Ατίθασος έως και αγριεμένος, ζωώδης και πέραν του δέοντος γοητευτικός, ο Μάρλον Μπράντο, παραμένει ακόμη και σήμερα, είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, ένας θρύλος του παγκόσμιου σινεμά και για πολλούς ως ο μεγαλύτερος σταρ όλων των εποχών.
Ο Αμερικάνος ηθοποιός έζησε μέσα στην υπερβολή, δείχνοντας από νέος τον αντισυμβατικό του χαρακτήρα, είτε με την -επιεικώς- άστατη προσωπική του ζωή και τη δημόσια εικόνα του, είτε με την πολιτική του μαχητικότητα υπέρ των αυτοχθόνων της Αμερικής και τον Αφροαμερικανών και βεβαίως, εναντίον των ισχυρών της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χόλιγουντ. Αλλά και ως ηθοποιός, πολλές φορές οι ρόλοι που επέλεγε να ενσαρκώσει είχαν κάτι από τον χαρακτήρα του.
Ένας εμβληματικός ηθοποιός, που έφτιαξε τον θρύλο του, με μια χούφτα ταινίες, στα νιάτα του, ενώ ο Φράνσις Φορντ Κόπολα του έδωσε ακόμη μία σπρωξιά προς την κορυφή με τον ανεπανάληπτο «Νονό» και την «Αποκάλυψη Τώρα». Ήταν, όμως και αυτό το «άτιμο» ιδρωμένο λευκό φανελάκι τού Στάνλεϊ Κοβάλσκι, στο «Λεωφορείο ο Πόθος», που θα συνταράζει για πάντα – ειδικά το γυναικείο κοινό.
Το θεατρικό του Τένεσι Ουίλιαμς, που αφού προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού στο απαιτητικό κοινό του θεάτρου στα τέλη της δεκαετίας του ’40, θα τον κάνει με μιας σταρ πρώτου μεγέθους, όταν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη το 1951. Ο Μπράντο, διαθέτοντας το χάρισμα, το υποκριτικό ένστικτο, θα ακολουθήσει πιστά την αρχή του «μην τους δώσεις αυτό που περιμένουν, πάντα κάνε την έκπληξη, πιάσε τους στον ύπνο». Αυτή την αρχή θα τη συνδυάσει και με τα μαθήματα υποκριτικής που έλαβε από το περίφημο Actors’ Studio και την Στέλλα Άντλερ, την ψυχή της σχολής του Λι Στράσμπεργκ. Ο Καζάν, μπορεί να αποδείχθηκε πολύ μικρός ως άνθρωπος, καταδίδοντας συναδέλφους του στην επιτροπή αντιαμερικανικών δραστηριοτήτων του Μακάρθι, αλλά ήταν πανέξυπνος και ικανότατος σκηνοθέτης. Θα καταλάβει το μέγεθος του ταλέντου τού Μπράντο και θα του δώσει τη μοναδική ευκαιρία, με τον ρόλο του Κοβάλσκι. Δίπλα στην τραγική φιγούρα της Μπλανς Ντιμπουά και ανεπανάληπτης Βίβιαν Λι, ο Μπράντο θα μεταβληθεί σε σύμβολο του απαγορευμένου πόθου, μία παντοτινή φαντασίωση.
Συμπληρώνοντας 100 χρόνια από τη γέννησή του (3 Απριλίου 1924), ο Μάρλον Μπράντο παραμένει ένα είδωλο, μία εικόνα που θα παραπέμπει στα καλύτερα του κινηματογράφου και μαζί μία μυστήρια προσωπικότητα, που προφανώς δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την εκτόξευση του ονόματός του στα ουράνια, ένα αγρίμι που δεν μπόρεσε να περιοριστεί σε συμβάσεις και εκεί που τον λάτρευες, ο αυτοκαταστροφικός του χαρακτήρας τα έκανε όλα σμπαράλια.
Εγκατάλειψη
Ο Μάρλον Μπράντο γεννήθηκε στην Ομάχα της Νεμπράσκα και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω του σατράπη πατέρα, ενός πωλητή που ταξίδευε συχνά εκτός Πολιτείας και μιας μητέρας ηθοποιού, που βρισκόταν συχνά εκτός σπιτιού. Και οι δύο γονείς είχαν προβλήματα αλκοολισμού και ο μικρός Μάρλον γρήγορα ανέπτυξε προβλήματα εγκατάλειψης, καθώς οι δυο αδερφές του ήταν μεγαλύτερες. Οι γονείς του χώρισαν το 1936 και συμφιλιώθηκαν έπειτα από δυο χρόνια. Ο Μπράντο πήγε στο γυμνάσιο του Λίμπερτβιλ, αριστεύοντας στον αθλητισμό και στην υποκριτική, αλλά αποτυγχάνοντας σε όλα τα άλλα μαθήματα, ενώ λόγω κακής συμπεριφοράς εκδιώχθηκε απ’ αυτό. Θα σταλεί στη στρατιωτική ακαδημία, που φοίτησε και ο πατέρας του, αλλά λόγω του άτακτου χαρακτήρα του θα αποβληθεί.
Η Μέθοδος
Ο Μπράντο αποφάσισε να ακολουθήσει σε ηλικία 18 ετών τις αδελφές του στη Νέα Υόρκη, για να σπουδάσει υποκριτική. Θα περάσει τους πρώτους μήνες κοιμούμενος σε καναπέδες φίλων, μέχρι να αρχίσει να βλέπει φως στην προοπτική του να γίνει ηθοποιός. Θα αγαπήσει σαν δεύτερη μάνα του την Στέλλα Άντλερ, η οποία -παρότι δεν της άρεσε ο χαρακτήρας του- θα εκτιμήσει το έμφυτο ταλέντο του και θα του μάθει τις τεχνικές της Μεθόδου Στανισλάφσκι. Εκεί θα γνωρίσει μετέπειτα και τον Καζάν.
Ατίθασος
Το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ, έπειτα από τον θεατρικό του θρίαμβο ως Κοβάλσκι, θα το κάνει το 1950 στο αξιόλογο πολεμικό δράμα του Φρεντ Τσίνεμαν «Το Κορμί μου σου Ανήκει», έχοντας ως συμπρωταγωνίστρια την Τερέζα Ράιτ. Τον επόμενο χρόνο θα παίξει στην ταινία- σταθμό για την καριέρα του «Λεωφορείο ο Πόθος», θα λάβει την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. Θα ακολουθήσει η τεράστια επιτυχία «Ο Ατίθασος», η οποία θα τον κάνει θρύλο, ενώ αξιόλογες ήταν και οι εμφανίσεις του στα φιλμ «Βίβα Ζαπάτα» και «Ιούλιος Καίσαρ», όπου θα λάβει τη δεύτερη και τρίτη υποψηφιότητα για Όσκαρ. Το 1954 θα πρωταγωνιστήσει στο αριστουργηματικό κοινωνικό δράμα «Το Λιμάνι της Αγωνίας» του Καζάν, όπου θα κερδίσει δικαίως το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, για την ερμηνεία της ζωής του όπως υποστήριζε και ο ίδιος.
Συγκρίσεις
Μέσα σε πέντε χρόνια, ο Μπράντο είχε ήδη γίνει ένας θρύλος εν ζωή. Η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, τα στάνταρ ήταν πολύ υψηλά για τον ίδιο και τις ταινίες που έπαιζε -πολλές φορές αδιάφορες έως ασήμαντες- καθώς ήταν φανερό ότι επέλεγε ρόλους για τα χρήματα, ενώ και η Μέθοδος, απ’ την οποία δεν μπορούσε να ξεκολλήσει, είχε αρχίσει να φτάνει στα όρια της μανιέρας. Ωστόσο, έπαιξε και σε σπουδαίες ταινίες όπως «Ανταύγειες σε Χρυσά Μάτια» του Τζον Χιούστον και «Καταδίωξη» του Άρθουρ Πεν, αλλά παρότι ήταν καλός έχανε στις συγκρίσεις των πρώτων ταινιών του.
Βίτο Κορλεόνε
Μέχρι που θα έρθει η αρχή της δεκαετίας του 70, όταν ο δαιμόνιος Κόπολα θα τον επιλέξει για τον ρόλο του Βίτο Κορλεόνε στον «Νονό». Εκεί, ο Μπράντο θα μεταμορφωθεί, με δική του ευθύνη και έμπνευση στον αρχηγό της διασημότερης φαμίλιας, κάνοντας ταυτόχρονα μία μνημειακή ερμηνεία. Ωστόσο, το σημαντικότερο σε αυτή την αναγέννησή του, την πραγματική ερμηνεία της ζωής του, ήταν η επιλογή του να πετάξει από πάνω του τη Μέθοδο και όλα εκείνα τα στοιχεία που τον έκαναν σταρ, από την απίστευτη ομορφάδα του μέχρι την πληθωρική, πολλές φορές ζωώδη υποκριτική υπόστασή του.
Απέναντι στο κατεστημένο
Ο Μπράντο, παρότι η Paramount τον είχε απορρίψει για τον ρόλο, τον οποίο πήρε τελικά μετά από την επιμονή του Κόπολα, θα κερδίσει το δεύτερο Όσκαρ του, αλλά θα αρνηθεί να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο και θα στείλει στην απονομή ως αντιπρόσωπό του μία νεαρή Ινδιάνα, που θα διαβάσει ένα σύντομο μήνυμά του μπροστά σε ένα έκπληκτο κοινό και τους αμήχανους παρουσιαστές. Όπως τους ανακοίνωσε η νεαρή Ινδιάνα ηθοποιός Λιτλφέδερ, ο Μπράντο αρνείται το Όσκαρ σε ένδειξη αλληλεγγύης στην κινητοποίηση των Ινδιάνων ακτιβιστών για τον τρόπο που απεικονίζονταν στις παραγωγές του Χόλιγουντ. Η κίνηση του Μπράντο προκάλεσε μεγάλη δημοσιότητα, αλλά και την οργή του κατεστημένου στις ΗΠΑ, ενώ ο ηθοποιός δέχθηκε απειλές, μέχρι και πυροβολισμούς έξω από το σπίτι του.
Αποκάλυψη Τώρα
Αμέσως, μετά θα γυρίσει το αμφιλεγόμενο και ιδιαιτέρως προκλητικό για την εποχή του «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, για το οποίο θα δεχθεί επιθέσεις από το φεμινιστικό κίνημα, ενώ ευτυχώς θα έρθει μετά από έξι χρόνια το αριστουργηματικό αντιπολεμικό δράμα «Αποκάλυψη Τώρα», όπου θα παραδώσει μία σπαραχτική ερμηνεία και μία από τις πιο μυστηριώδεις εμφανίσεις, στο τέλος της συνταρακτικής ταινίας. Η συνέχεια γνωστή και σχεδόν ασήμαντη για τον κινηματογράφο και τον μύθο του, ο οποίος όμως δεν θα έσπαγε με τίποτα.
Θυελλώδης
Ο Μπράντο θα ζήσει μία θυελλώδη ζωή. Δεν είναι τόσο οι τρεις γάμοι και τα έντεκα παιδιά, που έκανε με τις συζύγους του ή με τις ερωτικές σχέσεις του, όσο ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με εκατοντάδες γυναίκες και άντρες, στις οποίες περιλαμβάνονται και η Μέριλιν Μονρόε, η Ούρσουλα Άντρες, η Ρίτα Μορένο. Η ερωτική του επιθυμία έδειχνε ανεξάντλητη, πολλές φορές αρρωστημένη, αλλά αυτό που τον κατέβαλε ήταν ένα τρομερό έγκλημα, που συγκλόνισε την ψυχολογία του για πάντα. Ο πρωτότοκος γιος του Κρίστιαν θα καταδικαστεί το 1990 σε φυλάκιση 10 χρόνων για τη δολοφονία του εραστή της εγκύου και ετεροθαλούς αδερφής του Σεγιέν, η οποία θα αυτοκτονήσει έπειτα από πέντε χρόνια!
Ανάστημα
Οι αυτοκαταστροφικός του χαρακτήρας θα γίνει ιδιαιτέρως επικίνδυνος και για τον ίδιο, καθώς θα πέσει με τα μούτρα σε ένα ατελείωτο φαγοπότι, που θα τον φέρει αντιμέτωπο με την ασθένεια της παχυσαρκίας. Γρήγορα θα έρθει και ο διαβήτης και ακόμη σοβαρότερα προβλήματα, όπως ο καρκίνος του ήπατος. Ο Μπράντο θα πεθάνει την 1η Ιουλίου του 2004. Η ειρωνεία της τύχης θα τον φέρει να αφήνει την τελευταία του πνοή στο Ιατρικό Κέντρο Ρόναλντ Ρίγκαν, τον άνθρωπο που απεχθανόταν, όπως και τους ομοίους του.
Το Χόλιγουντ σπάνια χάνει την παρτίδα και γνωρίζει να εκδικείται όσους σηκώνουν το ανάστημά τους και το αμφισβητούν. Και τον Μπράντο, πέρα από τις λιγοστές αλλά υπέροχες ταινίες του, τον προτιμούμε ως τον άνθρωπο που σήκωσε το ανάστημά του απέναντι στο βαρύ χολιγουντιανό καθεστώς αλλά και σε κάθε αδικία.