Η Νέα Δημοκρατία αμέσως μετά την επικράτηση της στις εκλογές του Ιουνίου και μέσα σε λιγότερο από ένα εννέα μήνες, ξεδίπλωσε όλη την κρυφή της ατζέντα. Με έναν καταιγισμό νομοσχεδίων που έρχονται με διαδικασίες εξπρές και χωρίς ουσιαστική διαβούλευση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θέτει σε πλήρη εφαρμογή την έκθεση Πισσαρίδη και τις νεοφιλελεύθερες συνταγές της.
Του Χρήστου Γιαννούλη, βουλευτή Α Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και Τομεάρχη Ανάπτυξης
Παρά τις μεγάλες δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, που είχαν εξασφαλιστεί από τη ρύθμιση του χρέους το 2018 και την έξοδο από τα μνημόνια από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση της ΝΔ επιμένει σε μία οικονομική πολιτική προς εξασφάλιση των συμφερόντων των ολιγοπωλίων και των επιχειρηματικών κολοσσών.
Μίας οικονομίας που είναι παγιδευμένη σε ένα μοντέλο που στηρίζεται στις ιδιωτικοποιήσεις, τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, την επέλαση των funds, το real estate και επενδύσεις, που δεν αφήνουν βιώσιμο παραγωγικό αποτύπωμα και είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Ταυτόχρονα, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, προσανατολίζονται σε ελάχιστους επιχειρηματικούς ομίλους, ενώ την ίδια ώρα η μικρή, η μεσαία και η νέα επιχειρηματικότητα ασφυκτιούν υπό το βάρος του συσσωρευμένου χρέους, τον πληθωρισμό και τον τραπεζικό αποκλεισμό.
Είναι φανερή η πρόθεση της κυβέρνησης να εξαφανιστεί η μικρή επιχειρηματικότητα από τη χώρα και να συγκεντρωθεί το επιχειρείν σε λίγες μεγάλες, συχνά μονοπωλιακού χαρακτήρα, επιχειρήσεις.
Δυστυχώς η χώρα μας είναι τα τελευταία χρόνια εγκλωβισμένη σε ένα αντικοινωνικό παραγωγικό μοντέλο που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και υπονομεύει τις υπαρκτές δυνατότητες για δίκαιη ανάπτυξη.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα η κοινωνική πλειοψηφία είναι μια συνολικά ανταγωνιστική προς τον νεοφιλελευθερισμό στρατηγική και ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, που θα κινητοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις, θα αξιοποιεί τον υπαρκτό δυναμισμό και τις αυξημένες δεξιότητες της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι προφανές ότι απαιτούνται ριζικές τομές και αυτές προϋποθέτουν πολιτικό σχέδιο. Η μεταρρύθμιση του Κράτους ώστε να κατευθύνει τη νέα αναπτυξιακή πορεία είναι στο επίκεντρο της πρότασης μας. Το κράτος πρέπει να έχει κομβικό ρόλο, στο σχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών, στην εκπόνηση, αξιολόγηση και ανατροφοδότηση της αναπτυξιακής στρατηγικής, στην προώθηση των επενδύσεων, στην αναζήτηση τομών και μεταρρυθμίσεων. Ζητούμενο είναι οι παραγωγικές επενδύσεις και όχι επενδύσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Απαιτούνται παράλληλα πρωτοβουλίες για τη δυνατότητα αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου μέσα από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Η χώρα έως το 2030 έχει να διαχειριστεί ευρωπαϊκά κονδύλια που υπερβαίνουν τα 70 δισ. Ευρώ που είναι ένα ισχυρό εργαλείο για τη στρατηγική κοινωνική και οικονομική μεταβολή που απαιτεί η εποχή μας.
Ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης οφείλει να περιλαμβάνει την προστασία της εργασίας, την επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους, την περιβαλλοντική προστασία και τον οικολογικό μετασχηματισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πιστεύει στις δυνατότητες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό σχεδιάζει την ολόπλευρη στήριξή τους, με έμφαση στην ενίσχυση της καινοτομίας, του πράσινου και ψηφιακού μετασχηματισμού και των εξαγωγών. Το μέλλον της χώρας συνδέεται άρρηκτα με την ανάδυση ενός νέου χάρτη μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, με το βλέμμα στραμμένο στην οικολογική μετάβαση, την αγροτική παραγωγή και την κοινωνική οικονομία.
Η ενεργοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ταμείου των Μικροπιστώσεων μπορεί να καλύψει το κενό χρηματοδότησης και τη βελτίωση των όρων δανειοδότησης. Προτείνουμε τη θεσμοθέτηση χρηματοδοτικών και φορολογικών κινήτρων για τον εκσυγχρονισμό και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη δημιουργία ειδικού επαγγελματικού λογαριασμού, που θα χρησιμοποιείται για τις πληρωμές μισθοδοσίας προσωπικού, προμηθευτών, Δημοσίου και Ασφαλιστικών Ταμείων, χωρίς δυνατότητα κατάσχεσης από οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα ή επιχείρηση, τη στήριξη των τοπικών επιχειρήσεων μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, την υλοποίηση δράσεων ψηφιακής μετάβασης των επιχειρήσεων, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.