Παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει υπαρξιακά ζητήματα, όπως αυτό της κλιματικής κρίσης, του ουκρανικού πολέμου και της γενοκτονίας των Παλαιστίνιων, διαπιστώνει κανείς τον ζήλο που επιδεικνύει στο να διαιωνίσει έναν από τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργήθηκε: την οικονομική ανάπτυξη υπέρ του κεφαλαίου.
Yπενθυμίζουμε πως η γενεσιουργός μορφή της Ένωσης ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καρτελοποίηση της βαριάς βιομηχανίας του ευρωπαϊκού βορρά. Η ιστορική συνέχεια της Ένωσης δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, της γραφειοκρατικής της δομής που επιστεγάζεται με την συνθήκη του Μάαστριχτ και την ήττα της Αριστεράς και κάθε εναλλακτικής πρότασης.
Στο πλαίσιο αυτό, βλέπουμε την Ένωση μπροστά στον υπαρξιακό κίνδυνο της κλιματικής κρίσης να πατάει πάνω σε δύο βάρκες. Ενώ η συμφωνία του Παρισιού μοιάζει εξαρχής ανέφικτη, δεδομένου ότι το 2023 αποτέλεσε την πιο θερμή χρονιά σπάζοντας όλα τα ρεκόρ ανόδου της θερμοκρασίας, και ο στόχος για πλήρη απανθρακοποίηση μέχρι το 2050 μοιάζει ουτοπικός, η Ένωση συνεχίζει να πριμοδοτεί με κονδύλια τις εξορύξεις και περιμένει από τις πετρελαϊκές εταιρείες να τεκνοθετήσουν τους πράσινους στόχους με δικές τους πρωτοβουλίες, τις γνωστές ESG πρακτικές. Το «επίτευγμα» τέτοιων λογικών και πρακτικών έγκειτο στην αποπολιτικοποιημένη ερμηνεία της κλιματικής αλλαγής. Η πολιτική απόφαση για απολίτικη ερμηνεία της κρίσης εδράζεται στην αποσιώπηση των πραγματικών αιτιών που δημιουργούν την κλιματική κρίση, πίσω από τις οποίες κρύβονται οι μεγαλύτερες βιομηχανικές χώρες του κόσμου και της Ευρώπης και οι μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης ορυκτών καυσίμων. Δεν είναι τυχαίο πως σχετικά με την κλιματική αλλαγή έχουν επικρατήσει στο δημόσιο διάλογο τόσο οι αρνητές αυτής όσο και οι θεωρίες συνωμοσίας. Η αποπολιτικοποίηση σύμφωνα με τον Σταυρακάκη (2018) αποτελεί κομμάτι της μετα-δημοκρατίας και συνιστά μια κοινωνικοπολιτική διαδικασία, ο σκοπός της οποίας είναι να παρακάμψει τον δημόσιο έλεγχο των πολιτικών επιλογών και κατά συνέπεια να αποφύγει την πολιτική λογοδοσία. Τα παραπάνω στοιχεία αιτιολογούν ταυτόχρονα και τη στάση της Ένωσης απέναντι στον ουκρανικό πόλεμο και τη γενοκτονία των Παλαιστίνιων.
Με φόντο τα εκάστοτε συμφέροντα επικαλείται τα ανθρώπινα δικαιώματα αλά καρτ. Ενώ καταδικάζει, ορθά, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η στάση της απέναντι στη γενοκτονία των Παλαιστίνιων είναι κατάπτυστη και εγκληματική. Η στάση αυτή, δηλαδή της κλιμάκωσης του πολέμου, ευνοεί μόνο τη στρατιωτική βιομηχανία των ΗΠΑ, όπως και τη βιομηχανία ενέργειας, τροφοδοτώντας την ήπειρό μας τόσο με οπλικά συστήματα όσο και με το πανάκριβο υγροποιημένο φυσικό αέριο. Το κόστος βέβαια το επωμίζεται ο ευρωπαϊκός λαός με αντάλλαγμα τη διαιώνιση του στρεβλού οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι η Ένωση κατορθώνει να λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις ακριβώς επειδή έχει εκμαιεύσει τη συναίνεση των λαών με το αφήγημα ότι οι επιλογές αυτές είναι μονόδρομος. Όλα αυτά σωρευτικά οδηγούν στην κανονικοποίηση των κινδύνων, στη δικαιολόγηση των πολέμων και βέβαια στην αποποίηση των ευθυνών. Ζήτημα καίριας σημασίας αποτελεί πλέον η ισχυροποίηση των δυνάμεων που θα αντιταχθούν στην πολιτική μισαλλοδοξία και τον ανορθολογισμό.
Αλέξανδρος Χασάνι
μεταπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Νεότερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
(Αναδημοσίευση από την ΕΠΟΧΗ)