίνεται μόνο στη Φινλανδία και μόνο για τα παιδιά 4-6 ετών. Οι ερευνητές σημειώνουν, μάλιστα, ότι η έλλειψη επιτήρησης των συμπεριφορών κίνησης των παιδιών σημαίνει ότι αυτά τα προβλήματα στις συνήθειες των μικρών παιδιών είναι στην πραγματικότητα αόρατα και η έλλειψη ορατότητας οδηγεί σε αδράνεια της πολιτικής. Τέλος, σχεδιασμός και υλοποίηση πολιτικών για την τήρηση των 24ωρων οδηγιών δεν εντοπίστηκε σε καμία από τις 13 χώρες που συμμετείχαν.
Στην Ελλάδα, μέσα από την έρευνα που έκανε η κ. Βενετσάνου και την επικοινωνία που είχε με αρμόδιους φορείς, διαπίστωσε, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι «δεν έχουν υιοθετηθεί οι 24ωρες οδηγίες του ΠΟΥ, δεν υπάρχει κάποιο επίσημο πρόγραμμα που να παρακολουθεί ή να συμβουλεύει γονείς, εκπαιδευτικούς και παιδιάτρους να παρακολουθήσουν τις συμπεριφορές που υπογραμμίζει ο ΠΟΥ και δεν υπάρχει καμία εθνική πολιτική που να εφαρμόζεται επίσημα για να παροτρύνει γονείς, δασκάλους και όλο το πλέγμα γύρω από τα παιδιά να εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες γραμμές για τη σωματική δραστηριότητα, τις καθιστικές συμπεριφορές και τον ύπνο των παιδιών μέχρι πέντε ετών».
Πρόσφατα στην Ελλάδα ξεκίνησε η εφαρμογή της Εθνικής Δράσης για την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας, ένα πρόγραμμα που υλοποιείται σε συνεργασία του υπουργείου Υγείας και της UNICEF. Η κ. Βενετσάνου επισημαίνει ότι το πρόγραμμα αυτό «είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά οι πολιτικές του κράτους θα πρέπει να είναι ευρύτερες, με επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και των γονιών και με υλοποίηση προγραμμάτων για την αλλαγή των χώρων και τη δημιουργία πάρκων, όπου θα μπορούν οι γονείς να πηγαίνουν τα παιδιά τους για να παίξουν». «Θα πρέπει το κράτος και οι φορείς να κάνουν στροφή στο τι είναι σημαντικό τελικά και να επενδύσουν στους αυριανούς πολίτες», προσθέτει η ίδια.
Το ερευνητικό πρόγραμμα SUNRISE είναι ένα διεθνές ερευνητικό πρότζεκτ με τη συμμετοχή ερευνητών από 60 χώρες σε όλο τον κόσμο και επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Γουόλονγκονγκ στην Αυστραλία. Στόχος του προγράμματος είναι η μείωση των επιπέδων της παιδικής παχυσαρκίας και η υγιής ανάπτυξη των παιδιών. Η ελληνική ερευνητική ομάδα του ΕΚΠΑ εντάχθηκε στο πρόγραμμα πριν από περίπου ένα χρόνο και αυτή την περίοδο υλοποιεί την πιλοτική φάση έρευνας σε 100 παιδιά που φοιτούν σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία στην Αθήνα και χωριά της Θράκης, με στόχο τη διερεύνηση της σωματικής δραστηριότητας, του χρόνου οθόνης και του χρόνου ύπνου των παιδιών. Μετά τη μελέτη θα ακολουθήσει και κύρια μελέτη με δείγμα περισσότερα από 500 παιδιά από όλη την Ελλάδα. Στόχος είναι να εντοπιστούν οι συνήθειες των παιδιών προσχολικής ηλικίας στην Ελλάδα σε σχέση με τις οδηγίες του ΠΟΥ για τη σωματική άσκηση, τις καθιστικές συμπεριφορές και τον χρόνο οθόνης, καθώς και τις ώρες ύπνου.