Ήταν, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, αφανής εταίρος του μοντερνισμού, γέμισε τους τόπους των διηγημάτων του με πρόσωπα και καταστάσεις μιας τολμηρής και εξημμένης φαντασίας, έστησε τρομώδη σκηνικά με σκιές αποσπασμένες από το σκοτάδι και το χάος, φιλοτέχνησε εικόνες για τον φόβο, το μαύρο και το κενό του θανάτου, παρακολούθησε με διεισδυτικό βλέμμα τα μεγάλα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα του καιρού του, χωρίς να υποκύψει στον πειρασμό των εξαντλητικών λεπτομερειών ή της μετωπικής καταγραφής τους, και έγραψε πλήθος κομμάτια για ανθρώπους βασανισμένους οικονομικά ή σφηνωμένους στα κράσπεδα του κοινωνικού περιθωρίου, δίχως και πάλι να παρασυρθεί στην κραυγαλέα καταγγελία ή να υποκύψει στις στεγνές απαιτήσεις της στρατευμένης λογοτεχνίας. Αυτός ήταν ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958), ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους των ελληνικών γραμμάτων, τότε και σήμερα.
θυμόμαστε τον Βουτυρά με την ευκαιρία του βιβλίου «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Αιώρα με επιμέλεια και εισαγωγή του Βάσια Τσοκόπουλου. Στο τομίδιο περιλαμβάνονται εννέα διηγήματα, δημοσιευμένα για πρώτη φορά μεταξύ 1900 και 1924.
Ο Βουτυράς δημοσίευσε κοντά στα 500 διηγήματα συνολικά και όντας περιζήτητος από εφημερίδες και περιοδικά, κατάφερε να επιβιώσει ως επαγγελματίας συγγραφέας. Ο Τσοκόπουλος ξεκίνησε το 1996 το τιτάνιο έργο της έκδοσης των Απάντων του Βουτυρά, πλην σταμάτησε στον πέμπτο τόμο το 2001 εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων του εκδοτικού οίκου Δελφίνι που είχε αναλάβει το εγχείρημα – εγχείρημα το οποίο περιλάμβανε υπομνήματα των πρώτων δημοσιεύσεων, κριτικές, συνεντεύξεις του Βουτυρά και αλληλογραφία του, καθώς και εκτενή εισαγωγή για την κίνηση ιδεών και των τάσεων της ελληνικής κοινωνίας και λογοτεχνίας, όλα σε αντιστοιχία με την περίοδο την οποία κάλυπτε ο κάθε τόμος. Από το 2023, χάρη σε χορηγία από το Ίδρυμα Κωστόπουλος, και με τη συνεργασία των εκδόσεων Τόπος, άρχισε η ψηφιοποίηση των κειμένων για τους επόμενους τόμους των Απάντων με προοπτική είτε τη συνέχιση της έκδοσής τους είτε τη δημιουργία ιστοσελίδας για το έργο του Βουτυρά.
Το «Παραρλάμα», το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στην έκδοση της Αιώρας, αποτελεί ίσως το πλέον συζητημένο κείμενο του Βουτυρά τόσα στα χρόνια που πρωτοδημοσιεύτηκε όσο και σε όλο το εφεξής διάστημα. Φτάνοντας μέχρι τις ημέρες μας, το «Παρλαλάμα» έγινε (μαζί μερικά ακόμα διηγήματα) κόμικς το 2011 από τον Θανάση Πέτρου και τον Δημήτρη Βανέλλη ενώ βιβλία του Βουτυρά δεν έπαψαν να κυκλοφορούν μετά τη διακοπή της έκδοσης των Απάντων, που πρόλαβε στο μεταξύ να ανανεώσει όχι μόνο το εκδοτικό, αλλά και το φιλολογικό, το ερευνητικό και το κριτικό ενδιαφέρον για τον διηγηματογράφο. Το «Παραρλάμα» είναι η φωνή -ή μάλλον η γραφή- ενός τσαλαπατημένου και κατ’ επανάληψη χλευασμένου ανθρώπου, που παίρνει το δίκιο του πίσω όταν γράφει στον τοίχο του μαγαζιού στο οποίο κερδίζει το πικρό ψωμί του μια άγνωστη, παντελώς ακατάληπτη λέξη. Παρλαλάμα.
Μια λέξη που πανικοβάλλει με την παραξενιά της δικαίους και αδίκους, επιτρέποντας σε έναν απόβλητο, σε έναν ρημαγμένο παρακμία, να τα βάλει με κάθε πιθανό παραλήπτη του μηνύματός του και να γκρεμίσει, έστω και προσωρινά, όλες τις εξουσίες, επίγειες και ουράνιες.
Στο «Κατ’ εικόνα», ο Βουτυράς θα κοροϊδέψει τη ματαιοδοξία ή μάλλον τη μωροφιλοδοξία των ανθρώπων όταν θέλουν να εξομοιώσουν εαυτούς με τον Θεό και στον «Θρήνο των βοδιών» θα βρούμε έναν πρωτοφανή ύμνο για την αγαθότητα των ζώων, σε κάθετη αντίκρουση με τη μεταχείρισή τους από τους ανθρώπους. Να σημειώσουμε πως «Ο θρήνος των βοδιών» δημοσιεύτηκε το 1928 στο «La Revue Nouvelle», ανάμεσα σε σημαντικά ονόματα της ξένης λογοτεχνίας, μεταξύ των οποίων ο Αλφόνσο Ρέγιες και η Βιρτζίνια Γουλφ.
Στην «Εκδίκηση του μικρού» ο διηγηματογράφος σπάζει την παραδεδεγμένη εικόνα για την αρμονία των οικογενειακών σχέσεων, στο «Κακούργημα του ιερέως» αποκαθηλώνει το τύποις σεβάσμιο περίβλημα των ράσων, στο «Οι αχώριστοι» ειρωνεύεται με στυφή και σχεδόν μουγκή γλώσσα τις εξ ανάγκης φιλίες, στον «Γκρεμό» αποθεώνει το δαιμόνιο του έρωτα, στον «Ταξιδιώτη» μιλάει για τη δύναμη της ψυχοσωματικής αντίστασης στο κακό και στο «Είχε τα μέτρα του» φωτίζει με ψυχρό, παγωμένο φως τον πανικό του θανάτου.
Είδαμε κιόλας πως οι ήρωες του Βουτυρά μπορεί όχι μόνο να ζουν υπό συνθήκες παρακμής, αλλά και να έλκονται από την παρακμή, είτε γιατί είναι απομονωμένοι, μοναχικοί και κλειστοφοβικοί είτε επειδή έχουν τραβηχτεί ή σπρωχτεί στην άκρη εξαιτίας των κοινωνικών περιστάσεων. Οι πρωταγωνιστές του, ωστόσο, είναι πιθανόν επίσης να ταξιδεύουν -κι όχι μόνο στα διηγήματα για τα οποία κουβεντιάζουμε- στη φαντασίωση, στο όνειρο ή σε έναν άλλοτε υποβλητικά ομιχλώδη και άλλοτε ανοίκειο και εχθρικό κόσμο. Ανάλογο είναι και το γράψιμο του Βουτυρά: λειψή ή κομματιασμένη πλοκή, στέρεη αλλά κάπως αραιή και διασκορπισμένη μυθοπλασία, φράσεις και προτάσεις που μοιάζουν ξεκρέμαστες ή ανολοκλήρωτες. Να έφταιγαν γι’ αυτό οι επανειλημμένες επιληπτικές του κρίσεις (κάτι που μπήκε πρόσφατα κάτω από τον ερευνητικό φακό της επιστήμης), το βεβαρημένο ιστορικό της οικογένειάς του (ο πατέρας του αυτοκτόνησε), τη κακογραφία και οι εγγενείς συνθετικές του αδυναμίες ή να παραδεχτούμε, όπως σημειώθηκε και προεισαγωγικά, πως ήταν ένας αφανής και πρόωρος μοντερνιστής; Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος συνόψισε όλα τα προηγούμενα στην επιγραμματική πρόταση «Το πρόβλημα Βουτυρά» προλαβαίνοντας μολοντούτο να εξηγήσει πως λόγω ακριβώς παρόμοιων εμποδίων, ή και χάρη σε τέτοια εμπόδια, ο Βουτυράς παρέμεινε ανέκαθεν ο αγαπημένος των εφημερίδων, των περιοδικών και πρωτίστως του αναγνωστικού κοινού. Παρά τον γεγονός πως ούτε κι ο αυστηρός Παλαμάς τον απέρριψε, ο Κώστας Παρορίτης χρέωσε στα διηγήματά του απουσία διαμορφωμένης σοσιαλιστικής προοπτικής, καλώντας έναν φύσει και θέσει ανέντακτο σε ένα στρατόπεδο το οποίο σίγουρα δεν ήταν το δικό του. Κι αν ο Λίνος Πολίτης και ο Κ. Θ. Δημαράς τον αντιμετώπισαν υπεροπτικά (και σαφώς άδικα) στις ιστορίες της λογοτεχνίας τους, ο Γιάνης Κορδάτος, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Στρατής Τσίρκας, ο Κώστας Βάρναλης, ο Δημήτρης Χατζής και η Μέλπω Αξιώτη τον έσωσαν στις δικές τους αξιολογήσεις, σώζοντας μαζί και τη χαμένη τιμή (λόγω Παρορίτη) της λογοτεχνικής Αριστεράς. Το κρίσιμο, εντούτοις, με τον Βουτυρά δεν είναι ούτε η Αριστερά ούτε οι φιλόλογοι και οι κριτικοί της γενιάς του 1930, αλλά η σημερινή αντοχή, ισχύς και διάρκειά του, καθώς τείνουν πια να τον βγάλουν οριστικά από το περιθώριο – από το οποιοδήποτε περιθώριο.