Το Πάσχα των πιστών
Κύριε, λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ’ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση. Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.
Από τη συλλογή «Νέες δοκιμές» (1954)
Μεγάλο Σάββατο και στις 9 το πρωί γιορτάζεται η Μικρή Ανάσταση, κλείνοντας την Εβδομάδα των Παθών. Για τη θυσία του Χριστού, που έκανε τους ανθρώπους να λευκανθούν στο «αίμα του αρνίου», έγραφε το 1954 στο «Πάσχα των πιστών» ο Νίκος Καρούζος.
Μια από τις πιο ιδιότυπες φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Καρούζος (1926-1990) θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή από το κατάλυμα της θρησκευτικής πίστης, για να υιοθετήσει βαθμιαία το πνεύμα μιας θεμελιακής αμφισβήτησης: κάνοντας την αρχή από το γκρέμισμα των ουράνιων και των επίγειων θεών, θα φτάσει αργότερα μέχρι την προκήρυξη για την ανάγκη μιας επαναστατικής ανάστασης του κόσμου. Ο Καρούζος δεν είναι, βεβαίως, ούτε συνηθισμένος πιστός ούτε κλασικός επαναστάτης. Με κέντρο έκφρασής του τη γλώσσα, ο ποιητής υπονομεύει εκ των ένδον τις παραδοχές τόσο του πιστού όσο και του επαναστάτη, αποκαλύπτοντας το ίδιο πάντοτε θέμα: την καταστρατηγημένη υπόσταση της καθημερινής ύπαρξης η οποία βασανισμένη από την αδυναμία της να βρει ένα στήριγμα σε έναν πολλαπλά τραυματικό περίγυρο, υποχρεώνεται σε μια άσκοπη και συνάμα εξαιρετικά οδυνηρή περιδίνηση. Στις πρώτες ποιητικές συλλογές του, που δημοσιεύονται στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Καρούζος βάζει στο κέντρο της θεματικής του το υπαρξιακό άγχος και αγκαλιάζει σε φιλοσοφικό επίπεδο τον Σωκράτη, τον Ηράκλειτο και τον Κίρκεγκωρ, αντλώντας εκ παραλλήλου σύμβολα από την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και από την αρχαιοελληνική μυθολογία – κοιτίδες από τις οποίες ο Καρούζος θα αποσπάσει και θα αναπλάσει τις μορφές του Χριστού και του Προμηθέα. Κι εδώ διακρίνουμε όχι μόνο τη θρησκευτική του πίστη, αλλά και ίχνη από το κατοπινό επαναστατικό του φρόνημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις πρώτες συλλογές του ο Καρούζος είναι ένας ανεσταλμένος λυρικός: ένας λυρικός που μαγεύεται από τα χρώματα και τη φύση, που ξέρει πώς να δοξάσει απεριόριστα τον θεό του, μολονότι η αχλή του φόβου του θανάτου έρχεται συχνά πυκνά να σκιάσει τον αναθηματικό του λόγο και να υποσκελίσει τη λατρεία του. Γι’ αυτό και ο Καρούζος σπεύδει να παρεμβάλει στις δοξαστικές αποστροφές του χθόνιες λέξεις και εικόνες μαζί με παράταιρα, στριγκά ακούσματα που επιδιώκουν να προλάβουν το λυρικό ξέσπασμα και να μεταμορφώσουν την έξαρση των αισθημάτων σε έξαρση του κενού. Είναι ένα κενό, το οποίο θα αρχίσει να αποκτά τερατώδεις διαστάσεις ύστερα από τον τερματισμό της πρώτης περιόδου του ποιητή. Η ύπαρξη θα βρεθεί εφεξής στο σημείο μηδέν και η γλώσσα θα σημάνει πλέον τον κώδωνα του κινδύνου για την τύχη της ίδιας της ποίησης.