Το εισόδημα 11,5 ετών, χωρίς να κάνει οποιοδήποτε άλλο έξοδο, συμπεριλαμβανομένου και του… φαγητού, θα πρέπει να διαθέσει ένα μισθωτός προκειμένου να αγοράσει ένα σπίτι μόλις 60 τ.μ. στην Αθήνα.
Ενας στους δύο Ελληνες ενδιαφέρεται για την αγορά ακινήτου, με πάνω από έξι στους δέκα να χαρακτηρίζουν «φούσκα» τη ραγδαία άνοδο των τιμών. Αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας «Βαρόμετρο της Αγοράς Ακινήτων. Τι περιμένουν οι Ελληνες» που πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο δείγμα (1.718 άτομα) στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ).
Σύμφωνα με την έρευνα το 49,5% των πολιτών ενδιαφέρεται για την αγορά ακινήτων, όμως το 66% των πολιτών χαρακτηρίζει «παράλογη», «ακατανόητη» και «φούσκα» την άνοδο των τιμών τα προηγούμενα χρόνια και πάνω από τους μισούς (56%) θεωρούν ότι θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, ενώ πτώση βλέπει μόνο το 16%.
Παρά το γεγονός ότι η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά φθηνή για τους ξένους αγοραστές, για τους Έλληνες το κόστος στέγασης έχει αποδειχθεί δυσβάστακτο και ο κύριος λόγος είναι ο εξαιρετικά χαμηλός μέσος μισθός σε σχέση με τις συνεχόμενες αυξήσεις των τιμών στις κατοικίες.
Σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε πρόσφατα από τον κ. Δημήτρη Ανδρίτσο, CEO της Cerved Property Services τα μέσα Ελληνικά εισοδήματα σήμερα δεν ανταποκρίνονται στις αυξημένες τιμές των κατοικιών (και) στην Αθήνα. Χαρακτηριστικά, το 75% των ελληνικών νοικοκυριών δεν μπορούν να αγοράσουν ούτε τα ακίνητα που βρίσκονται στις χαμηλότερες τιμές, καθώς όπως αναφέρει η έρευνα χρειάζονται εισοδήματα 42% υψηλότερα σε σχέση με αυτά που έχουν σήμερα.
Συγκεκριμένα, όπως δείχνουν τα στοιχεία το 42% των εγχώριων νοικοκυριών έχει μέσο εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ. Μάλιστα, τα νοικοκυριά με δυο μέλη ο καθένας παίρνει περίπου 8.000 με σύνολο 17.000 ευρώ, δηλαδή κάτω από το βασικό μισθό. Περίπου το 32% των Ελλήνων παίρνει μεταξύ 20.000 με 35.000 ευρώ τον χρόνο. Λίγο πάνω από το 20% έχει εισοδήματα που φτάνουν έως και τα 70.000 ευρώ τον χρόνο, ενώ περίπου το 2% των νοικοκυριών είναι εύπορα, έχοντας εισόδημα που ξεπερνά τα 100.000 ευρώ τον χρόνο.
Αν συγκρίνουμε το εισόδημα με το μέσο μισθό και την εξέλιξη των τιμών από το 2018 βλέπουμε η μέση κατοικία να ξεκινά από 175.000 ευρώ και να φθάνει στις 274.831 ευρώ δηλαδή αύξηση 57% όταν ο μέσος μισθός αυξήθηκε μόλις 17%.
Μάλιστα, οι αυξανόμενες τιμές των κατοικιών, οι οποίες σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας έχουν ξεπεράσει σήμερα το υψηλό ρεκόρ του 2008, ανοίγει ακόμη περισσότερο την ψαλίδα μεταξύ μέσου μισθού και τιμών. Παραδείγματος χάρη ένα σπίτι που στο παρελθόν κόστιζε 175.000 ευρώ σήμερα φθάνει στις 274.000 ευρώ, σημειώνοντας δηλαδή αύξηση 57%, όταν ο μέσος μισθός αυξήθηκε μόλις 17%. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει μια διαφορά της τάξεως του 40% μεταξύ των δυο δεικτών.
Το άνοιγμα της «ψαλίδας» ωστόσο κατατάσσει την Αθήνα σε μία από τις ακριβότερες πόλεις παγκοσμίως για τους πολίτες της. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η έρευνα βρίσκεται κάτω από το Χονγκ Κονγκ, το Τόκυο, το Παρίσι και το Τελ Αβίβ. Την ώρα που για τους ξένους επενδυτές έχει ιδιαίτερα ελκυστικές τιμές και είναι η 4η φθηνότερη χώρα στις κατοικίες στην Ευρώπη.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ακόμη, οι χώρες που έχουν τους μεγαλύτερους μέσους μισθούς είναι η Ιρλανδία με πάνω από 35.000 ευρώ τον χρόνο, η Δανία, η Αυστρία, η Γερμανία με πάνω από 30.000 ευρώ. Στη Νότια Ευρώπη φαίνεται ότι η Ελλάδα και η Πορτογαλία είναι πιο φτωχές χώρες, καθώς ο μέσος μισθός στην Κύπρο φτάνει τα 20.000 ευρώ τον χρόνο, ενώ λίγο υψηλότερα κινείται η Ισπανία, η Ιταλία και η Μάλτα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με την κατάταξη της έρευνας, για να αγοράσει ένα σπίτι 60 τ.μ. ένα νοικοκυριό στο Χονγκ Κονγκ χρειάζεται να αποταμιεύσει μισθούς άνω των 20 ετών, στο Τόκυο χρειάζονται οι πολίτες εισοδήματα 15 χρόνων, στο Παρίσι 14 χρόνων, στο Τελ Αβίβ πάνω από 12 χρόνια, ενώ την πεντάδα κλείνει η Ελλάδα, στην οποία απαιτούνται μισθοί 11, 5 χρόνων. Αντίθετα, οι λιγότεροι μισθοί απαιτούνται στο Μαϊάμι, στο Σαν Φρανσίσκο και στη Μαδρίτη, όπου εκεί τα νοικοκυριά πρέπει να εξοικονομήσουν μισθούς μόλις 5 χρόνων.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, έχει δημιουργηθεί η ανάγκη διαμόρφωσης κατάλληλων πολιτικών «Κοινωνικής Κατοικίας» που θα τονώσουν και τη δυνατότητα προσφοράς κατοικιών.
Σημειώνεται ότι οι «Περίοδοι Μη-Ανθεκτικότητας τιμών» στην κτηματαγορά ορίζονται ως περίοδοι κατά τις οποίες οι τιμές των ακινήτων βιώνουν σημαντική και παρατεταμένη υπερτίμηση, αποκλίνοντας από την πραγματική τους αξία.
Ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιων περιόδων αποτελούν συνηθέστερα:
- Αποσύνδεση τιμών και ενοικίων από την διακύμανση των εισοδημάτων
- Διακυμάνσεις στην οικονομία όπως ο εκτεταμένος δανεισμός και η εκτεταμένη κατασκευαστική δραστηριότητα
Ο «Δείκτης Ανθεκτικότητας τιμών » της CPS λαμβάνει υπόψιν του μεταξύ άλλων τα ακόλουθα βασικά στοιχεία:
- Λόγος τιμών ακινήτων και τιμών ενοικίασης
- Λόγος τιμών ακινήτων και διαθέσιμου εισοδήματος ανά νοικοκυριό
- Λόγος τιμών ακινήτων «περιοχής δείκτη» σε σχέση με την χώρα
- Συνολική κατασκευαστική δραστηριότητα ως προς το ΑΕΠ
- Δανεισμός ως προς το ΑΕΠ
Ο δείκτης δεν παρέχει δυνατότητες πρόβλεψης σχετικά με το πότε ή εάν θα πραγματοποιηθεί μια διόρθωση. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στον “κίνδυνο μη – ανθεκτικότητας τιμών”, υποδεικνύουμε τον κίνδυνο σημαντικής διόρθωσης τιμής, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε πότε μπορεί να συμβεί αυτή η διόρθωση.
Ο δανεισμός
Παρά τη γενική εικόνα ενδιαφέροντος για αγορά ακινήτου, οι επενδύσεις δεν διευκολύνονται από τον τραπεζικό δανεισμό, αφού το 69,5% όσων συμμετείχαν στην έρευνα βλέπουν δύσκολη ή μάλλον δύσκολη την πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, το 81,5% θεωρεί τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων υψηλά, ενώ σε σχέση με πριν από έξι μήνες το 72,5% των Ελλήνων δηλώνει ότι έχει λιγότερα χρήματα για αγορά ή ενοικίαση ακινήτων. Μάλιστα, όπως αναφέρεται, συνδυάζοντας τις απαντήσεις για το διαθέσιμο εισόδημα με αυτές που αφορούν τα δάνεια, φαίνεται ότι στην Ελλάδα σχηματίζεται ένα σαφές χάσμα ανάμεσα περίπου στο 1/4 της κοινωνίας που μπορεί και στα 3/4 που δυσκολεύονται να επενδύσουν ή να πληρώσουν μεγαλύτερα ενοίκια.
Πάντως οι πολίτες συνεχίζουν να ζητούν μείωση φορολογίας ενοικίων και ΕΝΦΙΑ ως το πρώτο κίνητρο για να μπουν περισσότερα ακίνητα στην αγορά ενοικίασης, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η καταγραφή της άποψης της κοινωνίας για το θέμα της εκτός σχεδίου δόμησης. Για την εκτός σχεδίου δόμηση έξι στους δέκα λένε ότι δεν έχουν αρκετή ή πολλή ενημέρωση επί του θέματος, ακίνητο εκτός σχεδίου δηλώνει ότι έχει το 23%, ενώ το 56% των πολιτών ζητά να συνεχίσει να επιτρέπεται η εκτός σχεδίου δόμηση, όπως και σήμερα.
Πηγή: newsit.gr, ΒΗΜΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ