Η απουσία ισχυρού ανταγωνιστικού αντιπάλου ανέβασε τον πήχη της αλαζονείας της κυβέρνησης κι αυτό ακριβώς είναι η μεγαλύτερη της αδυναμία, σύμφωνα με τον Γιάννη Λούλη.
Σε άρθρο του στο iEidiseis, ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας τονίζει πως η σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών «την τραυμάτισε και τη φθείρει τώρα ακόμα περισσότερο» και πως αυτό οφείλεται «στο ότι δεν υπήρξε από την ίδια μια πραγματική και στοιχειώδης αυτοκριτική».
Αναλυτικά το άρθρο του Γιάννη Λούλη:
«Ένα τραγικό πολιτικό σκηνικό.
Όσα συντελούνται το τελευταίο διάστημα, και ειδικά τις μέρες αυτές, φωτογραφίζουν μια συνολική και τραγική κρίση του πολιτικού σκηνικού.
Ξεκινώντας από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση με τις οποίες πολιτικές αποχρώσεις της.
Η κυβέρνηση μπορεί να παραμείνει κυρίαρχη, όμως για πρώτη φορά αγκομαχά τόσο πολύ και σαφέστατα φθείρεται εκλογικά.
Τα τελευταία γεγονότα την έχουν πλήξει περισσότερο παρά ποτέ.
Και πλέον επενδύει στο μη χείρον.
Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση έχει κάπως ζωντανέψει. Όμως είναι από τις πιο αδύναμες αντιπολιτεύσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Έτσι ώστε η κυβέρνηση να μην την υπολογίζει ως πραγματική απειλή. Τούτη είναι λοιπόν η συνολικά πιο ωμή και αποκαρδιωτική πραγματικότητα που αντικρίζουμε. Και που όντως θα έπρεπε να μας ανησυχεί.
Με βάση λοιπόν όσα έχουν συμβεί, ποια είναι η μεγαλύτερη αδυναμία της κυβέρνησης;
Η απάντηση είναι απλή και ωμή: Το κεντρικό πρόβλημα της είναι ωμό και ξεκάθαρο. Ότι δηλαδή χωρίς ισχυρό ανταγωνιστικό αντίπαλο, η κυβέρνηση έγινε όλο και πιο υπερφίαλη.
Στο σημείο αυτό, λοιπόν, προέκυψε η κεντρικής της αδυναμία. Και τώρα δικαίως αρχίζει να το πληρώνει. Από εκεί και πέρα, όσα θα ακολουθούσαν και τις μέρες αυτές, ήσαν κυριολεκτικά αναπόφευκτα!
Η αλαζονεία έχει πάντα στο τέλος της ημέρας κόστος. Και όσο πιο αλαζονική τόσο μεγαλύτερο το κόστος. Το εάν η κυβέρνηση κατανοεί έστω και κάπως τα βαθύτερα αίτια του κόστους αυτού, είναι φυσικά μια άλλη ιστορία. Πιθανώς γραμμένη σε άδεια σελίδα!
Το ότι λοιπόν η τραγωδία των Τεμπών τραυμάτισε και τη φθείρει τώρα ακόμα περισσότερο οφείλεται στο ότι δεν υπήρξε από την ίδια μια πραγματική και στοιχειώδης αυτοκριτική.
Εδώ και καιρό. Αυτή ήταν πάντως μονόδρομος. Καθώς έλειψε κάποια γενναία αποδοχή ευθυνών. Από εκεί και πέρα οι γονείς των θυμάτων έγιναν ευτυχώς οι δίκαιοι τιμωροί. Και ουσιαστικά η καλύτερη και πιο έντιμη αντιπολίτευση!
Φυσικά, μέσα στο κλίμα αυτό δεν υπάρχει αποκούμπι. Ενώ τα παρασκήνια εκδοτών και πολιτικών επιβεβαιώνουν την τοξική περιδίνηση της χώρας. Τη θλιβερή πραγματικότητα που ζούμε.
Στα θετικά πάντως υπάρχει η πρόταση μομφής από τον μέχρι τώρα εν ύπνωσει Ανδρουλάκη.
Και ως ένα σημείο, την υπερκινητικότητα Κασσελάκη (με ολίσθημα το αίτημα – γκάφα – για την πρόσκληση διεθνών εκλογικών παρατηρητών). Από εκεί και πέρα, πάντως, ας ελπίσει κανείς η κοινωνία να απαιτήσει από τις σοβαρές πολιτικές δυνάμεις να δρομολογήσουν ένα νέο, σύγχρονο, συνετό, πολιτικό ξεκίνημα – μάλλον ως ευχολόγιο.
Κάτι όχι εύκολο, ούτε όμως πιθανό. Διότι αν η χώρα συνεχίσει να εκπροσωπείται από το ίδιο πολιτικό προσωπικό και τις σημερινές του αντιλήψεις και πρακτικές, απλώς θα ανακυκλώνουμε αυτό που τώρα βιώνουμε.
Δηλαδή, ως τραγικό σκηνικό. Σε νέες φάσεις».