Αυτολογοκρισία, non-papers, επιθέσεις κατά δημοσιογράφων: Μια ακτινογραφία της ελληνικής δημοσιογραφίας με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Ελευθερίας του Τύπου.
Της Κάκης Μπαλή
Ο θρύλος λέει ότι ο βασιλιάς, πρωθυπουργός και πατέρας της ανεξαρτησίας της Καμπότζης Νοροντόμ Σιχανούκ υποστήριζε πως έζησε σε “δύσκολες εποχές για πρίγκιπες”, καθώς επί πολλές δεκαετίες η χώρα του ήταν το κλωτσοσκούφι μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, των γειτόνων της και των Ερυθρών Χμερ. Σε πολύ λιγότερο… ηρωικές εποχές μπορεί βάσιμα να παραπονιέται κανείς σήμερα στην Ελλάδα ότι είναι δύσκολες εποχές για δημοσιογράφους και για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι για τρία συνεχόμενα χρόνια, η Ελλάδα είναι η τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF), έστω κι αν κατάφερε φέτος να ανέβη από τη ντροπιαστική 107η θέση στην παγκόσμια κατάταξη.
Το βασικό πρόβλημα των ελληνικών μέσων ενημέρωσης είναι ότι δεν μπορούν να βγάλουν τα λεφτά τους. Πρώτον, διότι η ελληνική αγορά είναι μικρή και τα ΜΜΕ πολλά και δεύτερον, διότι στα χρόνια του διαδικτύου έχει κυριαρχήσει η κουλτούρα του “τζάμπα”. Καθώς, μάλιστα, η Ελλάδα βίωσε μια δεκαετή οικονομική κρίση, το πρόβλημα επιβίωσης των ΜΜΕ οξύνθηκε – και δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί.
Τα ΜΜΕ για να επιβιώσουν χρειάζονται συνεχή επιδότηση από τους ιδιοκτήτες τους και τη στήριξη του κράτους. Και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, εκδότες και καναλάρχες, που συνήθως βγάζουν τα λεφτά τους από άλλες δραστηριότητες, επιδοτούν τις ζημιογόνες εφημερίδες τους από βαθιά αγάπη για την έγκυρη ενημέρωση του κοινού. Οπότε οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έγιναν όλο και πιο… στρατευμένοι υπέρ των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους είτε επρόκειτο για επιχειρηματίες είτε για κόμματα.
Το κυρίαρχο στις αίθουσες σύνταξης δεν είναι η λογοκρισία, αλλά η αυτολογοκρισία, ο δημοσιογράφος μαθαίνει να μην ενοχλεί τα αφεντικά του και τους φίλους των αφεντικών του.
Η απροθυμία για ενημέρωση
Αλλά και το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, κυρίως από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, απέκτησε μια μεγάλη δυσανεξία στις δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Οι κυβερνήσεις αλλά και τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης προσπάθησαν -και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν- να επιβάλλουν τα περιβόητα “non paper”, να στέλνουν έτοιμη τροφή στα δημοσιογραφικά γραφεία. Τουλάχιστον μέχρι το 2020 συνέχισαν να γίνονται συνεντεύξεις Τύπου. Με την πανδημία όμως τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Για υγειονομικούς λόγους οι συνεντεύξεις Τύπου σταμάτησαν και επί της ουσίας δεν επέστρεψαν ποτέ.
Επιπλέον, η καραντίνα έδωσε τη χαριστική βολή στις εφημερίδες, η κυκλοφορία των οποίων είναι σήμερα στα τάρταρα. Οι ημερήσιες πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδες μετά βίας πουλούν 25.000 φύλλα την ημέρα, ενώ τα έσοδα από τις διαφημίσεις έχουν συρρικνωθεί. Όσο για τις ηλεκτρονικές συνδρομές, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα έσοδα όσων συνεχίζουν να παράγουν δημοσιογραφικό προϊόν, δεν έχουν περπατήσει. Το κοινό θεωρεί ότι το περιεχόμενο του Διαδικτύου είναι τζάμπα.
Η κρατική (βλέπε κυβερνητική) επιρροή
Στην πανδημία η κυβέρνηση αποφάσισε να στηρίξει τα μέσα ενημέρωσης με τα χρήματα των φορολογουμένων. Εκατομμύρια ευρώ δόθηκαν για την προώθηση της καμπάνιας “Μένουμε Σπίτι”, κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα στα ΜΜΕ της λεγόμενης “λίστας Πέτσα” (από το όνομα του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα που τη δημοσιοποίησε). Τα χρήματα κατευθύνθηκαν πρωτίστως σε ΜΜΕ που ήταν πρόθυμα να επαναλάβουν άκριτα την κυβερνητική γραμμή. Και να αγνοήσουν κάθε είδηση που μπορεί να ενοχλήσει την κυβέρνηση.
Μία είναι η ατζέντα
Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα ήταν πάντα έντονα χρωματισμένη, κυρίως στις ημερήσιες εφημερίδες που δεν έκρυβαν ποτέ την πολιτική τους προτίμηση. Το νέο στοιχείο όμως, που εξηγεί και την κατρακύλα της χώρας στους δείκτες της ελευθεροτυπίας, είναι η εντυπωσιακή επιβολή της μίας και μοναδικής ατζέντας. Το σύνηθες είναι να εμφανίζονται οι ίδιες ιστορίες, με τον ίδιο τίτλο με την ίδια σειρά στις περισσότερες ιστοσελίδες. Η άμεση αναπαραγωγή των “non papers”, κυρίως των κυβερνητικών, είναι κοινή πρακτική. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, τα τηλεοπτικά κανάλια, οι μεγάλες εφημερίδες και τα ραδιόφωνα έχουν την ίδια γραμμή, τη γραμμή της κυβέρνησης. Απέναντι υπάρχουν ελάχιστα αντιπολιτευτικά μέσα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι πολύ κομματικά.
Επιπλέον, δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, που κάποτε θα πρωταγωνιστούσαν σε όλα τα πρωτοσέλιδα, είτε δεν εμφανίζονται καν είτε κρύβονται σε κάποιο μονόστηλο των μέσα σελίδων. Αυτό έχει συμβεί κατά κόρον με το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Μάλιστα όταν κάποιο φιλοκυβερνητικό μέσο ενημέρωσης προβάλλει κάποια είδηση ενοχλητική για την κυβέρνηση, αυτό ερμηνεύεται αμέσως, ως κόντρα του ιδιοκτήτη του με το Μέγαρο Μαξίμου κι όχι ως δείγμα έγκυρης δημοσιογραφίας.
Οι παρακολουθήσεις και οι αγωγές
Σημειώνεται ότι δύο χρόνια μετά τις πρώτες αποκαλύψεις για την παρακολούθηση δημοσιογράφων (13 στο σύνολο) τόσο από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) όσο και με το παράνομο λογισμικό κατασκοπείας Predator δεν έχει λογοδοτήσει κανείς. Γενικά δεν έχει προσαχθεί κανείς στη δικαιοσύνη για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Αντιθέτως, δημοσιογράφοι σέρνονται στα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση από τους πρωταγωνιστές των σκανδάλων – και ξοδεύουν πολύ χρόνο και πολύ ενέργεια για να αποκρούσουν τα αυτονόητα. Όσο για την κυβέρνηση, αντί να προσπαθήσει να ρίξει φως στην υπόθεση, προσπαθεί να εξουδετερώσει τις ρυθμιστικές αρχές (για παράδειγμα την ΑΔΑΕ) που το προσπαθούν.
Η δολοφονία Καραϊβάζ
Πάντως ένας από τους λόγους που η Ελλάδα είναι τόσο χαμηλά στην παγκόσμια κατάταξη της ελευθεροτυπίας είναι η πλημμελής προστασία της ασφάλειας και της ζωής των δημοσιογράφων. Ακόμη δεν έχει διαλευκανθεί η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ από το 2021, ενώ αρκετοί φωτορεπόρτερ αντιμετωπίζονται με τη βία από την αστυνομία, όταν προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους. Επιπλέον, κάθε επισήμανση από τον έξω κόσμο ότι κάτι δεν πάει καλά με την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα αποκρούεται από την κυβέρνηση και τα φιλικά της μέσα ενημέρωσης ως αποτέλεσμα μιας εκστρατείας συκοφαντικής δυσφήμισης με πολιτικά κίνητρα.
Πηγή: DW