Η είδηση ότι περίπου 150.000 θέσεις εργασίας παραμένουν κενές στη χώρα μας δεν είναι καινούργια. Ήδη, το τρίτο τρίμηνο του 2023, είχαν σημειώσει ετήσια άνοδο πάνω από 82%, φτάνοντας τις 38.000 περίπου. Πέρσι δε, η ανεργία φλέρταρε με το 10%, ενώ σήμερα το έχει ξεπεράσει, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα για το τι είδους πολιτικές εφαρμόζονται και για το ποιο είναι το σχέδιο της Κυβέρνησης, τελικά, για την εγχώρια αγορά Εργασίας.
Γράφει ο Γιώργος Γαβρήλος*
Δεν είναι τυχαίο ότι στο άκουσμα των παραπάνω, το κυβερνητικό επιτελείο έτρεξε να παρουσιάσει την είδηση ως ένα ακόμη θετικό επίτευγμα της διακυβέρνησης, υποδηλώνοντας ότι οι κενές θέσεις προέρχονται από το άνοιγμα της αγοράς εργασίας και τις νέες επενδύσεις.
Όμως, αν παρατηρήσει κανείς τα επιμέρους στοιχεία, φαίνεται ότι οι τομείς στους οποίους καταγράφονται τα περισσότερα κενά εδώ και κάποια χρόνια, είναι o τουρισμός, ο επισιτισμός, η οικοδομή, η πληροφορική και η τεχνολογία. Οι εκπρόσωποι των κλάδων ανησυχούν πια σοβαρά για τον ρυθμό ανάπτυξης τους, καθώς υπάρχει σταθερή και σοβαρή έλλειψη, όχι μόνο του λεγόμενου χαμηλής ειδίκευσης ανθρωπίνου δυναμικού, αλλά και αυτών με υψηλή τεχνολογική εξειδίκευση. Αυτά από μόνα τους τα δεδομένα σηματοδοτούν ένα κάθετο πρόβλημα στη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα, που δεν έχει να κάνει τόσο με επιμέρους παράγοντες, όσο με αυτές καθεαυτές τις εργασιακές συνθήκες στη χώρα μας.
Εντέχνως, η Κυβέρνηση αποκρύπτει σημαντικούς δείκτες, που θα μας έκαναν να αντιληφθούμε τι ακριβώς αλλάζει στην ελληνική αγορά Εργασίας και ποιοι είναι οι λόγοι για τις «ορφανές» θέσεις, όταν περίπου 1.000.000 Έλληνες καταγράφονται στην ανεργία. Για το 2023, λοιπόν, το 50% των προσφερόμενων θέσεων ήταν μερικής απασχόλησης, ενώ οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καλύπτουν μόνο το 24% του εργαζόμενου κόσμου, σε αντίθεση με την Ευρώπη, που αυτό το ποσοστό φτάνει ακόμη και στο 80%. Σήμερα, μόνο το 50% των μισθών αγγίζει το 76% του μέσου μισθού, την ώρα που ο πληθωρισμός, από το 2019 μέχρι τώρα, έχει αυξηθεί κατά 15%, ενώ η αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι στο -33% – προτελευταία στην Ευρώπη των 27 -, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, εξαιτίας της έλλειψης μέτρων ενάντια στην ακρίβεια, έχει ξεπεράσει το 6% και το κόστος στέγης αντιστοιχεί στον μισό μηνιαίο μισθό. Επιπλέον, κόντρα στα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα της Κυβέρνησης, η αύξηση του κατώτατου μισθού αφορά μόνο έναν στους πέντε ιδιωτικούς υπαλλήλους, και αυτή απορροφάται απευθείας από το αυξημένο κόστος ζωής.
Αυτή είναι η εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, από την οποία κρύβεται η Κυβέρνηση, σφυρίζοντας, παράλληλα, αδιάφορα για τις δικές της ευθύνες.
Μια σειρά Νόμων της ΝΔ – Βρούτση, Χατζηδάκη, Γεωργιάδη – έχουν απορρυθμίσει κάθε πλαίσιο προστασίας και στήριξης των εργαζομένων, έτσι ώστε, όποιος σήμερα πιάνει δουλειά ή όποιος προσπαθεί να κρατήσει τη θέση εργασίας του και παράλληλα ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής, να αναγκάζεται να υπακούει σε χειρότερες συνθήκες ακόμη και από αυτές των μνημονιακών χρόνων.
Θεσμοθέτηση της δεκάωρης απασχόλησης χωρίς πρόσθετη αμοιβή. 13ωρο σε παράλληλο εργοδότη. Νομιμοποίηση απλήρωτων εργασιών. Κατάργηση αιτιολόγησης απολύσεων. «Παραθυράκι» για τους εργοδότες, σε περιπτώσεις που έχουν κριθεί άκυρες οι απολύσεις στα δικαστήρια, να προβαίνουν αντί για αναγκαστική επαναπρόσληψη, σε επιπλέον αποζημιώσεις και μόνο. Κατάργηση της ευθύνης του πραγματικού εργοδότη. Εργαζόμενος- λάστιχο με συμβάσεις της μιας ημέρας. Υποβάθμιση του ΣΕΠΕ. Όλα τα παραπάνω, στο όνομα της δήθεν ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης, έχουν διαμορφώσει ένα πλαίσιο ελαστικής εργασίας, χαμηλών μισθών αλλά και χαμηλών προσδοκιών για τους νέους που εντάσσονται στην αγορά.
Ακόμη και στο ζήτημα των εργατών γης, όταν όλοι οι φορείς του πρωτογενούς τομέα και του τουρισμού σημείωναν πως οι κλάδοι τους μαραζώνουν και οι σοδειές χάνονται, λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού, η Κυβέρνηση άργησε χαρακτηριστικά να λάβει μέτρα, εξαιτίας των ιδεοληπτικών της αγκυλώσεων.
Το σκηνικό αυτό, συνολικά, συνιστά, επί της ουσίας, την εφαρμογή μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης εργασιακής ατζέντας, που εξυπηρετεί μόνο τα μεγάλα εργοδοτικά συμφέροντα, αφήνοντας ανεξέλεγκτη την αγορά εργασίας και ανοχύρωτους τους κλάδους που θα μπορούσαν πράγματι να προσφέρουν στην Οικονομία.
Δεν μπορεί η Κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι παλεύει για το braindrain, αλλά να μην κάνει τίποτα για το braingain, για το άνοιγμα σταθερών, καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, με όρους που θα προστατεύονται από συλλογικές συμβάσεις και δικαιώματα. Αν το επιχείρημα για τις κενές θέσεις εργασίας δικαιολογήσουν την εφαρμογή και άλλων πολιτικών που εξαντλούν και υποβαθμίζουν τον εργαζόμενο, η εργασιακή ζούγκλα δεν θα είναι πια μόνο ένας τίτλος, αλλά το πραγματικό καθεστώς στην εγχώρια Εργασία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί πως η εξαθλίωση των εργαζομένων, η κατάργηση των δικαιωμάτων και η υπερ-εργασία, δεν μπορεί να είναι το μέλλον που επιφυλάσσουμε για τις νέες γενιές. Η ελληνική Εργασία χρειάζεται άμεση ανάταξη, άλλο σχεδιασμό και φιλοεργατικές πολιτικές. Απαιτούνται ειδικά κίνητρα, για να επιστρέψουν οι νέοι και οι νέες μας από το εξωτερικό, ολοκληρωμένη στεγαστική πολιτική με κοινωνικό πρόσημο, σύνδεση των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ με την αγορά εργασίας και, μέσω των Δημοσίων ΑΕΙ, δημιουργία ευκαιριών κατάρτισης και μετεκπαίδευσης για κάλυψη θέσεων εργασίας στον αυτοματισμό, τις νέες τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη.
Δεν υπάρχει άλλη λύση πέρα από την αναβάθμιση των συνθηκών Εργασίας στη χώρα: αύξηση κατώτατου μισθού στα 900 ευρώ, αύξηση του μέσου μισθού, επαναφορά της λειτουργίας του ΣΕΠΕ, εντατικοποίηση των ελέγχων στην αγορά, αύξηση του ρυθμού υπογραφής διακρατικών συμφωνιών με τρίτες χώρες για εξειδικευμένο δυναμικό, που θα τονώσει την αγροτική παραγωγή και την οικοδομή, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κατάργηση των ρυθμίσεων που έχουν κάνει κουρελόχαρτο την εργασιακή νομοθεσία, επαναφορά του 8ωρου και του πενθημέρου.
Την ώρα που οι λοιπές χώρες της Ευρώπης έχουν ανοίξει τη συζήτηση για μείωση των ωρών εργασίας, βάζουν όρους στην τηλεργασία, εφαρμόζουν κοινωνικές πολιτικές για τη στήριξη των εργαζόμενων και των νέων μητέρων, για το σεβασμό στον προσωπικό χρόνο και την αξίωση που έχουν οι μισθωτοί σε ένα καλό επίπεδο ζωής, η χώρα μας εφαρμόζει δουλοπάροικες εργασιακές πολιτικές, χωρίς κανένα σχέδιο ανάπτυξης και ενίσχυσης της Εργασίας.
Είναι ξεκάθαρο πια, πως το όραμα της ΝΔ για την ανάπτυξη είναι φτηνά εργατικά χέρια, προς ευχαρίστηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Όπως είναι ξεκάθαρο επίσης, πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ανατρέψει το θάνατο της Εργασίας, να βάλει φρένο στην εκμετάλλευση και τη φτωχοποίηση των εργαζομένων και να σχεδιάσει μια νέα πολιτική για τον εργαζόμενο κόσμο.
*Τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Βουλευτής Αργολίδας ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ.