«ὁ πατήρ με ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου … οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλὰ ἐγὼ τίθημι αὐτήν, ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ·» (Ἰω. 10, 17-18)
[Ο Πατέρας με αγαπά, γιατί εγώ προσφέρω (θυσιάζω) τη ζωή μου … κανείς δεν την αφαιρεί από εμένα, αλλά εγώ την προσφέρω, από εμένα τον ίδιο (εκουσίως)]
π. Φιλοθέου Χρ. Δέδε
Ο Τερτυλλιανός (155-240 μ.X.), Πατέρας της Λατινικής Εκκλησίας γεννημένος στην Καρχηδόνα, στις απαρχές της Θεολογίας της τότε ενωμένης Εκκλησίας αναφερόμενος στη θυσία του Χριστού γράφει: «Το είδος του θανάτου είναι η αιτία της γεννήσεως». Με ακόμη πιο εύστοχο τρόπο, στον Περὶ Ἐνανθρωπήσεως Λόγο του, ο φάρος της Θεολογίας και φωστήρας της κατ’ Αφρικήν Εκκλησίας αναφέρει γι’ αυτό: «Αν ο Θεός γεννήθηκε και πέθανε, δεν είναι πως γεννήθηκε για να πεθάνει, αλλά για να πεθάνει γεννήθηκε».
Η τελική αιτία για τον θάνατο του Χριστού πρέπει ουσιαστικά να αναζητηθεί στη φθορά και τον θάνατο του ανθρώπου, γιατί εκεί ακριβώς βρίσκεται. Επομένως, ο θάνατος του Χριστού είναι τρόπον τινά η προέκταση –καλύτερα– η ολοκλήρωση της Σαρκώσεώς Του. Ο θάνατος επάνω στον Σταυρό ήταν αποτελεσματικός, όχι όμως ως ο θάνατος ενός δικαίου και αθώου. Αυτή η συναισθηματική προσέγγιση διαστρέφει το νόημα της αυθεντικής θυσίας του Σταυρού και αφήνει περιθώρια μιας κατά «προσέγγισιν» ή κατά «δόκησιν» θυσίας, μιας θεώρησης δηλαδή που υποτάσσει το οντολογικώς πραγματικό και συγκεκριμένο στην αδυναμία του λογικού να ασπασθεί τον υπέρλογο σκοπό της αυτοθυσιαστικής πράξεως του Θεού επί του Σταυρού.
Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι η αρχική εικονογραφία της Σταυρώσεως δεν παρουσίαζε καθόλου τον Χριστό να υποφέρει επάνω στον Σταυρό. Αντίθετα μάλιστα τον παρουσίαζε ως Θεό θριαμβευτή, εξαιτίας της εκούσιας θυσίας Του. Εμφανίζεται ως ο Χριστός νικητής (Christus Victor). Δεν υπάρχουν εικονογραφικά σκηνές πάθους. Οι συναισθηματικές και δραματικοποιημένες αποτυπώσεις του πάθους εισάγονται στην Βυζαντινή Τέχνη περί τα τέλη του 11ου αιώνα, ενώ στη Δύση, με την επικράτηση των Φραγκισκανών, ακόμη πιο αργά, που πλέον ο Χριστός ιστορείται ως Πάσχων.
«Ό,τι δεν είναι αυστηρά λογικό, δεν σημαίνει ότι είναι παράλογο» (Max Veber). O έρωτας δεν είναι μία λογική πράξη, αποτέλεσμα μιας λογικής διεργασίας· είναι στάση και πλήρωμα ζωής, πέραν των ορίων της λογικής. Ο θείος έρωτας καθιστά τον Θεό επί του Σταυρού «σταυρωθέντα … καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστάντα», αλλά πρώτιστα παθόντα θάνατον.
Η ένωση των δύο φύσεων, θείας και ανθρώπινης, στο ένα πρόσωπο, του Θεού Λόγου, χορηγεί στην ανθρώπινη φύση τον λόγο της ζωής. Η δημιουργία τελειούται από τον Θεό διά του Ιησού Χριστού, του Αρχετύπου μας, θελήσει, ἐνεργείᾳ και δυνάμει του Οποίου λαμβάνουμε πλέον όχι απλώς «πνοὴν ζωῆς» αλλά την δόξα του Πατρός. Ο Χριστός δοξάζεται στον Σταυρό και μας δίδει την δόξα, την οποία είχε παρά του Πατρός και την οποία ο κτιστός Αδάμ αστόχησε να ολοκληρώσει «εν κινήσει» προς δοξασμό της δημιουργίας. Αυτή η δόξα του Πατρός δεν θα είχε φθορά και θάνατο, γιατί θα είχε ζωή «ἐν τῷ χορηγῷ τῆς Ζωῆς», υπέρβαση δηλαδή των ορίων του κτιστού· αποδέσμευση από την υποταγή στη φύση, η οποία είναι τελείως διαφορετική αυτής του ακτίστου Θεού.
Ο Αδάμ αστόχησε γιατί φαντασιώθηκε τον εαυτό του ως τον «άναρχο άλλο του ιδίου». Αυτή είναι η πτώση του. Χρειαζόμασταν επομένως «τον Άναρχο Άλλο του ετέρου», το Αρχέτυπό μας, τον Υιό και Λόγο αφού «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο». Ο άνθρωπος περιέπεσε στον εαυτό του και εξαιτίας της φιλαυτίας του δημιούργησε τη φαντασίωση ότι η αρχή, δηλαδή η αιτία της υπάρξεώς του, ήταν και ο ίδιος και ο έτερος, ταύτιση δηλαδή δημιουργού και δημιουργήματος. Έτσι κινδύνευσε να περιπέσει στο «μὴ ὄν». Ο θάνατος είναι το επιτρεπόμενο όριο· το «έως εδώ» του Θεού, ο Οποίος δεν αφήνει να ολοκληρωθεί η οντολογική πτώση σε αφανισμό. Ο θάνατος είναι δημιούργημα του ανθρώπου, αποκοπή κοινωνίας και πορείας προς την ολοκλήρωση της ζωοδόχου υποδοχής και αποδοχής της ολοκληρώσεώς του, από το κατ’ εἰκόνα στο καθ’ ὁμοίωσιν· μετοχή στη δόξα του Πατρός, θεληματική δηλαδή μετοχή, κατά χάριν, στη ζωή της Αγίας Τριάδος.
Η ζωή της Εκκλησίας κυλά στον «Χαλκηδόνειο χρόνο». Με την επίνευση του Παναγίου Πνεύματος «έδοξε» την ασύγχητη, άτρεπτη, αδιαίρετη και αχώριστη ένωση των δύο φύσεων, θείας και ανθρωπίνης, στο Ένα πρόσωπο, αυτό της θεότητος του Χριστού. Ένωση στο ένα πρόσωπο, γνωριζομένη όχι «ἐκ» δύο φύσεων, αλλά «ἐν δύῳ φύσεσιν». Οι όροι της Συνόδου δηλώνουν τα όρια μεταξύ αλήθειας και πλάνης· όχι ασάρκως αλλ’ εν σαρκί γνωρίζουμε τον Λόγο του Θεού, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Δεν ήταν ένας άνθρωπος εκείνος που έπαθε και πέθανε επάνω στο Σταυρό, γιατί στον Χριστό δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη υπόσταση – πρόσωπο. Το πρόσωπό Του είναι θείο αλλά σαρκωμένο. «Αυτός που έπαθε δεν ήταν κοινός άνθρωπος, αλλά Θεός που έγινε άνθρωπος και αγωνίσθηκε τον αγώνα της υπομονής», διδάσκει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων. Ως τέλειος άνθρωπος, ο Κύριός μας ήταν θνητός, γιατί και στην αρχέγονη και άμωμη ανθρώπινη φύση ήταν εγγενής η δυνατότητα του θανάτου (“potentia mortis”). O θάνατός Του όμως τελέστηκε στο ένα πρόσωπο-υπόσταση του Θεού Λόγου· ήταν επομένως ένας θάνατος εν τω προσώπω της θεότητος. Με απλά λόγια, ένας αναστάσιμος θάνατος, μία «ύπνωση», μία «σπορά», η οποία έμελλε μετά την τριήμερη νέκρωση “triduum mortis” να εγερθεί. Ο Χριστός μπορούσε και να μην πεθάνει. Αυτό κάνει τον θάνατό Του περισσότερο επώδυνο απ’ ό,τι ο θάνατος βασανίζει εμάς. Ήταν όμως ένας εκούσιος θάνατος, γιατί Εκείνος θέλησε να υποστεί αυτή την οδύνη. Επειδή με τον δικό Του θάνατο νίκησε τον δικό μας, για χάρη δική μας πέθανε ο Θεός και αναστήθηκε, ολοκληρώνοντας το θείο σχέδιο για τη δική μας δυνατότητα Αναστάσεως. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει: «Πλησίασε το θάνατο τόσο που να έρθει σ’ επαφή με την κατάσταση του πτώματος και να δώσει στη φύση την απαρχή της Αναστάσεως» και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Διέλυσε την εξουσία της θνητότητας».
Ο Θεός, λέγει στη Β΄ προς Κορινθίους ο απόστολος Παύλος, «ἁμαρτίαν ἐποίησεν»: «… τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ». Δεν είναι νομική η διαδικασία της δικαιοσύνης, επειδή ο Χριστός είναι αθώος και αποδίδει κατά κάποιο τρόπο στον εαυτό του τη δική μας ενοχή μ’ έναν δικανικό τρόπο. Εδώ γίνεται κάτι διαφορετικό. Κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Μας σώζει, κοινωνώντας ο Ίδιος, σαν ένας από εμάς, όλα όσα υποφέρουμε εσωτερικά, «εκ των έσω»· γιατί ζούμε σ’ έναν κόσμο, στον οποίον εμείς επιφέραμε τον θάνατο και νεκρώσαμε τη δημιουργία, την οποία μεταβάλαμε σε δικό μας τάφο. Εμείς εισαγάγαμε στον κόσμο τη φθορά και τον θάνατο κι έτσι παγιδευτήκαμε «εκ των ιδίων εις τα ίδια». Ο Χριστός «αμαρτάνει», γιατί ταπεινούμενος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και, παρότι αγιασμένη από την ένωσή της με την θεία φύση, υπακούει στο θέλημα του θείου προσώπου Του και πεθαίνει πραγματικά ως άνθρωπος. Η «αμαρτία» Του είναι η εκούσια πρόσληψη του θανάτου, παρ’ ότι μπορούσε και να μην τον υποστεί. Η ανθρώπινη θέλησή Του ενώνεται με την θεία βουλή, «ἵνα οἱ ἐν τῷ Ἀδὰμ ἀποθνήσκοντες ζωοποιηθῶσιν ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ σου».
Για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό, επισημαίνουμε ότι στον πρώτο άνθρωπο η δυνατότητα να πεθάνει υπήρχε έμφυτη μέσα του. Η αστοχία φανέρωσε αυτή τη δυνατότητα, η οποία και έγινε πραγματικότητα. Ο Χριστός, όχι ο δεύτερος Αδάμ (γιατί έτσι όπως γίνεται αντιληπτός ο όρος, φαντάζει ως δογματική παρέκκλιση ή εκτροπή), επειδή ο Χριστός δεν μπορεί να είναι «δεύτερος»· δεν είναι ούτε «νέος Αδάμ», ο «παλαιός των ημερών»· είναι το Αρχέτυπο του ανθρώπου αφού κατ’ εικόνα του εαυτού του -ο Χριστός- δημιούργησε τον άνθρωπο. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος ρητά αναφέρει: «… ἵνα ᾖ αὐτὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι πρωτεύων…» (Θ. Λειτουργία, Εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς).
Η ακρίβεια της Θεολογίας επιτάσσει σαφή ορολογία αναφοράς στους όρους και τα όρια χρήσης και απόδοσης λέξεων στο πρόσωπο του Χριστού. Διαφορετικά οι αιρετικές δοξασίες εύκολα υπεισέρχονται και αλλοιώνουν το Χριστολογικό δόγμα, τη μόνη αλήθεια περί του Χριστού. Ο έσχατος Αδάμ είναι ο Χριστός, αυτός που «οὐκ ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» καί πού «… Θεὸς ὢν προαιώνιος, ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη … σαρκωθεὶς ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών, σύμμορφος γενόμενος τῷ σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήσῃ τῆς εἰκόνος τῆς δόξης αὐτοῦ…». Αυτή είναι η πίστη της Εκκλησίας για τον Υιό και Λόγο του Πατρός. Έλαβε το σώμα του ανθρώπου αλλά η εν Αγίω Πνεύματι σύλληψή Του στη μήτρα της Παρθένου φανερώνει μια άλλη γέννηση, απαλλαγμένη από τη φθορά και τον θάνατο, γιατί δεν είναι γέννηση «εκ σποράς».
Επομένως το «αδύνατο του θανάτου» ήταν δοσμένο· όμως ο Χριστός επιλέγει τη «δυνατότητα του θανάτου», γιατί η θέλησή του να ενώσει τη μοίρα του κτιστού με την αιωνιότητα του Ακτίστου Θεού, ήτοι την κατά χάριν θέωση και αφθαρσία (αυτό που ονομάσαμε «δοξασμό του ανθρώπου εν προσώπω Ιησού Χριστού») είναι το σχέδιο της θείας οικονομίας προτού καν ο κόσμος δημιουργηθεί. Η Ανάσταση του Χριστού είναι μία νίκη, όχι μόνο κατά του δικού του θανάτου αλλά κατά του θανάτου εν γένει· «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν» (Κανών του Πάσχα).
Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι πεθαίνουμε, καταργείται το αναπόφευκτο του θανάτου γιατί καθίσταται ανίσχυρος ο θάνατος και δίδεται στους ανθρώπους η δύναμη (potentia) της Αναστάσεως. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλά γι’ αυτό: «Είναι αλήθεια πως πεθαίνουμε ακόμα όπως πρώτα, αλλά δεν παραμένουμε στο θάνατο κι αυτό είναι το ότι δεν πεθαίνουμε… Η δύναμη και αυτή η πραγματικότητα του θανάτου είναι ακριβώς τούτο, ότι ο νεκρός δεν έχει καμία δυνατότητα να γυρίσει στη ζωή… Αλλ’ αν μετά το θάνατο πρόκειται να ζωογονηθεί κι ακόμα να του δοθεί μια καλύτερη ζωή, τότε αυτό δεν είναι πια θάνατος, αλλά μια ύπνωση». Και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επίσης αναφέρει: «Γιατί η θεϊκή δύναμη είναι ικανή να εφεύρει … μίαν οδό μέσα στο ακατόρθωτο».
Η Ανάσταση είναι μια μυστική γέννηση στην πλήρη αθανασία, σε μία νέα και αέναη, δηλαδή αιώνια, ζωή. Ο ίδιος ο θάνατος εκβάλλει τη ζωή. Πλήρης αντιστροφή των νόμων της πεπτωκυίας φύσεως· «ήρθε προς το πάθος την ημέρα του Σαββάτου που είναι έκτη κατά σειρά ημέρα, κατά την οποία πλάστηκε ο άνθρωπος, χαρίζοντας με το δικό Σου πάθος αυτή τη δεύτερη πλάση σ’ αυτόν ο οποίος ήταν νεκρός» και «…με το θάνατο του Χριστού ο θάνατος θανατώθηκε, γιατί η πεθαμένη ζωή θανάτωσε το θάνατο, η πληρότητα της ζωής καταβρόχθισε το θάνατο» (Άγ. Ειρηναίος). Ένας άγραφος λόγος του Χριστού, που διατηρήθηκε από την παράδοση της Εκκλησίας, αναφέρει: «Εκεί που ο άνθρωπος είναι μόνος, είμαι μαζί του». Ο Άγιος Επιφάνιος, στη θαυμάσια ομιλία του για το Μέγα Σάββατο, αναφέρει παραστατικά: «… ο Αδάμ, αιχμάλωτος πιο πολύ από όλους τους άλλους … μίλησε έτσι: “Ακούω τα βήματα κάποιου που έρχεται προς εμάς”. Και όταν μιλούσε ο Κύριος εισήλθε κρατώντας τα νικητήρια όπλα του Σταυρού. Γεμάτος από κατάπληξη, ο Αδάμ εκραύγασε στους άλλους: “ο Κύριός μου είναι μαζί με όλους σας”. Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: “Και με το πνεύμα σου… Σήκω από τους νεκρούς. Είμαι ο Θεός σου, και εξαιτίας σου, έγινα ο υιός σου… Σήκω και ας φύγουμε από εδώ, γιατί είσαι σ’ εμένα και είμαι σ’ εσένα, σχηματίζουμε όλοι οι δύο ένα μοναδικό και αδιαίρετο πρόσωπο… Σηκωθείτε, ας φύγουμε απ’ εδώ και ας πάμε από τη λύπη στη χαρά… Ο ουράνιος Πατέρας μου περιμένει το χαμένο πρόβατο… η αίθουσα των γάμων είναι ετοιμασμένη…, οι αιώνιες σκηνές είναι στημένες…, αυτή η Βασιλεία των ουρανών που υπήρχε προ πάντων των αιώνων σας περιμένει” …».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναγγέλλει: «Αλλοίμονο στη διάνοια που έχει παρατηρήσει ύπουλα τα μυστήρια του Θεού». Τι θα μπορούσε να σημαίνει όμως, σήμερα αυτός ο φοβερός λόγος και σε τι άραγε μας αφορά… Φοβερότερος είναι ο λόγος του Χριστού στο κατὰ Ματθαῖον (κεφ. 23, 37-38) καὶ στὸ κατὰ Λουκᾶν (κεφ. 13, 34-35): «Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν— ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου, ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία αὐτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε; ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος». Στην πόλη του Δαβίδ λαμβάνει χώρα ο θάνατος του πρώτου μάρτυρα του Ευαγγελίου. Ο Σαούλ την εγκαταλείπει και αρχίζει το έργο της ιεραποστολής – το ίδιο και ο Πέτρος μετά από τη φυλάκισή του.
Η Ιερουσαλήμ παύει να είναι το κέντρο του Ευαγγελισμού και οδεύει προς τη μοίρα που της προείπε ο Χριστός. Η επιστροφή του Παύλου επιφέρει σ’ αυτήν ακόμη μία άρνηση. Το Ευαγγέλιο εγκαταλείπει την Ιερουσαλήμ για να φθάσει «ἕως περάτων τῆς γῆς», επί «πάντα τὰ ἔθνη». Η «ερημία» γίνεται το συνώνυμο της πόλης «έως της σήμερον». Τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες –αν και ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, ο Χριστός είναι το τέλος των θρησκειών– συναντήθηκαν και στο όνομα της ιερότητας σφαγιάζονται ακόμη… Η ερημία του κόσμου, ο φόβος για το μέλλον του, έχει ως αφετηρία την Ιερουσαλήμ. Καθένας ζητά να επιβάλλει τον Θεό του επί του Θεού των άλλων.
Ο Χριστός, μετά από την ανάσταση Του, δίδει μόνον έναν τρόπο ζωής στους μαθητές του: «την δική μου ειρήνη σας δίδω». Ο Εβραίος χαιρετά ευχόμενος «Σαλώμ» (ειρήνη), το ίδιο και ο πιστός του Ισλάμ. Οι πόλεμοι όμως γίνονται με έναν οξύμωρο τρόπο, από τη θρησκειοποίηση της επεκτατικής πολιτικής στο όνομα μιας «ανειρήνευτης ειρήνης». Οι θρησκείες φαίνεται απέτυχαν. Οι άνθρωποι ελπίζουν, λίγο-πολύ ή και αναγκαστικά, στην αποθρησκειοποίηση της πολιτικής. Πρέπει όμως να μιλήσουμε αυτές τις ημέρες με αυτοκριτική για εμάς τους ίδιους, τους Χριστιανούς· να εξετάσουμε τις αιτίες της δικής μας αποτυχίας να συμβάλλουμε στην ειρήνη. Τόσο ο Δυτικός Χριστιανισμός, μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες των Σταυροφόρων και τους ολέθρους που κληροδότησαν, όσο και οι παρατεταμένες τραγωδίες του Εβραϊκού λαού, δεν έχουν τα εχέγγυα μιας πειστικής και ειλικρνούς συμβολής στην επίλυση των γνωστών θρησκευτικοπολιτικών διενέξεων. Η δε καθ’ ημάς Ανατολή μεταφέρει τις πολιτικές της μέσω της θεωρίας του «Ρωσικού κόσμου» και εκβιάζει καθαρά το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, το οποίο και χρησιμοποιεί για τους δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς.
Οι Ελληνορθόδοξοι, αποκομμένοι εν πολλοίς από την πραγματικότητα, προσπαθούν δυσχερώς να διαχειριστούν τις απανωτές κρίσεις, «εκχωρούμενοι» αναλόγως στους εκάστοτε ισχυρούς. Ποτέ δεν συζήτησαν, δεν αναζήτησαν λύσεις και δεν αποδέχθηκαν ότι μόνοι τους αδυνατούν να υπερβούν τα πραγματικά τους προβλήματα. Υπνώττουν στις κρίσεις και ανίστανται στις εκχωρήσεις. Εμμένουν να παραμένουν φύλακες σε ασαφή «σύνορα», μεταβαλλόμενα συνεχώς, ενώ αδρανούν για το μέλλον και διατηρούν εαυτούς εμμονικά προσκολλημένους στο ιστορικό παρελθόν. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν τους ανησυχεί· αρκεί να μην διαταράξει ουδείς την κατ’ αυτούς «ιστορική αποστολή». Καμία διακινδύνευση κίνησης δεν ανατέλλει, η αδράνεια ικανοποιεί.
Ειρήνη σημαίνει πόλεμος με τον εαυτό μου, έξοδος για συνάντηση, διακινδύνευση με το άλλο, το έτερο, το διαφορετικό. Η ειρήνη δεν είναι επιβολή επί του άλλου, του διαφορετικού. Οι Απόστολοι δεν υπήρξαν διαχειριστές του Ευαγγελίου, γι’ αυτό και μαρτύρησαν. Τα Ιεροσόλυμα, η παλαιά Ρώμη, η νέα Ρώμη, και η …«τρίτη Ρώμη» του ιδεολογήματος του Ρωσικού κόσμου, όλα είναι σταθμοί μεταξύ επιγείου και ουρανίου Ιερουσαλήμ, είναι ψηλαφήσεις που στο φως του Λόγου, «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», οφείλουν να υποστούν το πέρασμα μιας στερεότυπης τοπογραφίας, πραγματοποιημένης. Αυτό δηλώνει ότι τα κοσμικά κέντρα είναι πολλαπλά, ότι η Ρώμη ή η Ιερουσαλήμ βρίσκονται σε κάθε ευχαριστιακό τόπο όπου η Εκκλησία πραγματώνεται, όπως η έδρα του Πέτρου περιέχεται στην έδρα κάθε Επισκόπου.
Υπ’ αυτήν την έννοια πρέπει να κατανοήσουμε την εναντίωση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης στα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Δεν είναι η αρχή του ιερού που δεν αναγνωρίζεται, είναι η στατική άποψή του που απορρίπτεται.
Ο δυναμικός λόγος της Σιμόν Βέιλ γίνεται επιτακτικά επίκαιρος: «Ο σύγχρονος κόσμος έχει ανάγκη αγίων, νέων αγίων, αγίων που να έχουν Πνεύμα», να κινούνται, αφού πρώτα εκχωρηθούν, από το Πανάγιο Πνεύμα, γιατί η έκταση του κακού μετριέται με τη δύναμη του αντιδότου.
Οι επικεφαλής των τριών «θρησκειών» στην Ιερουσαλήμ δεν συναντούνται, δεν συνομιλούν, δεν ανησυχούν… Όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει: «η ευσέβειά μας βρίσκεται στις πράξεις κι όχι στα λόγια». Και οι πράξεις απουσιάζουν.
Τελειώνουμε με μία προτροπή για τον καθένα μας, επειδή είναι εύκολο κάποιος να αναλαμβάνει κριτής, θεώμενος τα δρώμενα αδρανώς. Η ελπίδα ανατίθεται στον Θεό της παρακλήσεως, και η εμπειρία της Εκκλησίας μας ελπίζει πως: «Για κάθε προσεκτικό πνεύμα, η παρουσία του Θεού προηγείται από κάθε ζήτημα και με αυτό το καταργεί».
Η Εκκλησία, ιδιαίτερα τις ημέρες αυτές, αναγγέλλει: «Ο Χριστός ήλθε για να μεταβάλει τους νεκρούς σε “κοιμωμένους” και να ξυπνήσει τους ζωντανούς».