«Η ασφάλεια της χώρας και της Ευρώπης θα επηρεαστεί οριακά. Ακόμη και στο χειρότερο σεναριο, το Ιράν δεν έχει την ικανότητα αλλά και δεν έχει κανένα συμφέρον να πλήξει ή να προκαλέσει την εμπλοκή Ευρωπαϊκών χωρών» τονίζει στη συνέντευξή του στο AnatropiNews ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κώστας Υφαντής.
Όπως εξηγεί ο ίδιος « Δεν είναι μόνο ο αντικειμενικός συσχετισμός ισχύος αλλά είναι και η ύπαρξη του ΝΑΤΟ που λειτουργεί αποτρεπτικά. Η απάντηση θα είναι συντριπτική. Ακόμη και αν προσπαθήσει να «μετασχηματίσει» έναν πόλεμο με το Ισραήλ σε σύγκρουση Ισλάμ-Δύσης δεν θα βρεθούν συμπαραστάτες».
Αναφέρεται, επίσης στην επικείμενη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σημειώνοντας ότι «η Άγκυρα – είναι βέβαιο πλέον – έχει αποφασίσει να αποσυνδέσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις άλλες γεωπολιτικές της επιλογές και προτιμήσεις. Η τεράστια διαφορά που μας χωρίζει στο θέμα της Γάζας, δεν φαίνεται να επηρεάζει την Τουρκική πολιτική, τουλάχιστον προς το παρόν».
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
–Κύριε Υφαντή, βρισκόμαστε λίγο πριν από μια γενικευμένη κρίση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με τη συμμετοχή του Ιράν;
Στην μετά το 1979 εποχή, δηλαδή με την επικράτηση της λεγόμενης ισλαμικής επανάστασης, το καταστροφικό σενάριο για την σταθερότητα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής ήταν πάντοτε η ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν από την πρώτη στιγμή στοχοποίησε το Ισραήλ. Διακηρυγμένος στόχος είναι η εξαφάνιση του εβραϊκού κράτους από τον χάρτη. Είναι στην ουσία ο μόνος παράγοντας που ενεργά (μέσω των αντιπροσώπων του) επιδιώκει την καταστροφή του Ισραήλ και είναι η μόνη υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει το Ισραήλ μετά το 1973.
Μια μικρή ιστορική επισκόπηση των τελευταίων 40 ετών, δηλαδή χονδρικά μετά την 1η ιντιφάντα, καταδεικνύει ότι οι κρίσεις στην περιοχή είναι αποτέλεσμα των επιθέσεων χαμηλής έντασης που δέχεται συνεχώς το Ισραήλ είτε από την Χαμάς, είτε από την Χεζμπολάχ. Από την πρώτη, οι επιθέσεις αυξήθηκαν μετά την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από την Γάζα το 2005. Και οι δύο, όμως, χρηματοδοτούνται και εξοπλίζονται από την Τεχεράνη. Το Ισραήλ απαντά άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αναλογικά.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι φαίνεται να έχουμε ξεπεράσει τον κίνδυνο, η κατάσταση παραμένει κρίσιμη. Η κλιμάκωση, είτε εκούσια είτε από κακό υπολογισμό, είναι ένα ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Υπάρχει ένα δεδομένο που αμβλύνει τις απαισιόδοξες προβλέψεις. Κανένας στην περιοχή – εκτός από τους τρομοκράτες της Χαμάς, της Χεζμπολάχ, και των λοιπών σιιτικών και σουνιτικών τζιχαντιστικών οργανώσεων στη Συρία, στο Λίβανο, στο Ιράκ, αλλά και στα παλαιστινιακά εδάφη – δεν επιθυμεί μια σύγκρουση περιφερειακών διαστάσεων. Επί πλέον, η υπεροχή των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων και η παρουσία των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών στρατιωτικά παραγόντων της Δύσης λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι στην “επαναστατική” λογική του Ιράν και των Φρουρών της Επανάστασης. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων θα δοκιμαστεί όταν (αν) το Ισραήλ αποφασίσει μετά την Χαμας να αντιμετωπίσει την απειλή της Χεζμπολάχ. Η προοπτική εξόντωσης των 2 από τα 3 πιο σημαντικά μέλη του λεγόμενου “άξονα αντίστασης” που αποτελεί την αιχμή του δόρατος της ιρανικής στρατηγικής (το τρίτο μέλος είναι οι Χούθι στην Υεμένη) θα σημάνει και την επιχειρησιακή απίσχναση της Τεχεράνης.
–Πόσο θα επηρεαστεί η ασφάλεια της χώρας μας και γενικότερα η ευρωπαϊκή ασφάλεια από την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί;
Η ασφάλεια της χώρας και της Ευρώπης θα επηρεαστεί οριακά. Ακόμη και στο χειρότερο σεναριο, το Ιράν δεν έχει την ικανότητα αλλά και δεν έχει κανένα συμφέρον να πλήξει ή να προκαλέσει την εμπλοκή Ευρωπαϊκών χωρών. Δεν είναι μόνο ο αντικειμενικός συσχετισμός ισχύος αλλά είναι και η ύπαρξη του ΝΑΤΟ που λειτουργεί αποτρεπτικά. Η απάντηση θα είναι συντριπτική. Ακόμη και αν προσπαθήσει να «μετασχηματίσει» έναν πόλεμο με το Ισραήλ σε σύγκρουση Ισλάμ-Δύσης δεν θα βρεθούν συμπαραστάτες.
Όμως, δεν θα πρέπει να αποκλειστούν τρομοκρατικές επιθέσεις σαν αυτές που βιώσαμε ως Ευρώπη στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες ή στην Μόσχα. Και βεβαίως υπάρχουν πάντοτε οι πιθανές επιπτώσεις στην οικονομία. Η συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Γάζα, η πιθανότητα αποσταθεροποίησης στην Δυτική Όχθη, μια ενδεχόμενη εσωτερική αναταραχή στην Αίγυπτο, στον Λίβανο ή την Ιορδανία θα αυξήσουν γεωμετρικά την αβεβαιότητα με ότι αυτό συνεπάγεται για την γεωπολιτική σταθερότητα και οικονομική ασφάλεια, ιδίως με την τουριστική σεζόν να έχει ξεκινήσει.
–Η στάση της Ελλάδας για όσα συμβαίνουν στην περιοχή είναι η σωστή; Μήπως έχει στηρίζει περισσότερο την πλευρά του Ισραήλ, ενώ για άλλη μια φορά ο λαός της Παλαιστίνης πληρώνει το κόστος των συνεπειών για όσα συμβαίνουν στην περιοχή;
Η ελληνική στάση στην δική μου ανάλυση είναι απολύτως σύμφωνη με τα εθνικά συμφέροντα. Η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου πέρα από την ηθική απαξία που την χαρακτηρίζει, ήταν μια ενέργεια με στόχο να οδηγήσει την ευρύτερη περιοχή σε ανάφλεξη. Με την εξαίρεση του Ιράν (και του Κατάρ σε μία ιδιότυπη άσκηση ισορροπίας), κανένας σημαντικός κρατικός παράγοντας στην περιοχή δεν θεώρησε ότι η Χαμάς αξίζει να υποστηριχθεί. Αυτή η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων στην περιοχή εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και όταν στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ψηφίζουν εναντίον των Ισραηλινών στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως είναι απολύτως εύλογο διπλωματικά. Για τα αραβικά καθεστώτα, η Χαμάς είναι απειλή και συστηματικά προσπαθεί να υπονομεύσει την ειρηνευτική διαδικασία από την στιγμή που το Ισραήλ αποχώρησε από την Γάζα το 2005. Δεν υπάρχει η παραμικρή συμπάθεια για την Χαμάς μεταξύ των σουνιτικών καθεστώτων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
-Σε αυτό το παγκόσμιο και περιφερειακό κλίμα τι μπορεί να περιμένει κανείς από την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν;
Πρόκειται για την πέμπτη συνάντηση των δύο σε λιγότερο από έναν χρόνο και δεν αποκλείεται να ακολουθήσουν και άλλες εντός του έτους. Αυτό είναι από μόνο του εξόχως σημαντικό. Όχι μόνο για λόγους συμβολισμού, αλλά και ουσίας. Δείχνει ότι η διαδικασία της επαναπροσέγγισης «ελέγχεται» στο ανώτερο δυνατό επίπεδο. Στην συγκεκριμένη συγκυρία, αυτό που μετρά είναι η διαδικασία να παραμείνει ζωντανή και να μην χάσει την όποια δυναμική της. Επίσης, η Άγκυρα – είναι βέβαιο πλέον – έχει αποφασίσει να αποσυνδέσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις άλλες γεωπολιτικές της επιλογές και προτιμήσεις. Η τεράστια διαφορά που μας χωρίζει στο θέμα της Γάζας, δεν φαίνεται να επηρεάζει την Τουρκική πολιτική, τουλάχιστον προς το παρόν.