Το παρόν κείμενο αποτελεί μία περίληψη των σημαντικότερων σημείων του report των κ.κ. Παύλου Μπαλτά και Απόστολου Γ. Παπαδόπουλου , με τίτλο «Δημογραφική Αλλαγή και Πολιτικές Προσαρμογής στην Ελλάδα: Η περίπτωση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας».
Το σύνολο των αναπτυγμένων χωρών έχει ολοκληρώσει τη δημογραφική μετάβαση, δηλαδή έχει περάσει από μια αρχική περίοδο υψηλής γονιμότητας και υψηλής θνησιμότητας σε μια περίοδο χαμηλής γονιμότητας και χαμηλής θνησιμότητας. Η δημογραφική αυτή αλλαγή είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των σύγχρονων κοινωνιών και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και τον έλεγχο των γεννήσεων. Τα δύο αυτά γεγονότα εκφράζονται στις σύγχρονες κοινωνίες μέσω της μείωσης της γονιμότητας και κατ’ επέκταση του μεγέθους της οικογένειας, της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού, και τέλος της αύξησης των ατόμων άνω των 65 ετών στον συνολικό πληθυσμό. Η δημογραφική αλλαγή στην Ελλάδα ξεκίνησε πριν από 40 χρόνια με την σταδιακή αλλά σταθερή μείωση των γεννήσεων. Από το 2010 και μετά για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία ο πληθυσμός της Ελλάδας γνωρίζει μείωση. Οι προοπτικές με βάση τις πληθυσμιακές προβολές των διεθνών οργανισμών είναι ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 θα περιορίζεται στα 9 εκ. και θα αποτελείται κατά ένα τρίτο από ηλικιωμένα άτομα.
Η δημογραφική αλλαγή δεν αποτυπώνεται με την ίδια ένταση και την ίδια κατεύθυνση στο σύνολο της χώρας. Υπάρχουν περιοχές με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση στη μείωση του πληθυσμού τους, ή ακόμα και περιοχές με αντίθετη τάση από τον εθνικό μέσο όρο, δηλαδή αύξηση του πληθυσμού τους. Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας καταγράφει ανάμεσα στις δύο τελευταίες απογραφές διπλάσια ποσοστιαία μείωση πληθυσμού σε σχέση με την χώρα. Επιπλέον, καταγράφει έντονες διαφοροποιήσεις εντός της, καθώς υπάρχουν περιοχές όπως η Ευρυτανία και η Φωκίδα που εμφανίζουν ακραία γήρανση, την οποία η χώρα θα αγγίξει το 2050, ενώ αντίστοιχα αναμένεται ότι στις περιοχές αυτές στο μέλλον σχεδόν ένας στους δύο κατοίκους θα είναι άνω των 65 ετών. Σε ό,τι αφορά την γονιμότητα η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας καταγράφει μια ελαφρά υψηλότερη συγχρονική γονιμότητα και μια λίγο χαμηλότερη μέση ηλικία στην τεκνογονία σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο. Το αρνητικό φυσικό και μεταναστευτικό ισοζύγιο δεν ευνοεί το μελλοντικό σενάριο της σταθεροποίησης, πόσο μάλλον της αύξησης του πληθυσμού στην περιφέρεια.
Από την έρευνα της aboutpeople για το Eteron και το STAR Κεντρικής Ελλάδας, προκύπτει ότι οι νέοι 17-24 ετών είναι πιο αισιόδοξοι σε σχέση με τους ηλικιωμένους σχετικά με τις προϋποθέσεις δημιουργίας οικογένειας στη Στερεά Ελλάδα. Επίσης, σε αντίθεση με το ό,τι ισχύει στα μεγάλα αστικά κέντρα, το στεγαστικό δεν μοιάζει να αποτελεί πρόβλημα για τους νέους της Στερεάς Ελλάδας, καθώς δεν το αναφέρουν ως βασικό εμπόδιο για την δημιουργία οικογένειας. Αθροιστικά το αβέβαιο μέλλον και το επισφαλές περιβάλλον προβληματίζουν τους νέους, καθώς δεν ευνοούν την δημιουργία οικογένειας. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι σχεδόν οι μισοί νέοι δηλώνουν ότι έχουν σκεφτεί να μετακομίσουν από την περιοχή όπου κατοικούν σήμερα (στην Στερεά Ελλάδα), γεγονός που αν συμβεί θα επιδεινώσει την μείωση του πληθυσμού αλλά και την ένταση της γονιμότητας στην περιοχή. Στην ερώτηση για το πόσα παιδιά θα ήθελαν να αποκτήσουν, οι νέοι απαντούν κατά μέσο όρο δύο, επιβεβαιώνοντας ότι στο συλλογικό ασυνείδητο έχει πλέον επικρατήσει το μοντέλο της οικογένειας με τα δύο παιδιά.
Η δημόσια συζήτηση σχετικά με το δημογραφικό έχει προφανώς απασχολήσει και προβληματίσει την πλειοψηφία των πολιτών στην Στερεά Ελλάδα. Παράλληλα, η παρατηρούμενη σύγκλιση στις απόψεις και στάσεις των κατοίκων των αστικών και των αγροτικών περιοχών δικαιολογείται με βάση τη σύγκλιση των προτύπων ζωής, του επιπέδου κατανάλωσης, καθώς επίσης των κοινωνικών και οικονομικών επιδιώξεων των κοινωνικών ομάδων που ζουν στην ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις. Ειδικότερα, καταγράφονται ορισμένες διαφορές μεταξύ των ερωτώμενων που μένουν σε αγροτικές περιοχές σε σχέση με όσους κατοικούν σε αστικές περιοχές. Για παράδειγμα, οι ερωτώμενοι από τις αγροτικές περιοχές τονίζουν περισσότερο ως πρόβλημα της περιοχής τους την φτώχεια και την φυγή των νέων προς άλλες πόλεις ή το εξωτερικό, καθώς επίσης συχνότερα αναφέρουν ότι η περιοχή που ζουν αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναγνωρίζουν την έλλειψη βασικών υποδομών παράλληλα με την αντίληψη ότι το κράτος δεν αντιμετωπίζει τις αγροτικές περιοχές όπως θα ήθελαν. Επιπρόσθετα, οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών αναφέρουν συχνότερα την μετακίνηση συγγενικών τους ανθρώπων προς άλλες περιοχές, καθώς επίσης περισσότεροι έχουν σκεφτεί να μετακινηθούν.
Η ανάλυση των ευρημάτων αναδεικνύει τους παράγοντες του εισοδήματος και της οικονομικής θέσης ως ιδιαίτερα σημαντικούς για την εκτίμηση των στάσεων και των αντιλήψεων που διατυπώνονται από τους ερωτώμενους στην έρευνα. Ειδικότερα, το ύψος του εισοδήματος και η κοινωνικοοικονομική θέση παίζουν σημαντικό ρόλο για την ικανοποίηση από τη ζωή στον τόπο κατοικίας. Συνιστούν αξιόλογο παράγοντα για τη δημιουργία οικογένειας, συνδέονται με την πρόθεση των κατοίκων να μετακομίσουν σε άλλη περιοχή αλλά και τα μελλοντικά σχέδιά τους, αφορούν στην ικανοποίηση από το κράτος πρόνοιας, και επιδρούν στις στάσεις και στις απόψεις σχετικά με τους Έλληνες που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό και σχετικά με τους μετανάστες/πρόσφυγες ως λύση για το δημογραφικό.
Η δημογραφική πορεία της χώρας μέχρι και το 2050 είναι προδιαγεγραμμένη. Τα όποια μέτρα ληφθούν σήμερα θα έχουν ως στόχο πρώτα να βοηθήσουν ώστε η χώρα να σταθεροποιήσει τον πληθυσμό της και εν συνεχεία να ανακτήσει την δημογραφική της δυναμική από το 2050 και έπειτα. Η δημογραφική γήρανση είναι μια βεβαιότητα και μια πραγματικότητα την οποία οι κοινωνίες μας θα ζήσουν, καθώς τα άτομα που θα είναι άνω των 65 ετών το 2050 έχουν ήδη γεννηθεί. Αντίθετα, η αύξηση της γονιμότητας δεν είναι κάτι που θα συμβεί σίγουρα, καθώς εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, ενώ επιπλέον στην περίπτωση που επιτευχθεί δεν αναμένεται να είναι “συνταρακτική”.
Τα μέτρα που αφορούν την γονιμότητα θα πρέπει να έχουν ως αρχή το να μπορεί να αποκτήσει το κάθε ζευγάρι τον αριθμό των παιδιών που επιθυμεί, στο χρόνο που θέλει. Επιπλέον, οι οικογενειακές πολιτικές στην εποχή μας θα πρέπει πλέον να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των όλο και πιο “διαφορετικών” σύγχρονων οικογενειών, συμπεριλαμβανομένων των μονογονεϊκών οικογενειών, των ανύπαντρων ζευγαριών, των οικογενειών του ιδίου φύλου και των “μεικτών” οικογενειών. Η αύξηση των δημόσιων δαπανών θα αποτελούσε ένα πρώτο μέτρο, μέσω απευθείας επιδομάτων σε χρήμα, παροχών σε υπηρεσίες αλλά και φοροαπαλλαγών. Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν οι αμειβόμενες γονικές άδειες, το ευέλικτο ωράριο εργασίας αλλά και η δυνατότητα τηλεργασίας. Επιπλέον, θετική συσχέτιση με την γονιμότητα δείχνει να έχει η άμβλυνση των έμφυλων ανισοτήτων και η αύξηση των απολαβών των γυναικών. Θετικά αποτελέσματα αναμένεται να έχει η ενθάρρυνση και ενίσχυση της συμβίωσης/ συγκατοίκησης των νέων ζευγαριών. Η αναχώρηση από το γονεϊκό νοικοκυριό προϋποθέτει μείωση της ανεργίας των νέων, προσφορά σταθερών θέσεων εργασίας, καθώς και πρόσβαση στην κατοικία μέσω της μείωσης των ενοικίων, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Είναι σαφές ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να ανατρέψει την χαμηλή γονιμότητα ή τη δημογραφική γήρανση. Αντίθετα, η μετανάστευση μπορεί να συγκρατήσει το μέγεθος του εργατικού δυναμικού. Σε συνδυασμό με την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, που στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερο (γύρω στο 55%), θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση στην συρρικνούμενη αγορά εργασίας.
Η γήρανση του πληθυσμού ίσως αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση της δημογραφικής αλλαγής. Αυτό συμβαίνει διότι θίγει όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής μιας χώρας. Μια κοινωνία που το ένα τρίτο του πληθυσμού θα είναι ηλικιωμένοι θα πρέπει να λάβει έγκαιρα μέτρα για την προσαρμογή αυτή και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις νοσοκομειακές υποδομές και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα πολιτικής που να ενισχύουν την προληπτική ιατρική ώστε ο γηράσκων πληθυσμός να διαθέτει την καλύτερη υγεία που μπορεί σε μεγαλύτερη ηλικία. Επίσης, χρειάζεται ενίσχυση της ενεργούς γήρανσης ώστε τα γερασμένα άτομα να έχουν τον έλεγχο της ζωής τους και να συνεχίζουν να συνεισφέρουν στην κοινωνία, και εφόσον το επιθυμούν και στην οικονομία της χώρας.
Σχετικά με την δημογραφική αλλαγή και τον χωρικό σχεδιασμό της υπαίθρου, είναι σαφές ότι θα πρέπει να αναζητείται ένας ουσιαστικός συνδυασμός πληθυσμιακών, κοινωνικών, οικονομικών και χωρικών μέτρων πολιτικής. Ειδικότερα, όσον αφορά στην πληθυσμιακή συρρίκνωση της υπαίθρου -με ειδικότερες περιπτώσεις τις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές- είναι εμφανές ότι πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία που χρειάζεται βάθος δεκαετιών για την όποια πιθανή σταθεροποίηση του πληθυσμού ή την αναστροφή της διαδικασίας. Η δημιουργία υποδομών για την ασφαλή διαβίωση (υγεία, εκπαίδευση και υποστήριξη), τη μεταφορά και την αναψυχή αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική συνθήκη ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων αλλά και των επισκεπτών στις αγροτικές περιοχές. Χρειάζεται στήριξη για την εξεύρεση εργατικού δυναμικού για την κάλυψη των αναγκών στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα σε πολλές περιοχές της υπαίθρου. Είναι αναγκαία η εξασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος και διαβίωσης στις αγροτικές περιοχές, η ενδυνάμωση του επαγγελματικού ρόλου των γυναικών στον αγροτικό τομέα αλλά και ευρύτερα στις αγροτικές περιοχές και η στήριξη των κοινωνικά ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων όπως και όσων προσφέρουν υπηρεσίες στην τοπική κοινωνία στις τουριστικοποιημένες περιοχές της υπαίθρου.
Διαβάστε ολόκληρο το Report εδώ
Παύλος Μπαλτάς
Δρ. Δημογραφίας, Ερευνητής Γ’, Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών (ΙΚΕ), ΕΚΚΕ
Απόστολος Παπαδόπουλος
Καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών (ΙΚΕ), ΕΚΚΕ