Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα
Το νέο βιβλίο του Γιώργος Σιακαντάρης κυκλοφορεί από σήμερα στα βιβλιοπωλεία.
Ο συγγραφέας πραγματεύεται, πολλά χρόνια πριν αυτό ενσκήψει και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το φαινόμενο των επιπτώσεων της μεταπολιτικής στη λειτουργία των δημοκρατιών. Το πώς θα είναι οι Δημοκρατίες στα μέσα του 21ου αιώνα, εξαρτάται από το αν θα καταφέρει η πολιτική να δώσει απαντήσεις στη μεταπολιτική.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το βιβλίο του Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 320, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες
Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Αν και αυτό το βιβλίο δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην Ελληνική Δημοκρατία, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τη σημειολογική σημασία αυτού του ιωβηλαίου. Τρία τέταρτα του αιώνα μετά το 1974 και μισό τέταρτο από το 2024 το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρχουν δημοκρατίες στον πλανήτη μας το 2050, αλλά τι είδους δημοκρατίες θα είναι αυτές. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το πώς θα αφαιρεθούν τα αγκάθια που σήμερα έχουν καρφωθεί στο σώμα των δημοκρατιών. Σε αυτό στην ουσία επιχειρώ να απαντήσω στο βιβλίο.
Ο Ρόλαντ Μπέινς, ο κεντρικός ήρωας του τελευταίου εξαιρετικού βιβλίου του Ίαν ΜακΓιούαν, σκέφτεται πως αν «πετύχουμε απλώς να φτάσουμε αλώβητοι ως την τελευταία ημέρα του εικοστού πρώτου αιώνα… θα είναι άθλος».1 Στο παρόν βιβλίο ο πήχης δεν πάει τόσο μακριά και δεν προχωρά σε τόσο ζοφερές προβλέψεις. Εκείνο που με απασχολεί είναι μόνο τι θα γίνει με τις δημοκρατίες μέχρι τα μισά του 21ου πρώτου αιώνα. Θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε πως κινδυνεύουν μόνο οι δημοκρατίες όπου στην εξουσία ανέρχονται αυταρχικοί ηγέτες ή πως οι κίνδυνοι αφορούν και τις ελεύθερες δημοκρατίες; Θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί η σημερινή άποψη σύμφωνα με την οποία οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες χωρίζονται πλέον μόνο σε φίλους και εχθρούς της δημοκρατίας; Θα εξακολουθήσει να θεωρείται ξεπερασμένη η αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς ή θα βρεθούν νέοι τρόποι έκφρασης αυτής της αντίθεσης; Πάντως, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της κατάργησης της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά, οι μόνες διακρίσεις που παρατηρούνται σήμερα είναι αυτές μεταξύ λαϊκισμού και αντιλαϊκισμού, ανοιχτής και κλειστής κοινωνίας, «φίλων και εχθρών της δημοκρατίας», όπου στους εχθρούς τοποθετείται η Αριστερά εν γένει. Αν επιτρέπεται κάποια πολιτική διάκριση, αυτή είναι μόνο μεταξύ λαϊκισμού και Κέντρου, λαϊκιστών και κεντρώων. Όσοι δεν συμφωνούν με όλα αυτά χαρακτηρίζονται «ιδεοληπτικοί». Το παράδοξο είναι πως οι υποστηρικτές της αντίθεσης «φίλοι-εχθροί της δημοκρατίας» εξανίστανται (δικαίως) με τον διαχωρισμό «ή εμείς ή οι άλλοι», αλλά ούτε καν περνά από το μυαλό τους πως, κατατάσσοντας συλλήβδην όλους όσοι δεν συμφωνούν μαζί τους στους εχθρούς της δημοκρατίας, λαϊκίζουν και αυτοί. Με τη διαφορά πως ο δικός τους λαϊκισμός είναι ακόμη πιο επικίνδυνος γιατί είναι μη συμπεριληπτικός και ελιτίστικος. Ναι, υπάρχει και λαϊκισμός των ελίτ, λαϊκισμός από τα πάνω, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο σε ορισμένους οι οποίοι αποδίδουν τον λαϊκισμό μόνο στους από κάτω. Πάντως η κατάταξη στους «εχθρούς» των φιλελεύθερων δημοκρατιών όσων δεν τις αντιλαμβάνονται μόνο ως πλουραλιστική εκλογική διαδικασία αλλά και ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής απισχναίνει την πολιτική σκέψη απειλώντας το δημοκρατικό αγαθό. Όπου οι δημοκρατίες συρρικνώνονται σε διλήμματα του τύπου ρεαλισμός ή λαϊκισμός, κανονικότητα ή χάος, γεννιούνται εθνικολαϊκισμοί.
Η Δεξιά από τη μια και η ριζοσπαστική Αριστερά από την άλλη, λόγω και πνευματικής ακηδίας, επικαλούνται τον λαϊκισμό η πρώτη και τον νεοφιλελευθερισμό η δεύτερη ως ερμηνευτικό πασπαρτού των σημερινών εξελίξεων.
Υπάρχει όμως και ένας ακόμη λόγος για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου μέσα στο 2024. Τον Νοέμβριο αυτού του έτους θα διενεργηθούν οι αμερικανικές εκλογές· αν επανεκλεγεί ο Τραμπ, τότε όλα όσα εδώ αντιμετωπίζονται ως «αγκάθια» θα κατατρυπήσουν το σώμα της αμερικανικής δημοκρατίας και κατά συνέπεια του κόσμου ολόκληρου. Βεβαίως, οι απαντήσεις για τους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία σε κάθε χώρα ξεχωριστά δεν μπορούν να είναι ίδιες. Υπάρχει όμως ένα νήμα που ενώνει αυτούς τους κινδύνους. Και αυτό το νήμα προτείνω να ακολουθήσουμε στη συνέχεια.
Σπεύδω από την αρχή να αποκαλύψω τη λογική που διατρέχει εγκάρσια αυτό εδώ το δοκίμιο. Σε πείσμα αντιλήψεων οι οποίες θεωρούν ξεπερασμένο το να ασχολείται κανείς σήμερα με τον καπιταλισμό, πως κάτι τέτοιο δεν συνάδει με μια σοβαρή και μετριοπαθή σκέψη, πιστεύω ότι καμία συζήτηση για τη δημοκρατία, τον φιλελευθερισμό, τον ρεπουμπλικανισμό, έννοιες που με απασχολούν εδώ, δεν μπορεί να διεξαχθεί αν ξεχαστεί πως όλα αυτά εκτυλίσσονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Παλιότερα λέγαμε πως εκτός από τον καπιταλισμό υπάρχει και η μοναξιά. Σήμερα είναι καιρός να δούμε πως εκτός από τη μοναξιά υπάρχει και ο καπιταλισμός. Και όταν αναφέρομαι στον καπιταλισμό, εννοώ ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που, χωρίς τα δικά του αντίβαρα –όπως είναι το κράτος πρόνοιας και ο έλεγχος της αγοράς και των χρηματοοικονομικών κινήσεων–, οδηγεί σε μεγάλες ανισότητες. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που συνεχώς παράγει ανισότητες και αναπαράγεται από αυτές. Όσοι εντωμεταξύ δεν εντάσσουν αυτές τις κοινωνικές ανισότητες στους παράγοντες που απειλούν τη δημοκρατία, αλλά τις θεωρούν φυσικό φαινόμενο, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν πως η υπεράσπισή της περνά μέσα από την άμβλυνση αυτών ακριβώς των ανισοτήτων.
Ποιο όμως είναι το πραγματικό πρόβλημα; Είναι πως, απ’ ό,τι φαίνεται, η οικονομία παίζει μόνη της ένα παιχνίδι στο οποίο δεν μπορεί να την παρακολουθήσει η πολιτική. Και όταν η πολιτική δεν μπορεί να παρακολουθήσει την καπιταλιστική οικονομία, τότε αρρωσταίνει η δημοκρατία. Γιατί δεν υπάρχει δημοκρατία έξω και πέρα από τα κοινωνικά συστήματα εντός των οποίων αναπτύσσεται. Η δημοκρατία είναι πλήρης μόνο όταν, συνδεόμενη με τον ρεπουμπλικανισμό και τον φιλελευθερισμό, μετριάζει και ελέγχει τη βία που παράγουν οι άνισες καπιταλιστικές σχέσεις. Αυτό είναι πολύ δυσκολότερο να γίνει σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης των οικονομιών. Σε μια εποχή όπου οι θεσμοί της οικονομίας λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο και οι θεσμοί της πολιτικής παραμένουν εγκλωβισμένοι σε εθνοκρατικές λογικές, αυτά που απαξιώνονται είναι η πολιτική, τα κόμματα και η δημοκρατία, υποστήριζα στο Πρωτείο της δημοκρατίας.
Με αυτό το βιβλίο επιχειρώ να ανοίξω έναν διάλογο για θέματα που αφορούν όχι γενικά τη μετάβαση μερικών από τις πλουραλιστικές δημοκρατίες της δεκαετίας του 1960 σε ανελεύθερες δημοκρατίες της δεύτερης και της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αλλά για τους κινδύνους που θα αφορούν όλες τις πλουραλιστικές δημοκρατίες έως τα μισά του 21ου αιώνα. Στον δημόσιο διάλογο έχει επικρατήσει η άποψη σύμφωνα με την οποία η δημοκρατία κινδυνεύει μόνο αν οι λαοί των δημοκρατικών χωρών επιλέξουν ανελεύθερους ηγέτες. Κινδυνεύουν, δηλαδή, μόνο οι δημοκρατίες στις οποίες επικρατούν ηγέτες και κόμματα που, παρόλο που προχωρούν –ακόμη– σε εθνικές εκλογές, περιορίζουν τις ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα όλων όσοι δεν συντάσσονται μαζί τους. Θεωρώ αυτή την άποψη ιδιαιτέρως αδύναμη, γιατί υποτιμά το γεγονός πως αυταρχικές τάσεις αναπτύσσονται ακόμη και στις δημοκρατίες με μη αυταρχικούς ηγέτες, ακόμη και στις λεγόμενες «πλήρεις δημοκρατίες». Ενώ και το σχήμα λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός, όπως θα επιδιώξω να καταδείξω είναι εντελώς ανεπαρκές για να ερμηνεύσει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες και τις «ωδίνες» τους ως «πηγή δυστυχίας», όπως τις περιέγραφε ο Κρίστοφερ Μπέιλι.
*Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ κοινωνιολογίας