Του Σάββα Καλεντερίδη
Η απόκτηση από την Τουρκία αξιοπρόσεκτης δύναμης μη επανδρωμένων αεροσκαφών, τα οποία, μάλιστα, παράγονται από την εθνική αμυντική της βιομηχανία, σε συνδυασμό με την χρήση των νέων αυτών οπλικών συστημάτων στους πολέμους στην Ουκρανία, τη Γάζα-Ισραήλ-Λίβανο και εσχάτως στην επίθεση του Ιράν κατά του Ισραήλ, αναδεικνύουν την ανάγκη της αναβάθμισης και του εκσυγχρονισμού του οπλοστασίου που διαθέτει η Ελλάδα, για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας απειλής.
Κατ’ αρχάς να δούμε ποιας είναι οι υφιστάμενες δυνατότητες της Ελλάδας, πριν προχωρήσουμε στο τι δει γενέσθαι.
Παρότι αυτό δεν είναι ευρέως γνωστό, η Ελλάδα, στηριζόμενη σε ασφαλείς πληροφορίες για τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς της Τουρκίας εναντίον στόχων στην νησιωτική και την ηπειρωτική Ελλάδα, προχώρησε στην απόκτηση αντιαεροπορικών και αντιπυραυλικών συστημάτων, τα οποία δημιουργούν έναν θόλο προστασίας σχεδόν στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας.
Θα μπορούσαμε δε να πούμε ότι η Ελλάδα, με τα αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας, το Σύστημα Εγκαίρου Προειδοποιήσεως και τα αντιπυραυλικά συστήματα που διαθέτουν και οι τρεις κλάδοι των Ενόπλων μας Δυνάμεων, στρατός, ναυτικό και αεροπορία, έχει μια από τις πιο αποτελεσματικές αντιαεροπορικές και αντιπυραυλικές άμυνες της Ευρώπης.
Και στα χαμηλά και στα μεσαία αλλά και στα υψηλά ύψη, ο ελληνικός εναέριος χώρος προστατεύεται από υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα, τα οποία είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε αεροπορική και πυραυλική απειλή.
Υπάρχει ένα ζήτημα με τα ρωσικής κατασκευής αντιαεροπορικά-αντιπυραυλικά συστήματα S-300, TOR-M1 και OSA-ΑΚ, που όπως αποδεικνύεται στον πόλεμο στην Ουκρανία, συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά αξιόπιστα, τα οποία, όμως, για πολιτικούς λόγους η Ελλάδα τα έχει απαξιώσει, δημιουργώντας μόνη της μια «τρύπα» στην αντιαεροπορική-αντιπυραυλικοί άμυνα της χώρας.
Παρά τις υφιστάμενες κυρώσεις, σύμφωνα με ειδικούς του χώρου, η Ελλάδα μπορεί να εκσυγχρονίσει τα εν λόγω συστήματα, πλην όμως δεν προχωρά στον εκσυγχρονισμό τους, γιατί δέχεται πιέσεις από τους συμμάχους για να προχωρήσει στην «απορωσοποίηση» των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Όσο για την απειλή που συνιστούν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αυτή αντιμετωπίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα υφιστάμενα αντιαεροπορικά-αντιπυραυλικά συστήματα, πλην όμως η αντιμετώπισή τους είναι πολύ ακριβή, πέραν του ότι μπορεί ο εχθρός να σε υποχρεώσει να καταρρίψεις με τα συστήματα αυτά σμήνη φθηνών μη επανδρωμένων αεροσκαφών, να εξαντλήσεις το πυραυλικό σου απόθεμα και να μείνεις εκτεθειμένος σε αεροπορικές και πυραυλικές απειλές που θα ακολουθήσουν.
Γ’ αυτό η πιο αποτελεσματική, πρόσφορη και φθηνή μέθοδος αντιμετώπισης των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, είναι τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου – anti-drone – τα οποία χωρίς πυρομαχικά αλλά με ηλεκτρονικές παρεμβολές, είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την απειλή που μπορεί αν προέλθει από μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Είναι γνωστό ότι οι πόλεμοι είναι και μια «ευκαιρία» για δοκιμή των νέων οπλικών συστημάτων αλλά και των όποιον αντιμέτρων, για την εξουδετέρωσή τους. Από την άποψη αυτή, οι πόλεμοι στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στην Ουκρανία και στο Κουρδιστάν, αποτελούν μια ευκαιρία για την Ελλάδα να διαπιστώσει με απόλυτη ασφάλεια την αποτελεσματικότητα των τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών και να προχωρήσει άμεσα στη λήψη των απαραίτητων μέτρων, για την καλύτερη αντιμετώπισή τους.
Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει επιτέλους τη δική της εθνική παραγωγή οπλικών συστημάτων, αρχής γενομένης από την παραγωγή συστημάτων anti-drone. Η απαιτούμενη τεχνολογία είναι ήδη εδώ. Αρκεί να λάβει απόφαση η κυβέρνηση να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες, αντί να «ψωνίζουμε απ’ το ράφι», διευρύνοντας την εξάρτηση από τις χώρες προμηθευτές και συνεχίζοντας να σκοτώνουμε την ελληνική αμυντική βιομηχανία.
Τέλος, να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει ήδη αποκτήσει συστήματα anti-drone, τα οποία ήδη έχουν τοποθετηθεί εκεί που πρέπει, όμως αυτά δεν είναι αρκετά.
Οι δυνατότητες υπάρχουν, είναι ήδη εδώ και η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει στην παραγωγή τέτοιων συστημάτων στην Ελλάδα.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν.