Του Kώστα Μελά, Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας
Ενόψει των εκλογών για την ευρωβουλή τον προσεχή Ιούνιο είδε το φως της δημοσιότητας η παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας και πρώην προέδρου της ΕΚΤ Μάριου Ντράγκι στην High-level Conference on the European Pillar of Social Rights (Bruxelles, 16 aprile 2024) με τίτλο: Radical Change– Is what is needed.
Ο Μάριο Ντράγκι πραγματοποίησε την ομιλία του παρέμβαση μετά από την τοποθέτησή του ως ειδικός σύμβουλος της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Η βάση της παρέμβασης του Μ. Ντράγκι είναι η αναγνώριση των καθυστερήσεων που διέπουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε μια σειρά λειτουργίες που όμως αφορούν βασικούς τομείς της ΕΕ.
Συγκεκριμένα αναφέρει ο Μ. Ντράγκι: «Ο τρόπος με τον οποίο είμαστε οργανωμένοι, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και οι μηχανισμοί χρηματοδότησής μας είναι σχεδιασμένοι για τον κόσμο του χθες: πριν από τον Covid, πριν από την Ουκρανία, πριν από την πυρκαγιά στη Μέση Ανατολή, πριν από την επιστροφή των εχθροπραξιών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Χρειαζόμαστε όμως μια Ευρωπαϊκή Ένωση που να ταιριάζει στον κόσμο του σήμερα και του αύριο. Γι’ αυτό, αυτό που θα προτείνω στην έκθεση που μου ζήτησε να ετοιμάσω ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι μια ριζική αλλαγή: γιατί είναι μια ριζική αλλαγή που χρειαζόμαστε».
Σύμφωνα με τον Μ.Ντράγκι η ενιαία αγορά αποτελεί τη βάση ύπαρξης της ΕΕ, αλλά διαπιστώνουν προβλήματα στη λειτουργία της τα οποία προέρχονται από λανθασμένες αντιλήψεις των βασικών εννοιών που την στηρίζουν, όπως είναι η ανταγωνιστικότητα, η ελεύθερηαγορά, και η απρόσκοπτη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε σειρά οικονομικά θέματα που προάγουν την οικονομική μεγέθυνση αλλά και τηνκοινωνική συνοχή.
Για τον Ντράγκι ο μέχρι σήμερα τρόπος λειτουργίας της ανταγωνιστικότητας με κύριο μέτωπο μεταξύ των εθνικών οικονομιών της ΕΕ κινείται παντελώς σε λάθος κατεύθυνση. Σημειώνει με έμφαση:
«Η ανταγωνιστικότητα είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα για την Ευρώπη εδώ και πολύ καιρό. Το 1994, ο οικονομολόγος και μελλοντικός νικητής του βραβείου Νόμπελ Πολ Κρούγκμαν χαρακτήρισε την τάση να εστιάζει κανείς στην ανταγωνιστικότητα ως «επικίνδυνη εμμονή». Λέει ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη επιτυγχάνεται με την αύξηση της παραγωγικότητας –η οποία ωφελεί όλους– και όχι με την προσπάθεια βελτίωσης της σχετικής θέσης κάποιου σε σχέση με τους άλλους και την κατάκτηση του μερίδιού τους στην ανάπτυξη.
Η προσέγγιση για την ανταγωνιστικότητα που υιοθετήσαμε στην Ευρώπη μετά την κρίση του δημόσιου χρέους φαίνεται να του απέδειξε ότι είχε δίκιο. Ακολουθήσαμε σκόπιμα μια στρατηγική που βασίζεται στην προσπάθεια μείωσης του μισθολογικού κόστους μεταξύ τους, εκτός από μια προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, με μοναδικό αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της εσωτερικής μας ζήτησης και την υπονόμευση του κοινωνικού μας μοντέλου.
Δεν είναι η ανταγωνιστικότητα που είναι ελαττωματική ως έννοια. Η Ευρώπη είναι αυτή που έχει επικεντρωθεί σε λάθος πράγματα.
Έχουμε στραφεί προς τα μέσα, βλέποντας τους εαυτούς μας ως ανταγωνιστές, ακόμη και σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια όπου έχουμε βαθιά κοινά ενδιαφέροντα. Ταυτόχρονα, δεν κοιτάξαμε αρκετά προς τα έξω: με ένα τελικά θετικό εμπορικό ισοζύγιο, δεν θεωρήσαμε την εξωτερική μας ανταγωνιστικότητα ως σοβαρό ζήτημα πολιτικής».
Κατά την άποψή μου ο Ντράγκι κινείται σε σωστή κατεύθυνση, χωρίς όμως να δίνει ολόκληρη την αλήθεια.
Μέχρι και τις αρχές του 1990 η ανταγωνιστικότητα ήταν μια οικονομική έννοια που χρησιμοποιούταν κυρίως για να περιγράψει την ικανότητα των επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες που υπάρχουν εγγενώς σε μια καπιταλιστική αγορά και να καταφέρουν να επιτύχουν τους στόχους που ή κάθε μία έθετε. Ο πρώτος και βασικός στόχος όλων των επιχειρήσεων ήταν να καταφέρουν να επιβιώνουν μακροχρονίως, αναπαράγοντας σε διευρυμένη φάση τις συνθήκες αναπαραγωγής τους και παραλλήλως να λειτουργούν με αποτελεσματικότητα, είτε αυτή εκφράζεται με αύξηση των κερδών ή του μεριδίου της αγοράς, ή και των δύο μαζί. Η ανταγωνιστικότητα αφορούσε στις επιχειρήσεις ή επιχειρηματικούς κλάδους που δραστηριοποιούνταν στην εγχώρια αγορά, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγωγικών επιχειρήσεων, όσο και στη διεθνή αγορά, για όσες από αυτές πραγματοποιούσαν πωλήσεις στο εξωτερικό και ήταν αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν αντίστοιχες ξένες επιχειρήσεις.
Στην καπιταλιστική αγορά υπάρχει ένα αδιάψευστο κριτήριο που αφορά στη δυνατότητα επιβίωσής τους: τα κέρδη τους. Η συσσώρευση ζημιών από μια επιχείρηση σε συνεχείς διαχειριστικές χρήσεις οδηγεί τελικά στο κλείσιμο της επιχείρησης. Η ύπαρξη κερδών συνεπώς αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη επιβίωσης μιας επιχείρησης. Βασικός παράγοντας για την ύπαρξη κερδών είναι η επιχείρηση να παράγει αποτελεσματικά. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει να έχει η επιχείρηση υψηλή παραγωγικότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες ομοειδείς επιχειρήσεις. Το μοναδιαίο κόστος παραγωγής της επιχείρησης (συνάρτηση της παραγωγικότητας και του εργατικού ωρομισθίου) συν το ποσοστό κέρδους, που καθορίζει η επιχείρηση ή το ποσοστό κέρδους που καθορίζουν οι επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, προσδιορίζουν την τιμή πώλησης της μονάδας του προϊόντος στην εγχώρια αγορά.. Παράλληλα και για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις πρέπει να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο και επιπροσθέτως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η συναλλαγματική ισοτιμία του εγχωρίου νομίσματος με το νομίσματα των χωρών, όπου η δεδομένη επιχείρηση επιθυμεί να πραγματοποιήσει τις εξαγωγές της. Βλέπουμε λοιπόν ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης ουσιαστικά προσδιορίζεται από την παραγωγικότητά της, το ποσοστό κέρδους και τη συναλλαγματική ισοτιμία του εγχωρίου νομίσματος σε σχέση με το νόμισμα της χώρας εισαγωγής του προϊόντος.
Γίνεται ευθέως κατανοητό ότι ο βασικός και κύριος παράγοντας προσδιορισμού της ανταγωνιστικότητας μιας επιχείρησης είναι η παραγωγικότητά της. Οι άλλοι δύο παράγοντες μόνο βραχυπροθέσμως και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αναφέρω ορισμένες σκέψεις μου επί του προκειμένου ζητήματος.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, στο πλαίσιο της ιδεολογικής οπτικής του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, από τη μεριά των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ προτάθηκε η επέκταση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας και στο επίπεδο των εθνικών χωρών. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή η έννοια της ανταγωνιστικότητας έχει την ίδια σημασία στο επίπεδο μιας χώρας καθώς και στο επίπεδο της επιχείρησης. Η αρχή μπορούμε να πούμε έγινε επισήμως το 1985, όταν η Επιτροπή για τη Βιομηχανική Ανταγωνιστικότητα στις ΗΠΑ, στην Έκθεσή της προς τον Πρόεδρο, ορίζει την ανταγωνιστικότητα ως «το μέγεθος της ικανότητας της χώρας να παράγει –σε συνθήκες ελευθέρου και χωρίς διακρίσεις ανταγωνισμού– αγαθά και υπηρεσίες που αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις απαιτήσεις των διεθνών αγορών, ενώ ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών της να αυξάνονται». Και συνεχίζει «…η ανταγωνιστικότητα σε εθνικό επίπεδο βασίζεται στην υπέρτερη παραγωγικότητα και πιο συγκεκριμένα στην ικανότητα της οικονομίας να μετατοπίζει την παραγωγή της προς δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας, που με τη σειρά τους μπορούν να δημιουργήσουν υψηλούς πραγματικούς μισθούς». Ειδικότερα η Έκθεση δίνει έμφαση στο ότι η ανταγωνιστικότητα «δεν είναι ένα απλό μέτρο της ικανότητας μιας χώρας να πουλάει τα προϊόντα της στο εξωτερικό και να διατηρεί τη ισορροπία του εμπορικού της ισοζυγίου, αλλά συνδέεται με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, με τη διεύρυνση των ευκαιριών για απασχόληση και με την ικανότητα της χώρας να τηρεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις». Την ίδια χρονιά (1985), το Harvard Business School διοργανώνει ένα συμπόσιο με θέμα την Αμερικανική Ανταγωνιστικότητα στην Παγκόσμια οικονομία. Κατά την διάρκεια του συμποσίου, η ανταγωνιστικότητα ορίζεται με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο. Την δεκαετία του 1990 δύο Αμερικανοί καθηγητές, ο Robert Reich και η Laura D’Andrea Tyson, γνωστοί για τις υψηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις που κατείχαν κατά την διάρκεια της πρώτης προεδρικής θητείας του Bill Clinton, εμμένουν στη συσχέτιση της ανταγωνιστικότητας με τη διατήρηση ενός αυξανόμενου βιοτικού επιπέδου. Το 1994 ο ίδιος ο πρόεδρος Bill Clinton σε ομιλία του υιοθετεί τις απόψεις αυτές, λέγοντας επιπλέον στην προσπάθειά του να δώσει έμφαση ότι «κάθε έθνος σαν μεγάλη επιχείρηση ανταγωνίζεται στην παγκόσμια αγορά». Η άποψη από ακαδημαϊκή μετατρέπεται σε κυρίαρχο δόγμα. Τώρα πρέπει να υιοθετηθεί από τους πολυμερείς οργανισμούς που υποβαστάζουν το παρόν καθεστώς. Έτσι αμέσως μετά υιοθετείται από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ. Τη συνέχεια αναλαμβάνουν τα ΜΜΕ και τα ακαδημαϊκά κατεστημένα στο όνομα της κυρίαρχης ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η ερμηνεία αυτή είναι οργανικά ενταγμένη στην λογική του νεοφιλελεύθερου οικονομικού υποδείγματος, σύμφωνα με την οποία η απελευθέρωση των αγορών αποτελεί το φυσικό περιβάλλοντα χώρο της ανθρώπινης δράσης και όπου όλα τα «υποκείμενα», ατομικά ή θεσμικά, διέπονται από τους αδήριτους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς και ως εκ τούτου μεθοδολογικά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τα γνωστά χαρακτηριστικά του homo economicus. Ένα από τα βασικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης αλλά και της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας ώστε να προβληθεί η εικόνα ενός ομογενοποιημένου κόσμου, είναι το ζήτημα των εθνικών κρατών. Η υπέρβαση των εθνικών κρατών ως των βασικών παικτών στο διεθνές περιβάλλον καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας των απανταχού υποστηρικτών των απόψεων αυτών. Ίσως όμως το επιχείρημα που εξαπλώθηκε ευρέως και αποτελεί την αιχμή του δόρατος αυτής της επιχειρηματολογίας είναι ότι τα εθνικά κράτη στην παρούσα φάση της νέας διεθνοποίησης του κεφαλαίου δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από οικονομικούς μηχανισμούς, κάτι σαν τις μεγάλες ανώνυμες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίοι καλούνται να ανταγωνιστούν στο διεθνή οικονομικό στίβο, όπως ακριβώς η General Motors με την Fiat, ή Coca-Cola με την Pepsi. Με τον τρόπο αυτό κάθε εθνικό κράτος «αποστερείται» εμμέσως πλην σαφώς από τις αρμοδιότητες, τις υποχρεώσεις και τις εξουσίες που μέχρι σήμερα κατείχε, ενώ αναδεικνύονται μόνο οι οικονομικές υποχρεώσεις του, οι οποίες μάλιστα καθορίζονται ασφυκτικά από το διεθνές περιβάλλον όπως αυτό βεβαίως προσδιορίζεται και ερμηνεύεται από τις βουλήσεις των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ του πλανήτη.
Μπορούμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε τις απόψεις του ΟΟΣΑ για την ανταγωνιστικότητα προς επίρρωση των παραπάνω. Σύμφωνα με τον οργανισμό η πολιτική για την ανταγωνιστικότητα αναφέρεται σε μια προσπάθεια για την αύξηση της αποδοτικότητας της προσφοράς μιας οικονομίας, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης των αγορών προϊόντων, κεφαλαίου, εργασίας και τεχνογνωσίας. Τα βασικά εργαλεία της πολιτικής για την ανταγωνιστικότητα είναι οι μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς, οι οποίες προωθούν όχι μόνον τη δημιουργία δομών αγοράς που ευνοούν την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και τη δημιουργία θεσμών που ενισχύουν τις παραγωγικές ικανότητες μιας οικονομίας. Απαιτείται συλλογική προσπάθεια για τη βελτίωση της επίδοσης κάθε εθνικού παραγωγικού συστήματος χωριστά. Οι προτεινόμενες προτεραιότητες σε μια πολιτική που προωθεί την ανταγωνιστικότητα πρέπει να οδηγούν σε δράσεις που έχουν τέσσερις κυρίους στόχους:
• την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής
• την αύξηση της παραγωγικότητας
• τη διευκόλυνση του ανοίγματος των αγορών
• την ενδυνάμωση των υποδομών
Γίνεται απολύτως φανερό ότι η χρήση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας σε εθνικό επίπεδο έρχεται να καλύψει χώρους που δεν της ανήκουν και οι οποίοι αφορούν στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης και της οικονομικής πολιτικής. Η χρησιμοποίηση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας υποκρύπτει αφενός ιδεολογική φόρτιση, δεδομένου ότι επιχειρεί μια τεχνητή ομογενοποίηση των εθνικών οικονομιών με σαφή καθορισμένα εκ των προτέρων ιδεολογικά κριτήρια, ενώ παράλληλα αποδεικνύεται χωρίς επιστημονική βάση αν το ζήτημα μελετηθεί με στοιχειώδη συστηματικό τρόπο. Ας δούμε γιατί:
Α) Τα κράτη δεν είναι επιχειρήσεις. Ακούγεται εξωφρενικό ακόμα και να υπονοείται μια τέτοια τερατώδης άποψη. Τα κράτη ακόμα και όταν παρουσιάζονται έντονα οικονομικά προβλήματα δεν αποσύρονται, δεν κατεβάζουν ρολά. Μπορεί να είναι ή να μην είναι ικανοποιημένες από την επίδοσή τους, αλλά δεν έχουν προσδιορισμένο κατώτατο όριο, όπως οι επιχειρήσεις. Ως αποτέλεσμα η έννοια της εθνικής ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να καθοριστεί. Τα κράτη παράλληλα δεν ανταγωνίζονται, αυτές που ανταγωνίζονται είναι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά του με τις αντίστοιχες που δραστηριοποιούνται εκείθεν της επικράτειάς του. Τα εθνικά κράτη ασκούν πολιτικές υποστήριξης και βοήθειας των εγχωρίων επιχειρήσεων σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν. Τα εθνικά κράτη, αν συνεχίζουν να είναι τα κύρια θεσμικά υποκείμενα που δρουν στο σημερινό πλανητικό περιβάλλον, επιδιώκουν να αποσπάσουν μερίδιο ισχύος, πράγμα που είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία, εντελώς διαφορετική από αυτή που υποστηρίζει η μονοδιάστατη οικονομιστική προσέγγιση.
Β) Όπως έχουμε σημειώσει το μέγεθος της ανταγωνιστικότητας στην ουσία είναι το μέγεθος της παραγωγικότητας μετατρεπόμενο σε μονάδες ξένου νομίσματος μέσω της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η αύξηση επομένως της παραγωγικότητας είναι ο παράγοντας εκείνος που αυξάνει τον πλούτο μιας χώρας και την ευημερία των κατοίκων της. Τι θα συμβεί σε μια χώρα της οποίας η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη από τις αντίστοιχες παραγωγικότητες με τις οποίες διατηρεί εμπορικές σχέσεις; Η κοινή απάντηση θα είναι ότι θα υπάρξουν προβλήματα. Εάν δεν είναι σε τίποτε καλύτερη δεν θα μπορεί να πωλήσει τίποτε στο εξωτερικό. Τίποτε το πιο αναληθές. Πρώτον: τη σωστή απάντηση δίνει το θεώρημα του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Δεύτερον: η χαμηλή παραγωγικότητα στη συγκεκριμένη χώρα δε θα της επιτρέπει να έχει υψηλά επίπεδα ευημερίας. Αυτό όμως δεν οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν άλλες χώρες με υψηλότερη παραγωγικότητα. Οφείλεται στο ότι η ίδια έχει χαμηλή παραγωγικότητα.
Είναι περιττό να σημειώσω ότι ήταν η Γερμανική Κυβέρνηση που με επιμονή πρότεινε την έννοια της Εθνικής Ανταγωνιστικότητας μέσω του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας.
Το δεύτερο σημείο της παρέμβασης του Μ. Ντράγκι αφορά στον τρόπο που η ΕΕ αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Μια αγορά που θεωρεί ότι μπορεί να χωρίς ενεργές πολιτικές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ΕΕ να παραμείνει στάσιμη σε πλείστους όσους τομείς σε σχέση με τις ΗΠΑ αλλά και την Κίνα. Γράφει ο Μ. Ντράγκι:
«Σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, βασιστήκαμε σε παγκόσμιους ισότιμους όρους ανταγωνισμού και σε μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες, περιμένοντας από άλλους να κάνουν το ίδιο. Αλλά τώρα ο κόσμος αλλάζει γρήγορα και μας έχει πιάσει έκπληξη.
Άλλες περιφέρειες, ειδικότερα, έχουν σταματήσει να τηρούν τους κανόνες και αναπτύσσουν ενεργά πολιτικές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικής τους θέσης. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτές οι πολιτικές στοχεύουν στον αναπροσανατολισμό των επενδύσεων προς τις δικές τους οικονομίες εις βάρος των δικών μας. Στη χειρότερη, έχουν σχεδιαστεί για να κάνουν μόνιμη την εξάρτησή μας από αυτά.
Η Κίνα, για παράδειγμα, στοχεύει να συλλάβει και να εσωτερικεύσει όλα τα μέρη των αλυσίδων εφοδιασμού που σχετίζονται με πράσινες και προηγμένες τεχνολογίες και διασφαλίζει την πρόσβαση στους απαραίτητους πόρους. Αυτή η ταχεία επέκταση της προσφοράς οδηγεί σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε πολλούς τομείς και απειλεί να αποδυναμώσει τις βιομηχανίες μας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούν μεγάλης κλίμακας βιομηχανική πολιτική για να προσελκύσουν την πιο πολύτιμη εγχώρια παραγωγική ικανότητα στα σύνορά τους, συμπεριλαμβανομένης αυτής των ευρωπαϊκών εταιρειών, χρησιμοποιώντας προστατευτισμό για να αποκλείσει τον ανταγωνισμό και χρησιμοποιώντας τη γεωπολιτική τους δύναμη για να αναπροσανατολίσει και να προστατεύσει τις αλυσίδες εφοδιασμού.
Ως Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είχαμε ποτέ παρόμοια «βιομηχανική συμφωνία», αν και η Επιτροπή συνεχίζει να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να καλύψει αυτό το κενό. Γεγονός είναι ότι, παρά μια σειρά θετικών πρωτοβουλιών που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν έχουμε ακόμη μια συνολική στρατηγική για τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στους διάφορους τομείς».
Ας αναλύσουμε λίγο περισσότερο τον τρόπο που θεσπίστηκε η έννοια της ελεύθερης αγοράς στη ΕΕ.
Οι αρχιτέκτονες των οικονομικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) δημιούργησαν ένα άκαμπτο και χωρίς δυνατότητα επιλογών πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Υιοθέτησαν εξ ολοκλήρου τις αποφάνσεις του νεοκλασικού υποδείγματος και της Νέας Κλασικής Μακροοικονομίας (ΝΚΜ) επιλέγοντας τη θέσπιση απλών κανόνων ως μέσων άσκησης της οικονομικής πολιτικής αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μορφή διακριτικής πολιτικής.
Οι κανόνες είναι ένα σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής, που ανακοινώνονται δημοσίως. Αναφέρονται σε μεγέθη ελεγχόμενα πλήρως από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική. Συνήθως οι κανόνες είναι σταθεροί και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται ως παθητική πολιτική.
Παράλληλα με την ύπαρξη κανόνων, η ΝΚΜ επιλέγει να ενσωματώσει στο κοινωνικο–πολιτικο–οικονομικό σύστημα, με κατάλληλες συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, εκείνους τους θεσμούς μέσω των οποίων επιτυγχάνονται οι βασικοί σκοποί της οικονομικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, με τους νέους θεσμούς επιδιώκεται η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταβολών στην οικονομία ώστε να μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική.
Ακολουθώντας κατά γράμμα τις υποδείξεις του παραπάνω οικονομικού υποδείγματος οι ηγέτες των εθνικών χωρών της Ευρώπης προχώρησαν στη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας της ΕΕ (Μάαστριχτ, Δεκέμβρης 1991).
Η οικονομική πολιτική ασκείται μέσω απλών σταθερών κανόνων που αφορούν τα επιλεγμένα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη τα οποία συνάδουν με τη λογική του υποδείγματος: πληθωρισμό, δημόσια ελλείμματα, δημόσιο χρέος. Αναγνωρίζονται εύκολα ότι πρόκειται για στόχους που ανήκουν στο χώρο ευθύνης της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Παράλληλα υπάρχει ο πυλώνας ενσωμάτωσης εκείνων των θεσμών που εξυπηρετούν το δόγμα της ελεύθερης αγοράς που ακούει στο όνομα πολιτική ανταγωνισμού. Η ΕΕ αποτελεί τον φορέα άσκησης της πολιτικής ανταγωνισμού συγκεντρώνοντας στα χέρια της εξουσίες νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές. Βασικός άξονας της πολιτικής ανταγωνισμού είναι η κατάργηση οποιασδήποτε δυνατότητας κρατικής παρέμβασης και ως εκ τούτου αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Όχι μόνο των επιχειρηματικών δράσεων αλλά και εκείνων που ανήκουν στην κοινωνική και δημόσια σφαίρα μέσα από τη διαδικασία κατάργησης των ρυθμιστικών παρεμβάσεων.
Είναι επομένως προφανές ότι η λογική που διέπει τους οικονομικούς θεσμούς δημιουργεί κατά τρόπο «αντικειμενικό» δυναμική εξέλιξη προς μια οικονομία όλο και πιο νεοφιλελεύθερη δεδομένου ότι αυτό παράγεται εγγενώς από τον τρόπο θέσπισής τους. Τη μόνη εξουσία που έχουν είναι να αυξάνουν την ένταση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και όχι να τη μειώνουν.
Η λογική των οικονομικών θεσμών επομένως δείχνει προς μία μόνον κατεύθυνση αντιγράφοντας στην κυριολεξία τις αποφάνσεις ενός συγκεκριμένου… οικονομικού δόγματος. Η παντελής άρνηση της δυνατότητας επιλογής που απορρέει από μια στοιχειωδώς δημοκρατική πολιτεία είναι προφανής αλλά το κυριότερο είναι και επικίνδυνη. Η άσκηση της οικονομικής πολιτικής μέσω κανόνων που έχουν ενσωματωθεί στον σκληρό πυρήνα της «συνταγματικής» ευρωπαϊκής τάξης παραπέμπει το λιγότερο σε… μια καλοπροαίρετη δεσποτεία.
Στη συνέχεια ο Μ. Ντράγκι προχωρά στη διατύπωση ορισμένων προτάσεων. Αναφέρει :
«Το πρώτο είναι να ενθαρρύνουμε οικονομίες κλίμακας. Οι κύριοι ανταγωνιστές μας εκμεταλλεύονται την ηπειρωτική τους κλίμακα για να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, να αυξήσουν τις επενδύσεις και να κατακτήσουν μερίδιο αγοράς στους τομείς όπου αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Στην Ευρώπη θα είχαμε φυσικά το ίδιο πλεονέκτημα, αλλά ο κατακερματισμός μας κρατά πίσω.
Το δεύτερο κοινό νήμα είναι η παροχή δημόσιων αγαθών. Υπάρχουν επενδύσεις από τις οποίες όλοι επωφελούμαστε, αλλά καμία χώρα δεν μπορεί να υποστηρίξει μόνη της: σε αυτές τις περιπτώσεις θα είχαμε κάθε λόγο να δράσουμε μαζί, υπό την τιμωρία του κινδύνου να μην ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες μας – για παράδειγμα στο μέτωπο του κλίματος , στον τομέα της άμυνας αλλά και σε άλλους.
Στην ευρωπαϊκή οικονομία υπάρχουν διάφορα σημεία συμφόρησης, σημεία όπου η έλλειψη συντονισμού μεταφράζεται σε αναποτελεσματικότητα λόγω του χαμηλού επιπέδου των επενδύσεων. Ένα παράδειγμα αντιπροσωπεύεται από τα ενεργειακά δίκτυα, και ειδικότερα από τις διασυνδέσεις.
Το ότι πρόκειται για δημόσιο αγαθό είναι σαφές: μια ολοκληρωμένη αγορά ενέργειας θα μείωνε το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις μας και θα μας έκανε πιο ανθεκτικούς απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις – ένας στόχος που επιδιώκει η Επιτροπή στο πλαίσιο του REPowerEU.
Ωστόσο, η διασύνδεση απαιτεί αποφάσεις σχετικά με τον προγραμματισμό, τη χρηματοδότηση, τις προμήθειες υλικών και τη διακυβέρνηση, και αυτές οι αποφάσεις είναι δύσκολο να συντονιστούν. Ως αποτέλεσμα, δεν θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια πραγματική Ενεργειακή Ένωση μέχρι να συμφωνήσουμε σε μια κοινή προσέγγιση».
Δηλαδή η Ευρώπη δυσκολεύεται να πράξει αυτό που ένα εθνικό κράτος εύκολα πράττει, λόγω της έλλειψης κάποιου βαθμού πολιτικής ενοποίησης.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει σε σχέση με το μέλλον της ΕΕ δεν είναι ότι χρειάζεται η πολιτική ενοποίηση αλλά πρώτον αν μπορεί να πραγματοποιηθεί .
Ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα αναδεικνύοντας τις δυσκολίες οι οποίες εγγενώς υφίστανται.
Η νεότερη ιστορία της Ευρώπης είναι υπό μίαν έννοια ταυτισμένη με την εμφάνιση και τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών. Από το 16ο μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη γίνεται η γεωγραφική περιοχή στην οποία λαμβάνει χώρα η δημιουργία ενός μοναδικού πολιτειακού φαινομένου στη νεότερη ιστορία της ανθρωπότητας ,του έθνους κράτους , το οποίο εξακολουθεί μέχρι και τις μέρες μας να συνιστά το βασικό θεσμικό υποκείμενο των διεθνών σχέσεων. Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι δημιουργός χώρος της ανάδυσης του νεότερου κυρίαρχου κράτους. Στη βάση της νεωτερικότητας θεωρίας της κυριαρχίας υπάρχει ένα περιεχόμενο που πληρώνει και τρέφει τη μορφή της κυρίαρχης εξουσίας : η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και επικύρωση της αγοράς ως θεμελίου των αξιών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Χωρίς αυτό το περιεχόμενο , που εργάζεται αενάως στο εσωτερικό του μηχανισμού κυριαρχίας , αυτή (η μορφή κυριαρχίας) δεν θα είχε καταφέρει να καταλάβει ηγεμονική θέση σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ευρωκεντρισμός διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους εθνοκεντρισμούς (όπως τον σινοκεντρισμό) και απέκτησε παγκόσμια περιωπή , κυρίως επειδή υποστηρίχθηκε από τις δυνάμεις του κεφαλαίου . Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι αδιαχώριστη από την κεφαλαιοκρατία. Είναι μια κεφαλαιοκρατική κυριαρχία , μια μορφή προστάγματος το οποίο υπερκαθορίζει τη σχέση μεταξύ ατομικότητας και καθολικότητας ως λειτουργία της ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Η Ευρώπη είναι ο κλασικός ιστορικός χώρος μιας πολυμορφίας που βρίσκει έκφραση στην ευρωπαϊκή πολυκρατικότητα. Οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι συνειδησιακά ταυτισμένοι με το κράτος ως θεσμική κατοχύρωση και έκφραση της «πατρίδος τους» της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των παραδόσεών τους , σε πολλές περιπτώσεις του θρησκευτικού δόγματος που επικρατεί, ακόμα δε της εθνικής τους φυσιογνωμίας.
Η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας έχει υπερβεί κατά πολύ κάθε προγενέστερη διατύπωση της νεωτερικής έννοιας της κυριαρχίας. Η εθνική ιδιαιτερότητα είναι μια κραταιά καθολικότητα. Όλα τα νήματα μιας μακριάς εξέλιξης κατέληξαν στην Ταυτότητα , δηλαδή την πνευματική ουσία, του λαού και του έθνους υπάρχει ένα έδαφος εμπλουτισμένο με πολιτισμικές σημασίες., με μια κοινή ιστορία και μια γλωσσική κοινότητα. Υπάρχει όμως επιπλέον η εδραίωση μιας ταξικής νίκης, μιας σταθερής αγοράς, η δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι για επενδύσεις και εκπολιτισμό. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας εγγυάται μια διαρκώς ενισχυόμενη νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας ιερής και απαραβίαστης , ακαταπολέμητης ενότητας.
Είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν τη «σιγουριά της γνώριμης και οικείας εστίας τους» και να συναινέσουν σε κάτι που είναι απόμακρο , άγνωστο , μη οικείο, γραφειοκρατικό τεχνοκρατικό και απροσπέλαστο. Οι θεσμοί των Βρυξελλών θεωρούνται απόμακροι και νεφελώδεις. Σε αντίθεση με τα κρατικά Κοινοβούλια, τα πολιτικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και όλες τις συνιστώσες του έθνους-κράτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής να δημιουργήσει οποιοδήποτε δεσμό με τον Ευρωπαίο πολίτη. Για παράδειγμα, ακόμη και ο πιο ενημερωμένος κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός Ευρωπαίος ελάχιστα κόπτεται για τις τύχες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού ή Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τις ιδέες του στο Ευρωκοινοβούλιο. Φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή είναι προτιμητέα «η τυραννία της οικειότητας» από το φόβο του απόμακρου και μη οικείου υπερκράτους. Η αντίθεση των ευρωπαϊκών λαών φυσικά δεν είναι ομοιόμορφη μεταξύ των κρατών –μελών αλλά και υπό μίαν άποψη δεν είναι ούτε εντελώς μετρήσιμη διότι βασίζεται σε ορισμένες εκφάνσεις του «φαντασιακού» κάθε λαού που καμιά «συνολο-ταυτιστική» ή «ορθολογική» μέθοδος δεν δύναται να την καταγράψει. Εκφράζεται όμως σε σημαντικές καμπές της ιστορίας και αυτό είναι εμφανές και στα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Συνθήκη αλλά όχι μόνο σε αυτά. . Παρά τη θεσμική ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το έθνος-κράτος παραμένει ο κύριος εκφραστής της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, ο αποδέκτης κοινωνικών αιτημάτων, αλλά και το βασικό σημείο αναφοράς στην οργάνωση των κοινωνιών. Εν ολίγοις, η αποτυχία ή ο εξευτελισμός της Ευρώπης δεν φαίνεται να βαρύνει ουδόλως στις συνειδήσεις των πολιτών της, όπως θα συνέβαινε με την πατρίδα τους. Επιπλέον, η απόρριψη μιας συνθήκης δεν έχει κάποιο άμεσο και εμφανές αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων, εκτός ίσως από τον προβληματισμό που δημιουργεί στους πολιτικούς τους ηγέτες, κάτι που ελάχιστα συγκινεί. Είναι νομίζω η απόδειξη ότι «κανείς δεν ερωτεύεται έννοιες όπως η κοινή αγορά». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ευνόητα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι σχεδόν αδύνατη, ελλείψει ενός «ευρωπαϊκού πατριωτισμού». Παράλληλα η παρούσα οικονομική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη, με πρωτοβουλίες κυρίως της γερμανικής κυβέρνησης, συμβάλλει καταλυτικά στην αποδόμηση οποιασδήποτε έστω και συμβολικής εικόνας της Ενιαίας Ευρώπης. Η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων είναι χαρακτηριστική. Φαίνεται ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές αρχηγεσίες φαίνεται να μην κατανοούν ότι ο πυρήνας των θεμάτων τα οποία προτάσσονται , απεκδυόμενα από τα ρατσιστικά – ξενοφοβικά ενδύματα, εκφράζουν αιτήματα των λαϊκών τάξεων που όχι μόνο δεν ακούγονται από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές αρχηγεσίες αλλά συνθλίβονται καθημερινά στο βωμό της ανάγκης υποστήριξης με κάθε τρόπο των πολυεθνικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών δημιουργώντας μια ανισοκατανομή του εισοδήματος η οποία θυμίζει έντονα τα μέσα του 19ου αιώνα. Πάντοτε στην ιστορία τα άκρα μπορεί να ασκούσαν πολιτική αλλά λόγω της φύσης τους, παρήγαγαν πολιτική τα συμπεράσματα της οποίας όποτε έγιναν αποδεκτά, βεβαίως στρογγυλεμένα και απαλλαγμένα από τις ακραίες ιδεολογικές δοξασίες , λειτούργησαν υπέρ της αποτελεσματικότερης λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας σε παγκόσμιο αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Όμως συνοδεύεται και από την άνοδο του σκεπτικισμού για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα πολλών τμημάτων του πληθυσμού τα οποία εμφορούνται καθόλα από δημοκρατικές ιδέες και μέχρι τώρα ήταν φίλα προσκείμενες στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης. Αυτό διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού τόσο στο σύνολο των χωρών της ΕΕ και ακόμη και στην Γερμανία η οποία αν τι άλλο συγκυριακά εμφανίζεται ως η μόνη χώρα η οποία κερδίζει από την παρούσα κατάσταση. Φαίνεται δυστυχώς ότι ο μόνος συνδετικός κρίκος ο οποίος παραμένει σήμερα μεταξύ των λαών της ΕΕ φαίνεται ότι είναι ο φόβος της διάλυσης και το αβέβαιο που θα επακολουθήσει. Δυστυχώς δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να διατηρήσει ενωμένη την … Ενωμένη Ευρώπη.