Οι Πρέσπες δεν έλυσαν μόνον μια διαφορά δεκαετιών στη βάση της διαμορφωμένης από το 2005 εθνικής γραμμής, αλλά ενίσχυσαν, επιπλέον, εκθετικά το κύρος και τη διπλωματική μας θέση στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.
Η Συμφωνία εφάρμοσε πλήρως την εθνική γραμμή για σύνθετη ονομασία της γειτονικής χώρας, εξασφαλίζοντας επιπλέον και την αλλαγή του Συντάγματος της. Η εθνική αυτή γραμμή, θύμιζα στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση της κύρωσης της, ουσιαστικά είχε διαμορφωθεί από την ενδιάμεση συμφωνία με την γείτονα μας, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις της κυρίας Μπακογιάννη στη Βουλή (Συνεδρίαση της 30ης/09/2007) και, σε κάθε περίπτωση, ήταν πλήρως αποδεκτή από το σύνολο του πολιτικού συστήματος πλην ΛΑΟΣ μετά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι.
Σε πρόσφατη συνέντευξη της άλλωστε η ίδια η κυρία Μπακογιάννη συνομολόγησε ότι την εθνική αυτή θέση διαπραγματευόταν: «Κύριε Κουβαρά, μην κοροϊδευόμαστε, αυτή ήταν η θέση και με αυτήν πήγαμε, πέσαμε στην αδιαλλαξία του Γκρουέφσκι».
Ο κ. Σαμαράς, που και κατά την κύρωση της Συμφωνίας δημαγωγούσε και σήμερα είναι επικεφαλής του «αντάρτικου» κατά της κύρωσης των εφαρμοστικών της μνημονίων, έχει βαρύτατες ευθύνες (τις οποίες του είχε καταλογίσει ευθέως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) γιατί την περίοδο 1990-1992, ως υπουργός εξωτερικών, υποχώρησε στις πιέσεις της Γερμανίας για αναγνώριση της Κροατίας και Σλοβενίας χωρίς να ζητήσει πάγια λύση για την ονομασία της γειτονικής μας χώρας. Ακόμη όμως και αυτός, όταν έγινε πρωθυπουργός, σε κραυγαλέα αντίφαση με την δημαγωγική του στάση από το 2018 και εντεύθεν, είχε αποδεχθεί τη σύνθετη ονομασία. Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του στις 7 Ιουλίου 2012, ο υπουργός του Εξωτερικών Δ. Αβραμόπουλος δήλωνε ότι «η Ελλάδα, επιδεικνύοντας το απαιτούμενο εποικοδομητικό πνεύμα, προέβη σε ένα μείζον συμβιβαστικό βήμα, αποδεχόμενη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος ως διάδοχος υπουργός εξωτερικών επανέλαβε στις 27 Σεπτεμβρίου 2014 την ίδια θέση από το βήμα της 69ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, στις 11 Ιουλίου 2017, ειρωνευόταν στη Βουλή τον κ. Λεβέντη, που ήταν αντίθετος με την σύνθετη ονομασία, με τα εξής λόγια: “Ο κ. Λεβέντης είναι νέος σε αυτή την αίθουσα και προφανώς δεν θυμάται ότι υπάρχει επίσημη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης επικυρωμένη δις από την Εθνική Αντιπροσωπεία, για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό».
Και όμως, ενόψει του κομματικού συμφέροντος, ο κ. Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε ευθεία αντίθεση με τις δικές του πεποιθήσεις και αυτές του πατέρα του και της αδερφής του, συμπαρατάχθηκε ουσιαστικά με τους ακραίους εθνικιστές με τις περικεφαλαίες, που ζητούσαν να πάρουμε τα Σκόπια με τα όπλα. Ακόμη χειρότερα, ως πρωθυπουργός, ενώ τόσο αυτός όσο και οι υπουργοί του στο εξωτερικό εκθείαζαν τη συμφωνία, συνέχισε να λειτουργεί μικροκομματικά και υποκριτικά, μην εφαρμόζοντας πλήρως τις προβλέψεις της. Κατά την περίοδο της αποσταθεροποίησης της Κυβέρνησης Ζάεφ, της μόνης πολιτικής δύναμης που είχε το πολιτικό σθένος να αποδεχθεί την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της χώρας, όταν το VMRO-DPMNE ξεκάθαρα απειλούσε ότι θα επαναφέρει σκέτο το όνομα «Μακεδονία» και τον αλυτρωτισμό δεν έστειλε σαφές μήνυμα στήριξης της, αλλά στην πράξη την υπονόμευε. Δύο κοινοβουλευτικές ερωτήσεις είχα καταθέσει για να καταγγείλω την ουσιαστική κατάργηση των επιτροπών για τα σχολικά βιβλία και τα εμπορικά σήματα, που είχε ως αποτέλεσμα να παραμένουν στοιχεία αλυτρωτισμού στα βιβλία της γειτονικής χώρας και να μην προστατεύονται τα προϊόντα μας από την Μακεδονία. Σε απάντηση ο πρωθυπουργός κόμπαζε ότι οι απειλές των ομοϊδεατών του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα δικαιώνουν, τάχα, την επαμφοτερίζουσα δική του τακτική της μη πλήρους εφαρμογής της.
Αυτή η υποκρισία «με περικεφαλαία» έχει σοβαρές συνέπειες για τα εθνικά μας συμφέροντα. Μην εφαρμόζοντας πλήρως τη συμφωνία, ο πρωθυπουργός βρίσκεται σήμερα σε αμηχανία ενώπιον των εμπρηστικών δηλώσεων των ηγετών του VMRO-DPMNE. Ακόμη χειρότερα, δεν φαίνεται να υπάρχει ενιαία κυβερνητική γραμμή αντιμετώπισης των προκλήσεων, δεδομένου ότι η πλειοψηφία είναι σχιζοφρενικά διχασμένη σε δύο γραμμές: αφενός η κυρία Μπακογιάννη, προς τιμήν της, παραδέχεται ότι η Νέα Δημοκρατία όφειλε προ πολλού να έχει κυρώσει τα εφαρμοστικά μνημόνια της Συμφωνίας, που φράσσουν τον δρόμο στις προσπάθειες της Τουρκίας να κυκλώσει τη χώρα μας από το Βορρά. Αφ’ετέρου, , ο Υπουργός Επικρατείας κ. Βορίδης δηλώνει: «Είμαστε 5 χρόνια στην κυβέρνηση και δεν τα έχουμε φέρει. (τα μνημόνια) Γιατί δεν τα έχουμε φέρει προς κύρωση; (…) Μα δεν την κυρώνουμε γιατί έχουμε κάνει μια πρόβλέψη αυτής της εξέλιξης. Δηλαδή τι; Οτι ακριβώς αυτή η Συμφωνία έχει ελαττώματα στην κατασκευή της. Την ώρα ακριβώς που αμφισβητείται η Συμφωνία, έρχονται οι άνθρωποι αυτοί και μας λένε να φέρουμε την κύρωση. Δηλαδή ουσιαστικά και τον μοναδικό μοχλό πιέσεως, συμμορφώσεως, αυτόν να το απεμπολήσουμε».
Παράλληλες με τον κ. Βορίδη θέσεις διατύπωσε και ο ο κ. Α. Γεωργιάδης, ο οποίος μάλιστα έκανε λόγο και για καταγγελία της Συμφωνίας: «εφόσον η νέα κυβέρνηση τους αποφασίσει να την καταπατήσει, η καταγγελία της είναι μονόδρομος». Βέβαια, κατά ένα διεστραμμένο τρόπο, ο κ. Γεωργιάδης είναι συνεπής με τον εαυτό του. Σε προγενέστερο χρόνο δήλωνε ότι «αν κερδίσει το VMRO και πει εμείς καταγγέλλουμε τη συμφωνία εμείς παπ (sic) θα την αλλάζαμε…». Ο ίδιος, άλλωστε, κατήγγειλε τον Κώστα Καραμανλή ως «πρόστυχο» και «κωλοτούμπα» μετά το Βουκουρέστι, επειδή είχε δεχθεί τη σύνθετη ονομασία, λέγοντας στις 16-7-2007: «Αυτή η απίστευτη υποχώρηση, (…) αυτή η απίστευτη κωλοτούμπα του Μακεδόνος, τρομάρα του, πρωθυπουργού, του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος μπαίνει στην ιστορία ως ο πρωθυπουργός που ξεπούλησε τη Μακεδονία. (…) ακόμα χειρότερη με την πρόστυχη πράξη τού να κάνουν το άσπρο μαύρο και να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν την άτακτη υποχώρηση σε επιτυχία.»
Και θα μπορούσα να συνεχίσω την εξιστόρηση της «περικεφαλαίας»: Τρείς τουλάχιστον υποψήφιοι της ΝΔ για την ευρωβουλή, η κυρία Μαρία-Ωραιοζήλη Κουτσουπιά, η κυρία Άντρη Παράσχου και ο κύριος Γιώργος Μουρούτης χαρακτήρισαν τη Συμφωνία «κατάπτυστη» και «κακή» αντίστοιχα. Τι νόημα όμως έχει η καταγραφή της δημαγωγικής υποκρισίας; Αλλού είναι η ουσία: Πέραν της πραγματολογικής ανακρίβειας ότι «δεν τα έχουν φέρει» τα μνημόνια στη Βουλή (στην πραγματικότητα τα έχουν καταθέσει ήδη από την πρώτη κυβερνητική τους περίοδο, απλώς δεν τα έχουν ψηφίσει, εξαιτίας του μικροκομματισμού, της υποκρισίας και του αντάρτικου Σαμαρά), το επιχείρημα ότι «δεν τα ψηφίζουμε τώρα γιατί η άλλη πλευρά υπαναχωρεί» συνιστά πλήρη αναστροφή της πραγματικότητας: η ΝΔ είναι εκτεθειμένη ακριβώς γιατί, με ευθύνη της, δεν εφάρμοσε πλήρως τη Συμφωνία, και έτσι ενίσχυσε τους εθνικιστικούς κύκλους που τώρα την αμφισβητούν από την άλλη μεριά των συνόρων. Ακόμη χειρότερα, όταν καλεί σε καταγγελία της συμφωνίας, ουσιαστικά επιδιώκει να επιστρέψουμε στην περίοδο που η γειτονική χώρα λεγόταν απλώς και σκέτα «Μακεδονία».
Έστω και την τελευταία στιγμή, η κυβέρνηση οφείλει να υπερασπίσει τα εθνικά συμφέροντα και να ενεργοποιήσει άμεσα τις πρόνοιες των άρθρων 1, 19 και 20 παρ. 8 που δεσμεύουν την Βόρεια Μακεδονία να σεβαστεί τη συμφωνία, ως προς τη συμμετοχή της σε διεθνείς, πολυμερείς ή περιφερειακούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ. Αλλιώς θα είναι υπόλογη ενώπιον του ελληνικού λαού και της ιστορίας.
Γιώργος Κατρούγκαλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου
Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας στον ΟΗΕ
Πρώην Υπουργός Εξωτερικών