Στο τι προσδοκά η Ελλάδα από τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν αναφέρθηκε μιλώντας στην εκπομπή του ΕΡΤNews “Newsroom” ο επίκουρος καθηγητής Διπλωματίας και Διεθνούς Οργάνωσης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Αντώνης Κλάψης.
«Αυτό που έγινε με τη Μονή της Χώρας (μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί) οπωσδήποτε δεν διευκολύνει ένα καλό κλίμα στην επικείμενη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού. Προφανώς είναι μια ενέργεια η οποία δημιουργεί και τις χειρότερες δυνατές εντυπώσεις σε επίπεδο κυρίως κοινής γνώμης» είπε, ενώ πρόσθεσε:
«Δεν ξέρω αν έχει να κάνει όντως με την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη, αν και δύσκολα θα πίστευα ότι είναι κάτι τυχαίο.
Οπωσδήποτε όμως, ακόμα κι αν θεωρήσει κάποιος καλόπιστος άνθρωπος ότι ήταν μια τυχαία εξέλιξη, είναι τόσο ατυχής η συγκυρία που την καθιστά σχεδόν επικίνδυνη.
Δηλαδή δεν θα μπορούσε να κάνει ίσως κάτι πολύ χειρότερο από αυτό το οποίο έκανε προκειμένου να ψαλιδίσει τις όποιες προσδοκίες υπήρχαν».
Ξεκαθάρισε, ακόμη:
«Η τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδας δεν έχει αλλάξει ούτε κατά κεραία το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Όντως, τους τελευταίους δεκατέσσερις μήνες ζούμε μια πρωτοφανή περίοδο ύφεσης, με την έννοια ότι δεν υπάρχουν μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά, αλλά από την άλλη, αυτό που είναι όντως πάρα πολύ θετικό προέκυψε από μονομερή πρωτοβουλία της Τουρκίας. Η Τουρκία ήταν που έκανε τις παραβιάσεις.
Η Τουρκία είναι που τη σταμάτησε και όταν τα πράγματα θα είναι ευνοϊκότερα για την ίδια, η Τουρκία θα τις ξαναρχίσει τις παραβιάσεις. Γιατί εκείνη έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων πάνω σε αυτό. Άρα δεν νομίζω ότι πρέπει να έχουμε κάποια ψευδαίσθηση ή κάποια αυταπάτη».
Ενώ πρόσθεσε:
«Πρώτα απ’ όλα η Ελλάδα από θέση αρχής δεν αρνείται τον διάλογο με την Τουρκία και δεν θα μπορούσε να τον αρνείται τον διάλογο, γιατί είναι μια χώρα η οποία επιδιώκει διευθέτηση μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Η διαπραγμάτευση είναι ένα από τα όργανα, ένα από τα πράγματα τα οποία γίνονται εργαλεία, ακριβώς ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε στις διεθνείς σχέσεις προκειμένου να φτάνουμε σε ειρηνική διευθέτηση διεθνών διαφορών.
Το πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ότι αυτό που για την Ελλάδα αποτελεί κανονικότητα και που αποτελεί δεδομένο, δηλαδή η προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, η εφαρμογή των κανόνων του ΟΗΕ και πάει λέγοντας, δεν είναι καθόλου δεδομένο και δεν είναι καθόλου αυτονόητο για την ίδια την Τουρκία, η οποία ακόμα και όταν επικαλείται το διεθνές δίκαιο, το κάνει με έναν τρόπο που το εργαλειοποιεί, προκειμένου να προωθεί τις δικές της αντιλήψεις περί γαλάζιας πατρίδας, περί μη ύπαρξης υφαλοκρηπίδας των νησιών μας και πάει λέγοντας.
Άρα θα έλεγα ότι καλές είναι οι συζητήσεις αυτές.
Καλό είναι να έχουμε ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας, γιατί και η εμπειρία μας έχει δείξει ότι όσες φορές κατά το παρελθόν δεν είχαμε ανοιχτό δίαυλο με την Άγκυρα, τα πράγματα πήγαιναν χειρότερα.
Αλλά από την άλλη είναι πραγματικά αυταπάτη να πιστεύει κάποιος ότι σε μια συνάντηση δύο ηγετών, ως διά μαγείας θα λυθούν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, τα οποία χρονίζουν εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες και τα οποία οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην τουρκική στάση έναντι της Ελλάδας και όχι σε ελληνικές διεκδικήσεις εις βάρος της Τουρκίας (…)
Το μόνο το οποίο διεκδικεί και θα συνεχίσει να διεκδικεί είναι η εφαρμογή της νομιμότητας, είτε πρόκειται για το Αιγαίο, είτε πρόκειται για την Κύπρο, είτε πρόκειται για τα διμερή ζητήματα Ελλάδας και Τουρκίας που προκύπτουν από τη Συνθήκη της Λωζάνης, είτε πρόκειται για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, δεν κάνουμε κάτι διαφορετικό από το να διεκδικούμε την εφαρμογή της νομιμότητας».
https://www.ert.gr/webtv/live-uni/vod/dt-uni-vod.php?f=2024/tv/maios/20240508-NEWSROOM-KLAPSHS.mp4&bgimg=https://www.ert.gr/themata/photos/2024/05/20240508-NEWSROOM-KLAPSHS.jpg
Για τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, ανέφερε:
«Κοιτάξτε, αν υπάρξει επιχείρηση στη Ράφα, όπως έχει προαναγγείλει το Ισραήλ, θα μιλάμε για μια αιματοχυσία η οποία θα ξεφύγει από όλα όσα έχουμε δει τους τελευταίους επτά μήνες. Στη Ράφα, που είναι μια περιοχή ελάχιστη σε έκταση, είναι συγκεντρωμένοι περίπου ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι (…)
Οι άνθρωποι συγκεντρωμένοι σε ένα τόσο μικρό χώρο σημαίνει ότι ζουν υπό άθλιες συνθήκες, είναι εξαρτημένοι από εξωτερική βοήθεια, επισιτιστική και άλλη, προκειμένου να επιβιώσουν.
Και οπωσδήποτε μια στρατιωτική επιχείρηση σε μια περιοχή με τόσο πυκνό άμαχο πληθυσμό θα οδηγήσει σε εκατόμβη νεκρών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Και ακόμα χειρότερα, θα επιδεινώσει και όλες τις προοπτικές μιας κάποιας λύσης του ζητήματος.
Αναφερόμενος στη στρατηγική του Νετανιάχου, επισήμανε:
«Νομίζω ότι είναι δύο οι λόγοι που ωθούν τον Νετανιάχου να ακολουθήσει αυτή τη γραμμή.
Ο πρώτος λόγος είναι να προσπαθήσει να εμφανιστεί ότι έχει αποκαταστήσει το δήθεν κύρος του Ισραήλ από την επίθεση που δέχθηκε τον Οκτώβριο του περασμένου έτους.
Το Ισραήλ μέχρι τότε εθεωρείτο και πρόβαλε τον εαυτό του και διεθνώς ως περίπου ένα απόρθητο κράτος, το οποίο δεν είχε να φοβηθεί σχεδόν τίποτα από τέτοιου είδους εξωτερικές απειλές και για πρώτη φορά βρέθηκε τόσο πολύ εκτεθειμένο με τις μυστικές του υπηρεσίες, με τις στρατιωτικές του δυνάμεις, με όλο το σύστημα ασφάλειας εν πάση περιπτώσει, να μην μπορεί να αποτρέψει μια τέτοιου είδους εισβολή από τους μαχητές της Χαμάς.
Το δεύτερο πιθανόν έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ίδιος θέλει να παρουσιαστεί ισχυρός και στο εσωτερικό του.
Μέχρι τον Οκτώβριο δεχόταν πολύ ισχυρές πιέσεις και η πολιτική του θέση δεν ήταν καθόλου εύκολη.
Διαδηλώσεις, κατηγορίες για σκάνδαλα, κατηγορίες για διαφθορά.
Μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου έχει κατορθώσει κατά κάποιον τρόπο να εμπεδώσει τη δική του επιρροή στο εσωτερικό, αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να ηγείται μιας κυβέρνησης συνασπισμού (…)».
Μεταξύ άλλων, πρόσθεσε σχετικά:
«Αυτό που ξέρουμε από τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι οι πιο σημαντικές πηγές για τους μαχητές της Χαμάς ήταν οι τελετές κηδείας και οι τελετές ανάμνησης των προηγούμενων μαχητών και ηρώων της Χαμάς (…)
Το μόνο που μπορεί να σταματήσει το Ισραήλ είναι πράγματι η διεθνής πίεση που όντως δέχεται το Ισραήλ, κυρίως από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
(…) Δεν είναι εύκολο να δούμε ένα μέλλον ευοίωνο και ένα μέλλον ειρηνικό σε αυτή την περιοχή.
Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, αλλά είναι τόσο μεγάλο το μίσος που χωρίζει τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Και θα έλεγα και κάτι ακόμα σημαντικότερο που παίζει ιδιαίτερο ρόλο στις διεθνείς σχέσεις, όπως παίζει και στις γενικά ανθρώπινες σχέσεις.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές.
Δηλαδή το δύσκολο σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι μόνο να φτάσεις σε μια όποια συμφωνία.
Το δύσκολο είναι να πείσεις τους συμβαλλόμενους να την εφαρμόσουν τη συμφωνία, έχοντας την πεποίθηση ότι και η άλλη πλευρά θα εφαρμόσει (…)
Το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι κάθε φορά εκείνοι που βγαίνουν εν τέλει κερδισμένοι είναι οι πιο ακραίοι.
Εκείνοι που μοιάζουν να μη θέλουν τη λύση, εκείνοι που τορπιλίζουν οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία.
Γιατί πολύ απλά εκείνος που αναλαμβάνει το κόστος μιας ειρηνευτικής προσπάθειας είναι και εκείνος ο οποίος πρώτος κατηγορείται για προδοσία, για μειοδοσία, για υποχωρήσεις».