Ένα ακόμη εξαιρετικό κείμενο του Κώστα Κωστάκου (Old Boy) για τον Παναθηναϊκό του χθες, του σήμερα, του αύριο:
«Συνειδητοποιώ χθες, ότι αυτή η κούπα που πίνω καφέ έχει μόνο τρία αστέρια. Άρα είναι του 2002. Άντε να είναι φτιαγμένη μέχρι το 2007. Εκείνη η μπλούζα η triple crown που φορούσα μια ζωή σπίτι και είχε κάνει μια τρύπα τεράστια στη μασχάλη είναι σίγουρα του 2007 και έχει τέσσερα αστέρια. Τη φορούσε με ραμμένη τη μασχάλη ο γιος μου στο πέμπτο ματς με την Μακάμπι φέτος. Πήρε και λίγο δίχτάκι στο τέλος. Θέλω τελικά να πω, το «αστέρια πολλά εσύ μου ‘χεις χαρίσει» δεν ήταν ποτέ απλά ένα σύνθημα, μάθαμε να μετράμε τα αποτυπώματα του χρόνου στον αριθμό των αστεριών.
Όποιος νομίζει ότι η μεταφυσική στον αθλητισμό είναι προϊόν φαντασίας δεν ξέρει τι του γίνεται. Εξίσου κι ακόμη περισσότερο δεν ξέρει τι του γίνεται όποιος νομίζει ότι η μεταφυσική στον αθλητισμό δεν πατάει με τη σειρά της σε δεδομένα του εμπειρικού κόσμου.
Η ιστορία της κάθε ομάδας μετατρέπεται σε αύρα, μετατρέπεται σε πίστη, μετατρέπεται σε κινητήρια δύναμη. Και γίνονται πράγματα που κανονικά δεν θα μπορούσαν να γίνουν. Ας μάζευε ο οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης τους ίδιους ακριβώς παίκτες και τον ίδιο ακριβώς προπονητή που πήρε φέτος. Θα έφταναν μέχρι τα πλέι οφ και θα αποκλείονταν ψιλοεύκολα εκεί. Αλλά η φανέλα έχει μνήμη, το ΟΑΚΑ έχει μνήμη, ο κόσμος που ζητούσε δεκατρία χρόνια το έβδομο έχει μνήμη. Και κάπως έτσι μια ομάδα γιγαντώνεται. Από νίκη σε νίκη, από πρόκριση στα πλέι οφ σε πλεονέκτημα έδρας, μετά στη δεύτερη θέση, μετά στην πρόκριση στο φάιναλ φορ, μετά στην πρόκριση στον τελικό. Και ο τελικός αρχίζει και είναι απέναντι του όχι απλά η ομάδα με τα 11 στο μπάσκετ, όχι απλά η ομάδα που στο ποδόσφαιρο έχει την πιο βαριά φανέλα, όχι απλά η φετινή υπερηχητική έκδοσή της. Είναι απέναντι η ομάδα που ξεκινάει βάζοντας τα πάντα, έχοντας εξωπραγματικό ποσοστό στα τρίποντα, κρύβοντας την μπάλα, δείχνοντας ότι είναι αλλού και στον τελικό, όπως όλη τη χρονιά. Και την υποτάσεις κι αυτή. Γιατί είσαι ο Παναθηναίκός. Όχι γιατί είσαι η ομάδα του Αταμάν, του Σλούκα και του Ναν. Αυτοί θα σε έφταναν την πρώτη χρονιά μέχρι κάπου. Φτάνουν στην Ευρωλίγκα γιατί τους σηκώνει η φανέλα. Η τεράστια. Με τα επτά πλέον αστέρια.
Ποια 40 εκατομμύρια του μπάτζετ της Ρεάλ; Αυτά είναι για αλλού τύπου υπολογισμούς. Εδώ μιλάνε άλλες έννοιες, οι τεχνοκράτες του αθλήματος ας κάνουν στην άκρη. Ποιοι Γιουλ και Ρούντι και Τσάτσο που φάγαμε είκοσι χρόνια να τους βλέπουμε να κάνουν ό,τι θέλουν. άλλοτε με τη φανέλα της Ισπανίας άλλοτε με της Ρεάλ. Θα μικρύνουν κι αυτοί, γιατί έχουν απέναντί τους τον Παναθηναϊκό. Ποιος Ταβάρες και ποιος Πουαριέ. Ο Ματίας Λεσόρ. Ποιος Καμπάτσο; Έλα να σε αντιμετωπίσει ο άνθρωπος που ένα χρόνο κάθεται, ο Λούκας ο Βιλντόζα. Ανάμεσα στον Κώστα Σλούκα που χάνει το τελευταίο σουτ πέρσι, που δεν οδήγησε την ομάδα του σε τελικό ούτε πρόπερσι και τον Κώστα Σλούκα που τα έβαλε όλα σήμερα, δεν μεσολαβεί μόνο ένας πειραγμένος και πληγωμένος αθλητικός εγωισμός, μεσολαβεί και το χρώμα μιας φανέλας και η μεταφυσική της αύρα. Ανάμεσα στις δηλώσεις του Κέντρικ Ναν στο αεροδρόμιο, όταν ήρθε μεσούσης της χρονιάς, τύπου ήρθα να σας πάρω από το χέρι και να σας οδηγήσω, και στην πραγματοποίηση της υπόσχεσής του, μεσολαβούν ένα σωρό άλλοι πρώτης κλάσης Αμερικάνοι που νόμισαν κάποτε το ίδιο για άλλες ομάδες ερχόμενοι στην Ευρώπη. Όχι ότι ο Ναν δεν είναι ξεχωριστός. Ξεχωριστότατος είναι. Αλλά φόρεσε και την ξεχωριστότατη φανέλα. Από εκεί και πέρα, ο Ματίας Λεσόρ είναι μια συγκλονιστική περίπτωση πενταριού και τυπάρας. Από εκεί και πέρα, ο Τζέριαν Γκραντ είναι από τους πιο έξυπνους μπασκετμπολίστες που έχουν υπάρξει ποτέ εκεί έξω. Από εκεί και πέρα, ο Ντίνος Μήτογλου μας κράτησε όρθιους στην πολύ δύσκολη αρχή της σεζόν και ήταν σημείο αναφοράς όλη τη χρονιά. Από εκεί και πέρα, ο καταλυτικός στις πιο καθοριστικές στιγμές της χρονιάς Μάριους Γκριγκόνις, είναι η απόδειξη ότι η ομάδα κάνει τον παίκτη και όχι ο παίκτης την ομάδα. Πέρσι στο τελευταίο παιχνίδι της χρονιάς, στο παιχνίδι που πιάσαμε τον απόλυτο πάτο και αν δεν τον είχαν διακόψει οι οπαδοί θα είχαμε χάσει με περισσότερο από 35 πόντους, ένας από πίσω μας έβριζε ανηλεώς τον Γκριγκόνις. Πέρσι στο ματς αυτό καλύτερος μας παίκτης ήταν ο Λευτέρης Μαντζούκας. Φέτος δεν χώρεσε. Αλλά δεν πρέπει να πάει χαμένος, θα είναι κρίμα. Όπως κι ο Σαμοντούροφ, όπως ακόμα κι ο Μωραϊτης. Ο Πάνος Γούλβεριν Καλαϊτζάκης δεν επιβίωσε απλώς στο ρόστερ, αλλά ούτε μία ούτε δύο ούτε τρεις ούτε τέσσερις φορές άλλαξε τα πιο κρίσιμα παιχνίδια. Τον Ιωάννη Παπαπέτρου τον θεωρούσα τα τελευταία χρόνια μια κινητή αποτυχία, περισσότερο ηθοποιό παρά μπασκετμπολίστα. Από το δεύτερο ματς με την Μακάμπι και μετά υπήρξε καταλύτης και χωρίς αυτόν δεν θα φτάναμε στο έβδομο. Ο Κώστας Αντετοκούνμπο μου έδινε πάντα την αίσθηση ενός μπασκετμπολίστα κάπως στην κοσμάρα του. Έγινε σάρκα και αίμα του Παναθηναϊκού. Ο Χουάντσο ήρθε για να είναι σούπερσταρ, κάθε άλλο παρά τέτοιος αποδείχτηκε, αλλά δεν ήρθε για να πάρει ευρωλίγκα με την μία, κι όμως βοήθησε κι αυτός να έρθει η ευρωλίγκα με την πρώτη. Ο Βιλντόζα σκούπιζε πάγκους για να έρθει στον τελικό να βάλει την υπογραφή του. Το ότι ο Εργκιν Αταμαν έκλεισε στόματα στο ελληνικό μπασκετοχώρι είναι προφανές. Μακάρι να ανοίξει και μυαλά, αν και αμφίβολο.
Όσο για το δικό μας το μυαλό και τη δική μας την καρδιά, απόψε είναι γεμάτη από εκείνο που τραγουδούσαμε δεκατρία χρόνια, από εκείνο που είχαμε δει να συμβαίνει ξανά και ξανά, όταν πήραμε πρώτοι το πρώτο αστέρι με την πρώτη παρουσία μας σε τελικό, για να ακολουθήσουν άλλα πέντε στις επόμενες πέντε παρουσίες μας σε τελικούς ευρωλίγκας. Σ
ήμερα τα αστέρια έγιναν επτά. Θα φτιαχτούν νέα ποτήρια του καφέ, νέες μπλούζες, νέα αναμνηστικά. Ο χρόνος θα συνεχίσει να αποτυπώνεται στα αστέρια μας, η καρδιά μας και το μυαλό μας θα είναι γεμάτα από το δέος το αποψινό και των προηγούμενων έξι, είτε το όγδοο έρθει του χρόνου, είτε περάσουν άλλα δεκατρία χρόνια».
(Αναδημοσίευση από το Facebook)