Τον ήχο του ανέμου ακολουθεί αυτός της βροχής, που πολύ σύντομα δυναμώνει κι άλλο. Παρά την καταιγίδα που μοιάζει να ξέσπασε, κάπου κοντά, ένας μουσικός του δρόμου συνεχίζει να παίζει. Την ίδια ώρα, σύντομοι ήχοι θυμίζουν γνωστά καρτούν και ηχητικά εφέ από κωμικές σκηνές παλιών ελληνικών ταινιών.
Ενεργοποιώντας κάποιος εκτός από την ακοή και την αίσθηση της όρασης, βλέπει ότι τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά οι ήχοι προκύπτουν από καλοκουρδισμένα …έργα τέχνης.
Πρόκειται για την έκθεση «θορυβότονα», που αποτελείται από ηχητικά – κινητικά γλυπτά, τα οποία δημιούργησε ο Νίκος Τσινίκας, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ. Επιστράτευσε τις γνώσεις του στο σχέδιο και τη μηχανολογία, το μεταπτυχιακό του στον ήχο και την ακουστική των χώρων, καθώς και τη λατρεία του για τη μουσική και κατόρθωσε να κάνει έξι περίπλοκα και πρωτότυπα έργα.
«Η πρωτοτυπία για μένα βρίσκεται στην έννοια της διαθεματικότητας. Η διαθεματικότητα είναι όταν ανακατεύεις και επιστήμη και τέχνες» δηλώνει ο ίδιος στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, καθώς μας ξεναγεί στην έκθεση, ενώ συχνά διακόπτει για να πλησιάσει κάποιον από τους επισκέπτες και να του αποκαλύψει ένα «μυστικό» καλύτερης λειτουργίας του εκθέματος που περιεργάζεται. Άλλωστε, από αυτήν την έκθεση απουσιάζουν οι επιγραφές «μην αγγίζετε». Αντίθετα, η συμμετοχή του κοινού είναι σχεδόν επιβεβλημένη, αφού καλούνται να περιστρέψουν μοχλούς, να τραβήξουν ελατήρια ή να χτυπήσουν με διάφορα αντικείμενα μεταλλικές και ξύλινες επιφάνειες και να …ακούσουν πώς ανταποκρίνονται.
«Τα ηχητικά γλυπτά παράγουν ηχητικά εφέ και ήχους με διακριτή συχνότητα κορυφής ώστε να μπορούν να σχηματίσουν ρυθμικές ή μη μελωδίες και θορύβους. Τρίβοντας τα υλικά με τα χέρια ή με άλλα εργαλεία, προκύπτουν διαφορετικές συχνότητες συντονισμού και δημιουργούνται ακουστικές ατμόσφαιρες. Όλα τα “θορυβότονα” μπορεί να χρησιμοποιηθούν από ένα ή περισσότερα άτομα ταυτόχρονα. Αυτή η δυνατότητα μετατρέπει μία απλή μηχανή παραγωγής ήχων σε ένα εργαλείο δημιουργίας», λέει ο κ. Τσινίκας.
Όπως αποκαλύπτει, η κεντρική ιδέα έχει να κάνει με τον ήχο και το θόρυβο, δηλαδή την ακουστική, τη μουσική, που είναι το ένα κομμάτι της τέχνης. Αλλά και με την κίνηση με μηχανισμούς, που αφορά το κομμάτι της μηχανολογίας και τη γλυπτική, που είναι το δεύτερο κομμάτι τέχνης. Όσο για την αρχική του έμπνευση, αυτή προήλθε -πριν από τουλάχιστον 25 χρόνια, από ένα παλιό βιβλίο. «Σ’ αυτό έδειχνε τους μουσικούς του δρόμου (buskers) του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα και σε ένα σκίτσο ήταν ένας τύπος που κρατούσε κάτι σαν πλύστρα -το κομμάτι της σκάφης που έτριβες τα ρούχα, και με μία βούρτσα κρατούσε τον ρυθμό. Γενικώς χρησιμοποιούσαν ό,τι έβρισκαν πεταμένο και με πρωτότυπες ιδέες το μετέτρεπαν σε μουσικό όργανο», εξηγεί. Έτσι, αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτούς και προέκυψε το πρώτο του έργο.
Σταδιακά άρχισε να δημιουργεί και τα επόμενα, με το σπίτι του να μετατρέπεται σε εργαστήριο και κάθε τι που έπεφτε στα χέρια του να αποτελεί δυνάμει υλικό για τις κατασκευές του. Η αλυσίδα που συγκρατεί την τάπα του νιπτήρα, μέρος από μεταλλική κρεμάστρα ρούχων, ακτίνες ποδηλάτου, κουτάκια από παστίλιες, βούρτσες, πένες, χορδές, κοχύλια, καρποί δέντρων και ορυκτά, είναι μόνο κάποια από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία των έργων. «Κατά τη διάρκεια της κατασκευής προέκυψαν πολλά μικρά θέματα που χρειάστηκαν διορθώσεις και οδήγησαν σε αλλαγές στο σχέδιο αλλά και στο τελικό αντικείμενο.
Κυρίαρχη έννοια στις αλλαγές ήταν η έρευνα των ήχων που παράγουν τα υλικά και οι επιλογή των καταλληλότερων μηχανισμών κίνησης», αναφέρει ο κ. Τσινίκας. Τονίζει επίσης ότι δεν χρησιμοποιήθηκε σε καμία περίπτωση ηλεκτρισμός ή ρομποτική, ώστε να παραπέμπουν σε αρχέτυπα υλικών και μηχανισμών. «Το αποτέλεσμα είναι “φυσικοί” ή αναλογικοί ήχοι, σε μία ψηφιακή καταιγιστική εποχή», λέει χαρακτηριστικά.
Όλα τα «θορυβότονα» στα χέρια των παιδιών γίνονται ένα παιχνίδι μουσικής σύνθεσης, ενώ σε παραστάσεις θεάτρου συμπληρώνουν την υποκριτική, την κίνηση, τον χορό και τους διαλόγους με ήχους. Η έκθεση φιλοξενείται στη στρογγυλή αίθουσα του ισογείου του MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μέσα στους χώρους της ΔΕΘ.