Οι μεγάλοι ηθοποιοί, οι απαστράπτοντες σταρ και οι ερμηνευτές που επέδρασαν καθοριστικά στην υποκριτική μπορεί να ήταν πολλοί σε αυτά τα εκατό και βάλε χρόνια της κυριαρχίας του κινηματογράφου, αλλά οι εμβληματικοί ηθοποιοί, που συνδυάζουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, είναι μετρημένοι στα δάκτυλα των δυο χεριών.
Εάν οι Αμερικάνοι είχαν τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και τον Μάρλον Μπράντο, οι Άγγλοι τους Λόρενς Ολιβιέ και Άλεκ Γκίνες και οι Ιταλοί τους Βιτόριο Γκάσμαν και Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, οι Γάλλοι είχαν να επιδείξουν τον Ζαν Γκαμπέν. Θα μπορούσε να πει κάποιος και τους Ζαν Πολ Μπελμοντό και Αλέν Ντελόν, αλλά αυτοί απλώς σήκωσαν τη βαριά κληρονομιά που τους άφησε ο Γκαμπέν, χωρίς να φτάσουν ποτέ στο επίπεδό του.
Ο Ζαν Γκαμπέν, με τα χαρακτηριστικά μελαγχολικά και αποφασιστικά γαλάζια μάτια του, ο ηθοποιός σύμβολο για τους Γάλλους, αλλά και όλους τους λάτρεις του κινηματογράφου, παρότι θα ξεκινήσει από τα χαμηλά, θα διαγράψει μία απίστευτη διαδρομή στον κινηματογράφο, έχοντας μία γιγαντιαία φιλμογραφία που ελάχιστοι μπορούν να συναγωνιστούν. Δουλεύοντας με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες τής εποχής του, θα αφήσει πίσω του ένα σπουδαίο έργο, που ακόμη και σήμερα συγκινεί και αποτελεί τη βάση για πολλούς μετέπειτα ιδιαίτερους και ξεχωριστούς ηθοποιούς, ακόμη και γι’ αυτούς που ακόμη δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στο σανίδι ή στα πλατό.
Γιορτάζοντας τα 120 χρόνια από τη γέννησή του (17 Μαΐου 1904), θα θυμηθούμε τα πρώτα βήματα της ζωής του, την εκκίνηση της συναρπαστικής καλλιτεχνικής του πορείας, την καταξίωση, τις αριστουργηματικές ερμηνείες του και όλα αυτά που τον κατέστησαν σύμβολο μιας χώρας αλλά και του κινηματογράφου.
Από το Moulin Rouge στο σινεμά
Ο Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στα περίχωρα του Παρισιού και στο έμπα του 20ου αιώνα, ενώ γρήγορα υιοθέτησε το καλλιτεχνικό όνομα του πατέρα του, ο οποίος έδινε παραστάσεις σε καφέ. Εγκατέλειψε το σχολείο από νωρίς, δουλεύοντας ως εργάτης, μέχρι τα 19 του χρόνια, όταν μπήκε στον χώρο του θεάματος, σε μια παραγωγή των Folies Bergères. Συνέχισε να εμφανίζεται σε μικρούς περιφερειακούς χώρους διασκέδασης, μέχρι που μπήκε στο Moulin Rouge. Εκεί άρχισε να αναγνωρίζεται το ταλέντο του και να δέχεται προτάσεις για κάτι καλύτερο, συμμετέχοντας και σε δυο ταινίες του βωβού κινηματογράφου το 1928.
Η συνάντηση με τον Ντιβιβιέ
Από το 1930, θα ανοίξει ο χώρος για αυτόν και μιμούμενος τον Μορίς Σεβαλιέ, θα παίξει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια σε πολλές ομιλούσες ταινίες, αλλά η συνάντησή του το 1934 με τον σημαντικότατο σκηνοθέτη Ζιλιέν Ντιβιβιέ, θα αλλάξει την πορεία του και τη ζωή του. Ο Ντιβιβιέ, σήμερα σχεδόν ξεχασμένος, αλλά από τους τρεις τέσσερις κορυφαίους σκηνοθέτες του γαλλικού σινεμά, θα του δώσει την ευκαιρία να αποκτήσει τα δικά του ερμηνευτικά χαρακτηριστικά, να τον καταστήσει ένα ρομαντικό ίνδαλμα με τα αριστουργηματικά φιλμ «La Βelle Εquipe» και το ακόμη και σήμερα διάσημο «Πέπε Λε Μόκο». Οι Γάλλοι σινεφίλ, θα βάλουν στην άκρη τον γλυκό και ανάλαφρο Σεβαλιέ, για να εγκαθιδρύσουν στο βάθρο του κορυφαίου, τον Ζαν Γκαμπέν. Στο πανέμορφο πρόσωπό του, οι περιθωριακοί, οι προλετάριοι, οι λαϊκοί ήρωες και οι «αντιήρωες» είχαν βρει τον ιδανικό εκφραστή τους. Ο Γκαμπέν, με την υποβλητική του εμφάνιση, θα έρθει να συμβολίσει έναν κόσμο ξεχασμένο, που είχε εξοριστεί από το καθωσπρέπει σινεμά της εποχής.
Η Μεγάλη Χίμαιρα
Το 1937 θα πρωταγωνιστήσει και στο αριστουργηματικό αντιπολεμικό δράμα του τεράστιου Ζαν Ρενουάρ «Η Μεγάλη Χίμαιρα», μια ταινία που δικαίως βρίσκεται ανάμεσα στις κορυφαίες δημιουργίες όλων των εποχών, η οποία είχε και τεράστια απήχηση στη Νέα Υόρκη, όπου παιζόταν για έξι μήνες. Την επόμενη χρονιά θα κάνει, ξανά με τον Ρενουάρ, το ασυναγώνιστο φιλμ νουάρ «Το Ανθρώπινο Κτήνος», παραδίδοντας έναν ρόλο μάθημα υποκριτικής. Αμέσως μετά, θα ξεκινήσει τη συνεργασία του με τον Μαρσέλ Καρνέ, στο φιλμ «Le Quai Des Brumes», ενώ οι προτάσεις από το Χόλιγουντ έπεφταν βροχή, με τον Γκαμπέν να τις απορρίπτει δίχως δισταγμό.
Από το Χόλιγουντ στην πρώτη γραμμή
Το πρώτο διάστημα της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία, θα πάρει την απόφαση για να ταξιδέψει στο Χόλιγουντ, ακολουθώντας τους Ρενουάρ και Ντιβιβιέ, χωρίς να έχουν όμως κάποια ιδιαίτερη επιτυχία οι ταινίες του. Θα έχει όμως τεράστια επιτυχία στις γυναίκες, διατηρώντας ένα φλογερό ειδύλλιο με την ντίβα Μάρλεν Ντίντριχ κι ενώ βρίσκεται ήδη σε διάσταση με τη δεύτερη σύζυγό του. Παρότι περιζήτητος, χωρίς δεύτερη σκέψη, θα πάει να πολεμήσει με τις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις του στρατηγού ντε Γκολ, απ’ όπου θα φύγει με το στρατιωτικό μετάλλιο και τον Στρατιωτικό Σταυρό, για την ανδρεία του στις μάχες της Βόρειας Αφρικής. Μετά την D-Day, ο Γκαμπέν υπηρέτησε με τη 2η τεθωρακισμένη μεραρχία που απελευθέρωσε το Παρίσι.
Ερωτοχτυπημένος με την Μάρλεν
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος και η τέχνη είχαν αρχίσει να αλλάζουν, αλλά ο Γκαμπέν, ένας άντρας με πάθη, ήθελε να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του, να γυρίσει μια ταινία με την Ντίντριχ. Ο Καρνέ πρότεινε ένα φιλμ, αλλά στην Ντίντριχ, δεν άρεσε το σενάριο αν και πρόβαλε ως δικαιολογία ότι η γερμανική της καταγωγή θα ήταν εμπόδιο για την επιτυχία της ταινίας. Τελικά το θρυλικό ζευγάρι θα κάνει μία ταινία, το αισθηματικό δράμα «Προ των Ενόρκων», μία ξεχασμένη ταινία, καθώς ο σκηνοθέτης Ζορζ Λακόμπ, αποδείχθηκε κατώτερος των απαιτήσεων, αλλά οι δυο τους θα είναι εξαιρετικοί και ειδικά ο ερωτοχτυπημένος Γκαμπέν. Η θυελλώδης σχέση τους θα ολοκληρωθεί άδοξα, καθώς η Ντίντριχ ανεβάζει ταχύτητες, ενώ ο Γκαμπέν έχει αρχίσει να ξεπέφτει.
Ο δεύτερος κύκλος
Αυτό βεβαίως είναι σχετικό, γιατί οι ταινίες που έκανε με την Μισέλ Μοργκάν και την Ντανιέλ Νταριέ «Όταν η Μοίρα Προστάζει», «Ο Άντρας που Αγάπησα», αντίστοιχα, δεν τις λες και αδιάφορες – αντιθέτως με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν μία απολαυστική γοητεία. Το 1954, όμως, θα κάνει τη μεγάλη του επιστροφή, με το θρίλερ «Ας με Κρίνει η Κοινωνία», του Ζαν Μπεκέρ, όπου ο μεσήλικας πλέον Γκαμπέν, έχοντας δίπλα του τον Λίνο Βεντούρα και τη Ζαν Μορό, θα καταφέρει να δείξει ότι ένας δεύτερος σπουδαίος κύκλος ανοίγει στην καριέρα του. Αφήνοντας πίσω του το περιθώριο και τους καταφρονημένους ήρωες και αντιήρωες, θα μεταμορφωθεί σε έναν κυρίαρχο πρωταγωνιστή, έναν βαρύ και μουτρωμένο ηθοποιό, που μετέδιδε μία αδιόρατη ανθρωπιά, ένα βάθος σκέψης και ενδιαφέροντος για τον πλησίον του. Με ένα διακριτικό μειδίαμα, μια ματιά, μια κίνηση κατάφερνε, όπως ελάχιστοι μπορούσαν, να δώσει μια διέξοδο, να ζεστάνει την καρδιά των θεατών.
Ο Γιάννης Αγιάννης, ο Μεγκρέ και η Συμμορία
Ο Ζαν Γκαμπέν, είχε και πάλι γυρίσει ως ηγέτης του γαλλικού σινεμά. Θα συναντηθεί και πάλι με τον Ντιβιβιέ στο υπέροχο νουάρ «Voici le Temps des Assassins», μπήκε με την απόλυτη πειστικότητα στην καπαρντίνα του Επιθεωρητή Μεγκρέ, σε τρεις αστυνομικές ταινίες, ενώ θα είναι ο αξεπέραστος για πάντα Γιάννης Αγιάννης στους «Αθλίους» που γύρισε το 1958 ο τυχεράκιας Ζαν Πολ λε Σανουά.
Τα επόμενα τριάντα χρόνια θα γυρίσει αρκετές ακόμη ταινίες, αγκαλιάζοντας και τη νέα γενιά σκηνοθετών, ακόμη και το νέο κύμα. Θα μπει μπροστά σε ταινίες σταθμούς για το παγκόσμιο σινεμά, όπως στα περίφημα φιλμ «Συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, «Δυο Άνδρες στην Ίδια Πόλη» του Ζιοβανί, «Ο Παραχαράκτης» του Ζιλ Γκρέιντζερ. Το 1963, μαζί με τον φίλο του Φερναντέλ θα δημιουργήσουν τη δική τους εταιρεία παραγωγής Gafer Films,
Φωτιά και θάλασσα
Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας, θα συνεχίσει να εργάζεται γνωρίζοντας ότι ο γαλλικός κινηματογράφος έχει μπει σε άλλους δρόμους. Στις 15 Νοεμβρίου του 1976 το ψυχρό Παρίσι, θα παγώσει με την ανακοίνωση του θανάτου του, από έμφραγμα. Όλη η Γαλλία θα τον πενθήσει, ενώ η σορός του αποτεφρώθηκε με στρατιωτικές τιμές και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στη θάλασσα – να ταξιδεύουν για πάντα την ανεπιτήδευτη τραχύτητά του, το βαρύ στιβαρό σώμα του, τη γαλάζια ματιά του…
Πηγή: ΑΠΕ – Χ. Αναγνωστάκης