Την απαλλαγή, λόγω αμφιβολιών, του σκηνοθέτη Κώστα Κωστόπουλου από την κατηγορία του βιασμού σε βάρος της ηθοποιού Έλενας Αθανασοπούλου, το 2010,εισηγήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ο Εισαγγελέας της Έδρας.
Ο Εισαγγελέας έκρινε πως όσα ισχυρίζεται η ηθοποιός, η οποία μήνυσε τον σκηνοθέτη στο πλαίσιο της κίνησης meToo, “δεν αντέχουν στην κοινή λογική” και εξέφρασε με έμφαση την θέση του λέγοντας πως “έχω σοβαρές αμφιβολίες” και τονίζοντας ότι “είναι πολύ βαριά η κατηγορία για να καταδικάσω ελαφρά τη καρδία”.
Κατά τον εισαγγελικό λειτουργό, η κατάθεση της παθούσας , “μία ψυχρή κατάθεση”, δεν τον έπεισε πως αυτά που περιέγραψε η ηθοποιός, τα είχε ζήσει.
Αναφερόμενος μάλιστα στις καταθέσεις των δύο συναδέλφων της μηνύτριας, Μαρκέλλας Γιαννάτου και Κατερίνας Διδασκάλου, που στάθηκαν στο πλευρό της μηνύτριας, περιγράφοντας στο δικαστήριο απρεπείς σεξουαλικές πράξεις του κατηγορούμενου σε βάρος τους, ο εισαγγελέας είπε πως αυτές πράγματι “έδωσαν βιωματικές καταθέσεις” για να συμπληρώσει “θα μου πεις είναι ηθοποιοί”.
Ο Εισαγγελέας δεν δέχθηκε πως ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε το επίμαχο βράδυ που είχε βγει για φαγητό με την παθούσα, χημική ουσία , όπως εικάζει η ηθοποιός για την κατάσταση αδυναμίας που ,περιγράφει ότι, βρέθηκε.
Όπως είπε ο εισαγγελέας “δεν μπορώ να δεχτώ την χημική ουσία γιατί αυτή θα οδηγούσε σε καταστολή, ενώ μετά η παθούσα πήγε σε άλλο κλαμπ. Αποκλείω και την ολική μέθη. Δεν αποκλείεται η μερική μέθη, αλλά αυτό δεν ταιριάζει με την περιγραφή της παθούσας ότι λιποθύμησε..”. Σχολίασε επίσης τον ισχυρισμό της ηθοποιού ότι μετά τον βιασμό , που φέρεται να έγινε σε ένα πάρκινγκ, ζήτησε από τον σκηνοθέτη να την πάει σε κλαμπ που ήταν φίλοι της: “Το θύμα δηλαδή μετά, τι του λέει αυτού του καθάρματος; Φεύγει; Τρέχει; Όχι. Του λέει «να πάω στο Ακρωτήρι!».” .
Ο Εισαγγελέας αναρωτήθηκε αν ο κατηγορούμενος δείχνει άνθρωπος που «θα διακινδύνευε τη φήμη, την καριέρα και την οικογενειακά του για πέντε λεπτά βιολογικής ορμής;” και είπε πως ο σκηνοθέτης δεν του φάνηκε να στερείται το στοιχείο του καταλογισμού.
Ξεκίνησε την αγόρευσή του, λέγοντας ότι τα «κορίτσια» που έρχονται σε συναινετική επαφή, μπορεί μετά να καταγγείλουν τον άνδρα, χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις, και αυτό γίνεται πολύ συχνά. Αναφέρθηκε στη δικονομική μεταχείριση του κατηγορουμένου, κατά την προδικασία, διερωτώμενος «Γιατί έμεινε στη χώρα εάν είναι ένοχος; Δεν θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να φύγει;».
Συνέκρινε την υπόθεση του κατηγορουμένου και άλλων υποθέσεων βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης, που έχουν απασχολήσει την επικαιρότητα και αναδείχθηκαν από το κίνημα MeToo, με τους Serial Killer και τους ληστές, αναφέροντας ότι «ένας ληστής θα ξανακάνει ληστείες, ένας παιδόφιλος θα διαπράξει ξανά έγκλημα παιδικής πορνογραφίας, ένας παιδεραστής θα βιάσει ξανά ένα παιδί, ένας βιαστής, όμως, ένας αδίστακτος βιαστής, όχι ο κατηγορούμενος, που είναι αθώος, και καταστράφηκε η καριέρα του για μία πενταετία», όπως είπε.
Πρόσθεσε ότι στην περίπτωση του κατηγορουμένου δεν υπήρξε καμία άλλη καταγγελία μετά.
Κάνοντας αναδρομή σε όσα κατέθεσε η κυρία Γιαννάτου, η οποία απάντησε ότι ήταν βιασμός, ο Εισαγγελέας με στόμφο ρώτησε το ακροατήριο: «Πως το βίωσε η κυρία Αθανασοπούλου; Τι υπέστη η κυρία Αθανασοπούλου;».
Κι έδωσε ο ίδιος την απάντηση: «Ήταν κάτι που ξεκίνησε συναινετικά και τελικά κατέληξε σε αυτό που είπε ο Φρουντ: Τι πραγματικά θέλει μία γυναίκα;».
Τότε, το ακροατήριο συμπάσχοντας με τον Εισαγγελέα, επαναλάμβανε την ίδια φράση, με κάποιους θεατές να είναι αμέτοχοι και προβληματισμένοι με το πως εξελισσόταν η διαδικασία.
Εν συνεχεία, ο Εισαγγελέας αναφέρθηκε στον Βεργίλιο, λέγοντας ότι σέβεται κάθε γυναίκα σα να ήταν μητέρα του, και αφού διερωτήθηκε γιατί δεν το κατήγγειλε εγκαίρως η φερόμενη ως παθούσα, έδωσε ο ίδιος την απάντηση: «Μήπως έχει δίκιο ο Σαίξπηρ; Να το αποδώσουμε σε αστάθεια;».
Επικαλέστηκε τα κενά μνήμης, όπως είπε, της καταγγέλλουσας, τα έτη 2010-2012, και κατέληξε να πει ότι βάσει της καταγγελίας της θα έπρεπε να βρεθεί ένας μάρτυρας, «σερβιτόρος, κανένας μετρ», για να την μεταφέρει, αφού λιποθύμησε. Πρόσθεσε «Δεν μπορεί κάποιος να είναι επάνω σου κι εσύ να μην το θυμάσαι. Δεν μπορούν να ταιριάξουν αυτά».
Πριν καταλήξει στην αθωωτική του πρόταση, ανέφερε ότι «ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να προτείνει ρόλο στην παθούσα για να την εκμεταλλευτεί», αλλά δεν το έκανε. Έδωσε και πάλι ο ίδιος την απάντηση: «Ένας άντρας χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να προσεγγίσει μία γυναίκα…Δόξα, φήμη, χρήματα…αλλά εκείνος δεν το έκανε. Απλώς πέρασε καλά, όπως πέρασε και η κοπέλα».
Δεν παρέλειψε να στραφεί και σε βάρος της καταγγέλλουσας, λέγοντας ότι όφειλε να προστατεύσει και τα επόμενα θύματα, εάν ήταν αληθής η καταγγελία της, και την ίδια στιγμή συνέκρινε την υπόθεσή της με γνωστή «ομοιοπαθή», όπως είπε, «από Θεσσαλονίκη», αναφερόμενος στην υπόθεση της Γεωργίας Μπίκα, καταλήγοντας με την φράση «Όλοι γνωρίζουμε ποια είναι η κατάληξη της κοπέλας από την Θεσσαλονίκη».
Στο τέλος της πρότασής του, αφού ο ίδιος είπε ότι δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου, έκανε μία ιστορική αναδρομή στα Βασανιστήρια, που έχουν καταργηθεί, στον Μεγάλο Φρειδερίκο, και στην ποινή υπόνοιας, στην προσωρινή απαλλαγή από την ποινή, έως ότου συλλεχθούν τα αναγκαία στοιχεία, στον Αυτοκράτορα Τραϊανό, και είπε ότι έχει πολλές αμφιβολίες «Γιατί δεν ήταν μπροστά».
Κατακρίνοντας και την κοινή γνώμη, που σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση είναι η χειρότερη όλων γνώμη, πρότεινε την απαλλαγή του κατηγορουμένου, δεχόμενος τα χειροκροτήματα του κοινού, λίγο πριν πέσει η Αυλαία της δίκης.
Νωρίτερα στην απολογία του ο Κώστας Κωστόπουλος αναφέρθηκε στην απόφαση του να βγει και να πει πως είναι αυτός τον οποίο κατήγγειλε πριν δύο χρόνια η ηθοποιός και πως δήλωσε παραίτηση από την δουλειά , σε τηλεοπτικό σήριαλ, που είχε αναλάβει τότε.
Κατά τον κατηγορούμενο, η ηθοποιός ψεύδεται για όσα ισχυρίζεται σε βάρος του, καθώς όσα έγιναν εκείνο το βράδυ , όπως είπε, έγιναν με την επιθυμία και των δύο. Ανέφερε, επίσης, πως όταν η παθούσα του είπε να σταματήσει , εκείνος σταμάτησε και πως την πήγε στο κλαμπ που ήταν οι φίλοι της στο οποίο έμεινε και ο ίδιος γιατί στην διαδρομή η ηθοποιός δεν του μιλούσε. “Σε όλο το δρόμο τη ρωτούσα αν έπαθε κάτι, αν την πόνεσα, αν έκανα κάτι και αυτή δεν μιλούσε. Πήγαμε στο κλαμπ, τη ρώτησα αν θέλει να πάω μαζί της, δεν απάντησε. Εγώ πήγα να δω τι έχει. Εκείνη ήταν μια χαρά, μιλούσε με τους φίλους της, αλλά εμένα με αγνοούσε. Κι έφυγα. Πήρα τον Βαζάκα (σεναριογράφος μάρτυρας στην δίκη) να το συζητήσω, να του πω τι έγινε. Εκείνος μίλησε μαζί της και μου είπε ότι του είπε η καταγγέλλουσα πως τη βίασα. Του λέω «πλάκα μου κανείς; Τι μαλ.. είναι αυτές;..”.
Ο σκηνοθέτης τόνισε πως ούτε η οικογένεια του, ούτε οι φίλοι του τον άφησαν μόνο μετά την μήνυση της ηθοποιού “Μέσα σε όλα αυτά τα ψέμματα υπάρχουν άνθρωποι που με στηρίζουν. Όσοι με συμπαθούν, αλλά κι όσοι δεν με συμπαθούν θα πουν ότι είμαι ειλικρινής” είπε.
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 11 Ιουνίου με αγορεύσεις συνηγόρων