Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας από τη λήξη της πανδημίας μέχρι σήμερα με την αισθητή και γρήγορη μείωση της ανεργίας δεν είναι μόνο θετικές. Η μείωση της ανεργίας σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης, είναι αναμφίβολα μια θετική και σημαντική εξέλιξη, που όμως συνοδεύεται από κάποια γκρίζα σημεία.
Γιώργος Καββαθάς, Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ
Η μείωση αυτή δεν προήλθε μόνο από την αύξηση της απασχόλησης, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και από την μείωση του εργατικού δυναμικού στις κεντρικές παραγωγικές ηλικίες, στις οποίες επίσης παρατηρήθηκε τεράστια μείωση της απασχόλησης. Η συνολική αύξηση της απασχόλησης συγκεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις μεγαλύτερες ηλικίες, μειώνοντας την ανεργία, παρά τη μεγάλη αύξηση εργατικού δυναμικού σε αυτές. Η δραματική μείωση της απασχόλησης στις ηλικίες 25-44 ετών την τελευταία 5ετία δυναμιτίζει την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, στερώντας της το πιο δραστήριο και καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της, ενώ ο αριθμός των ανέργων στην ίδια ηλικιακή ομάδα ανέρχεται στις 254.000 και αντιστοιχεί στο 52% του συνόλου.
Επιπρόσθετα η αγορά εργασίας αυτήν την περίοδο υφίσταται μια χαρακτηριστική παραδοξότητα, καθώς η ανεργία παραμένει σε σχετικά υψηλό επίπεδο – Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο γενικό ποσοστό ανεργίας, όπως και στους νέους, καθώς και τα υψηλότερα ποσοστά γυναικείας και μακροχρόνιας ανεργίας στην ΕΕ -, ενώ από την άλλη μεριά σε σειρά κλάδων της ελληνικής οικονομίας υπάρχει σημαντική έλλειψη προσωπικού. Στη χώρα μας ωστόσο από το 1995 και μετά η ανεργία διατηρούταν «παραδοσιακά» σε υψηλό επίπεδο παρά τις φάσεις ανάπτυξης που βίωνε κατά περιόδους η ελληνική οικονομία. Αυτό δείχνει ότι μεταξύ άλλων η ανεργία στην Ελλάδα ήταν και διαρθρωτική, παρουσιάζοντας δηλαδή συστηματικά αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας.
Συνεπώς το φαινόμενο που παρατηρούμε σήμερα δεν είναι πρωτόγνωρο και συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη αναβάθμισης και ενίσχυσης της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης. Προφανώς το υφιστάμενο πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας είναι σύνθετο και πολυπαραγοντικό, αγγίζοντας μία σειρά κλάδων όπως εκείνων που σχετίζονται με τον τουρισμό (εστίαση – καταλύματα), των κατασκευών, της μεταποίησης και του πρωτογενή τομέα. Με άλλα λόγια το πρόβλημα εντοπίζεται στους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν το τελευταίο έτος κατά 83,7%. Γιατί όμως υφίσταται αυτό το φαινόμενο;
Ένας κρίσιμος παράγοντας υπήρξε η πανδημική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας χιλιάδες εργαζόμενοι που άλλαξαν επαγγελματική δραστηριότητα ή/και μετανάστευσαν σε άλλες χώρες ιδίως στους κλάδους που επλήγησαν βαρύτατα από την πανδημία. Ένας άλλος παράγοντας είναι η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού. Ένας τελευταίος παράγοντας αφορά τις αμοιβές, που τουλάχιστον από τη μεριά των εργαζομένων δεν θεωρούνται αρκετά ελκυστικές. Ως προς το τελευταίο αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετές επιχειρήσεις προσφέρουν αμοιβές πολύ παραπάνω από αυτές που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και παρόλα αυτά δεν μπορούν να προσελκύσουν προσωπικό.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την μείωση της ανεργίας που φαίνεται πως τουλάχιστον για κάποιους κλάδους έχει οδηγήσει στο φαινόμενο της στενότητας της αγοράς εργασίας, έχουν εντείνει το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας, το οποίο εκτιμάται ότι θα μας απασχολήσει και τα επόμενα χρόνια. Όπως θα μας απασχολεί όλο και εντονότερα το δημογραφικό ζήτημα που αποτελεί έναν αρνητικό δομικό παράγοντα στην αγορά εργασίας, υποχρεώνοντάς μας να αναζητήσουμε τις κατάλληλες μεσομακροπρόθεσμες πολιτικές για την ανάσχεσή του. Άλλωστε οι προβολές για το μέλλον αποτυπώνουν σοβαρές προκλήσεις που δεν περιορίζονται στο οικονομικό πεδίο.
Σε αυτό το πλαίσιο και για την βραχυπρόθεσμη σε πρώτη φάση άμβλυνση του προβλήματος απαιτείται ένας συνδυασμός μέτρων και πολιτικών. Είναι αναγκαίο να συνεχίσουν να συνάπτονται οι κατάλληλες διακρατικές συμφωνίες για την απασχόληση εργαζομένων από τρίτες χώρες σε κλάδους και ειδικότητες που δεν παρουσιάζουν κάποιον βαθμό «ελκυστικότητας» για το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό. Και φυσικά αυτές οι συμφωνίες να είναι σε θέση να υλοποιηθούν τόσο από τις ελληνικές προξενικές αρχές, όσο και από τους εντός συνόρων εμπλεκόμενους φορείς της Κεντρικής Διοίκησης και της Αυτοδιοίκησης. Επιπλέον, σε προτεραιότητα οφείλει να είναι η δημιουργία προγραμμάτων νέων θέσεων εργασίας από την ΔΥΠΑ με επιδότηση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να καταβάλουν ακόμα καλύτερες αμοιβές. Τέλος, απαιτούνται εκείνες οι παρεμβάσεις στον χώρο της αρχικής επαγγελματικής και συνεχιζόμενης κατάρτισης ώστε να μειωθεί η απόσταση που χωρίζει τις δεξιότητες που διαθέτει το εργατικό δυναμικό, από τις δεξιότητες που ζητά η δυναμική και μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας, με ανάδυση νέων ρόλων και επαγγελμάτων ή τη δυναμική επιστροφή πιο παραδοσιακών. Είναι αυτό ακριβώς το σημείο που επιβεβαιώνεται η ανάγκη υιοθέτησης ολοκληρωμένης παρέμβασης σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού στον μαθητικό πληθυσμό με συνέργειες Πολιτείας και εθνικών κοινωνικών εταίρων.