Καθώς ορκίζεται να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της Αμερικής με τον υπόλοιπο κόσμο, ο κίνδυνος δεν είναι ότι ο Τραμπ θα αποτύχει να τηρήσει τις αρχές του. Είναι πως θα το πετύχει.
Γράφει ο Jacob Heilbrunn
Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να απεικονίζεται συχνά ως ένα παρορμητικό νήπιο, αλλά φαίνεται να έχει γνήσιες πεποιθήσεις για τις διεθνείς σχέσεις. Από τότε που έδωσε μια συνέντευξη στο περιοδικό Playboy το 1990, κατακρίνοντας τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ γιατί απέτυχε να κρατήσει ενωμένη τη Σοβιετική αυτοκρατορία (“δεν ήταν αρκετά σταθερό το χέρι του”) και επαινώντας την κινεζική κομμουνιστική ηγεσία για τη συντριβή της φοιτητικής εξέγερσης στην πλατεία Τιενανμέν (“ήταν κακοί, ήταν φρικτοί, αλλά το έκαναν με δύναμη”), ο Τραμπ έχει εξυμνήσει αυταρχικούς ηγέτες ως τους κατόχους των σωστών ικανοτήτων, ενώ έχει απορρίψει δημοκρατικούς ηγέτες, ως αδύναμους και ανήμπορους.
Αυτή η παρόρμηση δεν είναι ένα νέο φαινόμενο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Χρονολογείται από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν κορυφαίοι Αμερικανοί συντηρητικοί επαίνεσαν αυταρχικούς ηγέτες και δικτάτορες όπως τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β’, τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Μπενίτο Μουσολίνι και τον Φρανσίσκο Φράνκο ως ιδεολογικούς συμπολεμιστές τους. Μέχρι τώρα, ωστόσο, κανένας σύγχρονος πρόεδρος δεν επαίνεσε την απολυταρχία ως πρότυπο για την Αμερική.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της θητείας του ο Τραμπ – παρά τα μεγάλα λόγια και τους επαίνους προς ξένους δικτάτορες – στην πραγματικότητα ποτέ δεν ανέτρεψε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει σε μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ. Ο πρώην πρόεδρος είναι έτοιμος να υιοθετήσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα με κεντρικό άξονα την εποικοδομητική εμπλοκή με ισχυρούς άντρες στο εξωτερικό και την εχθρότητα προς τους δημοκρατικούς συμμάχους. Θα περιλαμβάνει την εγκατάλειψη του ΝΑΤΟ. Θα μετατρέψει επίσης την Αμερική από μια κυρίαρχη οικονομική και στρατιωτική δύναμη σε αυτό που ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι απεχθάνεται – έναν χαμένο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Για να κατανοήσουμε γιατί η προσέγγιση του Τραμπ μπορεί να διαφέρει από αυτή που υιοθέτησε στην πρώτη του θητεία, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τους συμβούλους εξωτερικής πολιτικής οι οποίοι θεωρούνται πιθανά μέλη μιας νέας κυβέρνησης Τραμπ. Μπορούν να χωριστούν σε δύο στρατόπεδα, τα οποία θα μπορούσαν να ονομαστούν αυτοί που επιθυμούν την αποκατάσταση και οι ρεβιζιονιστές.
Οι πρώτοι είναι καθιερωμένοι Ρεπουμπλικάνοι όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν που θέλουν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω – συγκεκριμένα, στην επιθετικότητα της εξωτερικής πολιτικής του Ρόναλντ Ρίγκαν και τον σταθερό διεθνισμό, που πιστεύουν ότι οδήγησαν στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, εργάστηκαν πολλές υπερωρίες για να βάλουν τον Τραμπ σε αυτή την κατεύθυνση, ωθώντας τον να υιοθετήσει σκληρή στάση απέναντι στο Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα, διατηρώντας παράλληλα ισχυρούς δεσμούς με παραδοσιακούς συμμάχους σε Ασία και Ευρώπη.
Τώρα με πολλές συνεντεύξεις, ομιλίες και βιβλία, δίνουν το όραμά τους για μια δεύτερη θητεία Τραμπ – μια που θα ενίσχυε τις συμμαχίες της Αμερικής, θα επιδίωκε την ειρήνη μέσω της δύναμης και θα αντιμετώπιζε το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα – αποκρύπτοντας τις – από την εποχή του Ρίγκαν – απόψεις τους με ένα λεπτό προκάλυμμα από τον εθνικισμό του Τραμπ.
Οι ρεβιζιονιστές, αντίθετα, είναι υποστηρικτές του συνθήματος “Πρώτα η Αμερική” και υποστηρίζουν μια πολύ πιο σκληρή προσέγγιση, ενώ τις περισσότερες φορές, θέλουν να προχωρήσουν μόνοι τους.
Οργανισμοί όπως το Heritage Foundation και το America First Policy Institute, οι δύο κύριες δεξαμενές σκέψης που συναγωνίζονται για να στελεχώσουν την επόμενη κυβέρνηση Τραμπ, έχουν ήδη εξετάσει πιθανούς υποψηφίους. Όπως παρατήρησε στα απομνημονεύματά του το 2021, “Πόλεμος με Άλλα Μέσα”, ο Κιθ Κέλογκ, ένας απόστρατος αντιστράτηγος και πρώην αξιωματούχος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, “το πρόβλημά μας ήταν ότι δεν ξέραμε πάντα, ποιοι ήταν οι εχθροί μας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν δικά μας, πολιτικά διορισμένα άτομα”. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει παραπονεθεί έντονα για πολλούς από τους συμβούλους που διόρισε, όπως τον Τζον Μπόλτον.
Οι συντηρητικοί ακτιβιστές γύρω του επιθυμούν να εγκαταστήσουν ένθερμους υποστηρικτές του δόγματος “Πρώτα η Αμερική” που θα κηρύξουν τις αρχές του, κυρίως ότι η ασφάλεια της Αμερικής δεν είναι συνδεδεμένη με την Ευρώπη, επειδή, όπως είπε πρόσφατα ο Τραμπ, μας χωρίζει “ένας ωκεανός”.
Οι ρεβιζιονιστές δεν δίνουν τόση αξία στη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και γενικά είναι ένθερμοι υποστηρικτές ενός μακροχρόνιου ονείρου στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, μιας Αμερικής-φρουρίου που μπορεί να χτυπήσει μονομερώς, όποτε και όπου θέλει, χωρίς να επιβαρύνεται με περιορισμούς από διεθνείς συμμαχίες και οργανισμούς.
Πάρτε τον πρώην πρεσβευτή του Τραμπ στη Γερμανία και εν ενεργεία διευθυντή εθνικών πληροφοριών, Ρίτσαρντ Γκρένελ. Έχει αντιταχθεί στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ενώ υποστηρίζει ακροδεξιούς λαϊκιστές στη Σερβία, τη Γουατεμάλα και αλλού. Μετά υπάρχει ο Ρας Βόιτ, πρώην διευθυντής προϋπολογισμού του Τραμπ, ο οποίος θα μπορούσε να υπηρετήσει ως αρχηγός του προσωπικού του Λευκού Οίκου. Ο Βόιτ αποδοκίμασε την αμερικανική βοήθεια στην Ουκρανία και δήλωσε ότι θα επαναξιολογήσει “την παλιά ιδέα της συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ”.
Ο Κέλογκ, ο οποίος θα μπορούσε να υπηρετήσει ως υπουργός Άμυνας, δεν αντιτίθεται σθεναρά στην αποστολή βοήθειας στην Ουκρανία, αλλά έχει προτείνει την ιδέα να χρησιμοποιηθεί η απειλή της διακοπής της βοήθειας ώστε να δοθεί ώθηση στη χώρα να μπει σε ειρηνευτικές συνομιλίες με τη Μόσχα — μια συνταγή για προληπτική παράδοση.
Ο πρώην αξιωματούχος του υπουργείου Άμυνας του Τραμπ, Έλμπριτζ Κόλμπι, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο κορυφαίος υποψήφιος για να γίνει σύμβουλος εθνικής ασφάλειας αν επανεκλεγεί ο Τραμπ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ριζοσπαστισμού του ρεβιζιονιστικού στρατοπέδου. Ο Κόλμπι επιμένει ότι η αντιμετώπιση της Κίνας απαιτεί την περικοπή της υποστήριξης προς την Ουκρανία και πρόσφατα επέκρινε τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, επειδή “έδωσε διαλέξεις” σε Ρεπουμπλικάνους σχετικά με την επιτακτική ανάγκη να βοηθήσουν το Κίεβο, θεωρώντας πως αποτελεί “ξένη παρέμβαση”.
Η εχθρότητα του ίδιου του Τραμπ στην αποστολή βοήθειας στην Ουκρανία υποδηλώνει ότι πιθανότατα θα ήταν δεκτικός σε μια συμφωνία με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, επιτρέποντάς του να δρα ελεύθερα στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη – στο όνομα της σταθερότητας και της ειρήνης.
Με την ίδια λογική, παρά τις μπλόφες και τις κορώνες για την κινεζική απειλή, ο Τραμπ, σε αντίθεση με τον πρόεδρο Μπάιντεν, δεν έδειξε ποτέ ότι θα στεκόταν στο πλευρό της Ταϊβάν στην περίπτωση μιας κινεζικής εισβολής.
Ο ίδιος φαίνεται να βλέπει τις συμμαχίες με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία με σκεπτικισμό, αν όχι καθαρή εχθρότητα. Λιγότερο από ένα χρόνο αφότου ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Φουμίο Κισίντα συναντήθηκε με τον Μπάιντεν τον Απρίλιο για να ανακοινώσει νέες συμφωνίες στο θέμα της ασφάλειας, ο Τραμπ θα μπορούσε απλά να αποφασίσει ότι δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει αυτές τις δεσμεύσεις.
Η διάρρηξη των συμμαχιών της Αμερικής θα οδηγούσε σε κούρσες εξοπλισμών και επέκταση των πυρηνικών όπλων στην Ασία και την Ευρώπη. Θα ενθάρρυνε επίσης εθνικιστές ηγέτες, όπως ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν και ο πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος είναι γνωστός ως “μικρός Πούτιν”, να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με το Κρεμλίνο, υπονομεύοντας την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Οι συνέπειες στο εσωτερικό επίσης μπορεί να είναι σοβαρές. Πολλοί από τους οικονομικούς συμβούλους του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του πρώην επικεφαλής εμπορίου Ρόμπερτ Λάιτχιζερ (κορυφαίος υποψήφιος για το υπουργείο Οικονομικών υπό τον Τραμπ), προφανώς σκοπεύουν να ακολουθήσουν τον οδηγό της Μεγάλης Ύφεσης – διεξάγοντας εμπορικούς πολέμους με την Ευρώπη και την Ασία. Έχουν παρουσιάσει στο δημόσιο διάλογο και άλλα επικίνδυνα μέτρα, όπως τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της Federal Reserve, την αποδυνάμωση του δολαρίου στο πλαίσιο της προσπάθειας ενίσχυσης των εξαγωγών και την επιβολή υψηλών δασμών σε αγαθά από την Κίνα και την Ευρώπη.
Ενώ οι νέοι δασμοί του Μπάιντεν στην Κίνα στοχεύουν επιθετικά τη βιομηχανία ηλιακής ενέργειας και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ο Τραμπ θέλει να αποσυνδέσει πλήρως τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Αυτά τα μέτρα θα αποδυναμώσουν την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και θα τροφοδοτήσουν τον υψηλότερο πληθωρισμό.
Με την Ουκρανία και τη Ρωσία σε πόλεμο, την Κίνα να απειλεί τους γείτονες της και τη Μέση Ανατολή να φλέγεται, οι προειδοποιήσεις για έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο ήδη πληθαίνουν. Αν προσθέσουμε τις προβλέψεις των ανθρώπων του Τραμπ – για εκκαθάριση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, της CIA και του FBI στο πλαίσιο της συρρίκνωσης του βαθέος κράτους, τη συμφιλίωση με τον Πούτιν, τις απειλές προς την Κίνα, αλλά και την αποστολή όπως έχει αναφερθεί, παραστρατιωτικών ομάδων στο Μεξικό κατά των ναρκοβαρόνων – οι πιθανότητες για καταστροφή αυξάνονται.
Θα ήταν μη αναστρέψιμη η ζημιά; Ο καγκελάριος Ότο φον Μπίσμαρκ της Γερμανίας φέρεται να παρατήρησε πως “ο Θεός έχει ειδική πρόνοια για τους ανόητους, τους μέθυσους και τις Ηνωμένες Πολιτείες”. Αλλά η επιστροφή του Τραμπ μπορεί να δοκιμάσει ακόμη και την υπομονή του Παντοδύναμου.
Ο εθνικισμός του Τραμπ σε οικονομία και εξωτερική πολιτική θα υπονόμευε την κυριαρχία που οι ΗΠΑ έχουν από το 1945 και ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να ενισχύσει. Αυτή η κυριαρχία απειλήθηκε από έξω, αλλά ποτέ από μέσα. Καθώς ορκίζεται να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της Αμερικής με τον υπόλοιπο κόσμο, ο κίνδυνος δεν είναι ότι ο Τραμπ θα αποτύχει να τηρήσει τις αρχές του. Είναι πως θα το πετύχει.
*Ο Jacob Heilbrunn είναι συντάκτης του The National Interest, ανώτερος συνεργάτης στο Atlantic Council και συγγραφέας του “America Last”.