Γεννημένος το 1799 και ζώντας σε έναν αιώνα που έσπευσε να παραγκωνίσει το ρομαντικό πνεύμα για να το αντικαταστήσει με τον ρεαλισμό, ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ μελέτησε επισταμένως κάθε πτυχή και όψη της γαλλικής κοινωνίας του καιρού του, κερδίζοντας, μολονότι πίστευε στο «παλαιό καθεστώς» της βασιλείας, την επίνευση του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λούκατς επειδή εικονογραφούσε με σπαρακτικές λεπτομέρειες τον καθημερινό βίο και τις οικονομικές δραστηριότητες της τότε πρωτόφαντης αστικής τάξης. Γράφοντας σωρεία (για την ακρίβεια έναν τεράστιο αριθμό) μυθιστορημάτων για τα ήθη, τη συμπεριφορά και τις νοοτροπίες του Παρισιού και της γαλλικής επαρχίας, ο Μπαλζάκ κατάφερε να υφάνει την αχανή σύνθεση της «Ανθρώπινης κωμωδίας», που δεν έχει πάψει να διαβάζεται και να σχολιάζεται μέχρι και τις ημέρες μας.
Δημοσιευμένη το 1833, η «Ευγενία Γκραντέ» είναι το πρώτο στη σειρά μυθιστόρημα της «Ανθρώπινης κωμωδίας», από τον επαρχιακό κύκλο και κυκλοφορεί τώρα σε εξαιρετικά προσεγμένη και ζωντανή μετάφραση (μαζί με διαφωτιστικές σημειώσεις και επεξηγηματικά σχόλια) της Μίνας Αδελάντε, και σε εισαγωγή και ερμηνευτικό σχολιασμό του Βαγγέλη Δουβαλέρη, από την Κίχλη. Η δράση εξελίσσεται στο Σωμύρ της περιφερειακής Γαλλίας στα χρόνια της Παλινόρθωσης των Βουρβόνων (μεταξύ 1814 και 1830), εστιάζοντας στην τελευταία δεκαετία της περιόδου. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο (ίσως περισσότερο και από την κόρη του Ευγενία) θα επωμιστεί ένας εξωφρενικός σπαγκοραμμένος: ο Φελίξ Γκραντέ, βασιλιάς των βαρελιών και άλλοτε δήμαρχος, που κερδίσει τα λεφτά του από παντού – από κτήματα και καλλιέργειες, από την κτηνοτροφία και το εμπόριο, από αγοραπωλησίες νομισμάτων και από εξυπηρετήσεις χρεών. Ο Γκραντέ ζει με τη γυναίκα, τη μονάκριβη κόρη του και την απολύτως αφοσιωμένη στο πρόσωπό του υπηρέτρια Νανόν. Ο πατριάρχης της οικογένειας δεν σωρεύει μόνο βουνά από κέρδη, παριστάνοντας τον φτωχό βιοπαλαιστή – παίρνει δολίως τα ποσά που προσφέρει στη σύζυγό του, στραγγίζει οικονομικά την Ευγενία, αφήνει τη Νανόν να συντηρεί το νοικοκυριό με δικά της μικροποσά, δεν επιτρέπει να ανάψει η φωτιά παραπάνω από μερικές ώρες στην οικιακή εστία και αρνείται σταθερά να βάλει το χέρι του στην τσέπη για οποιονδήποτε λόγο.
Όταν θα καταφθάσει στο Σωμύρ από το Παρίσι ο Κάρολος Γκραντέ, γιος του χρεοκοπημένου αδελφού του, ο οποίος έχει στο μεταξύ αυτοκτονήσει στην πρωτεύουσα, η Ευγενία, που πλημμυρίζει (οδεύοντας στους πατρικούς αντίποδες) από ευγένεια, καλοσύνη, ευαισθησία και ομορφιά, θα ερωτευτεί σφοδρά τον πρώτο της ξάδελφο. Ο Κάρολος επιδιώκει να ταξιδέψει στον κόσμο για να αποκαταστήσει την περιουσιακή του καταστροφή, η Ευγενία του προσφέρει ένα αξιοσέβαστο ποσόν για τα έξοδά του, ο Γκραντέ τακτοποιεί το χρέος του νεκρού αδελφού χωρίς να έχει ιδέα για τη γενναία απόφαση της κόρης του, αλλά κάποια στιγμή, ατυχώς, θα γίνουν όλα γνωστά. Και τότε ο βασιλιάς των βαρελιών θα συντρίψει ‘όποιον στέκεται δίπλα του: θα κλείσει την κόρη του μόνο με νερό και ψωμί στο δωμάτιό της, θα στείλει στον τάφο με τα καμώματά του την ούτως ή άλλως φιλάσθενη σύζυγό του, θα εξαναγκάσει την Ευγενία να αρνηθεί τη μητρική κληρονομιά της, θα λατρέψει με όλους τους τρόπους το χρυσάφι και θα πεθάνει αρπάζοντας με τρελή βουλιμία τον επίχρυσο σταυρό τον οποίο του προτείνει για να φιλήσει ο παπάς στο νεκροκρέβατό του.
Παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει, η Ευγενία μένει πιστή στον πρώτο και μοναδικό της έρωτα. Όταν, όμως, ο Κάρολος επιστρέφει στο Παρίσι, έχοντας σωρεύσει τα δικά του γιγαντιαία κέρδη από το δουλεμπόριο και το λαθρεμπόριο ανά την υδρόγειο, αποκηρύσσει τις παλαιές ευεργεσίες της άσημης επαρχιώτισσας του Σωμύρ για να παντρευτεί μια νεαρή αριστοκράτισσα και να καταστεί μέλος της βασιλικής αυλής. Ο Μπαλζάκ επιστρατεύει τα βέλη που είχε για τον Γκραντέ προκειμένου να περιγελάσει και τον Κάρολο. Όσο για την πάντοτε αξιοπρεπή Ευγενία, θα χάσει τον άντρα ο οποίος την παντρεύτηκε στο ενδιάμεσο διάστημα, εποφθαλμιώντας τα αμύθητα πλούτη της, και θα αυξήσει έτι περαιτέρω το «έχειν» της ενώ, ένας εξίσου διεφθαρμένος γαμπρός θα βάλει το πόδι του στο κατώφλι των ιταμών διεκδικήσεων.
Ο Μπαλζάκ δεν έχει πάψει να συμπαραστέκεται στην αγαπημένη του Ευγενία πλην μοιάζει βαθιά απαισιόδοξος. Το μέλλον δεν θα της στερήσει, βεβαίως, το χρήμα, ούτε θα παραγνωρίσει το αγαθοεργό κοινωνικό της έργο, αλλά ο πυρετός της κερδοσκοπίας (βλ. και τις παρατηρήσεις του Β. Δουβαλέρη) και ο νόμος της άτεγκτης συσσώρευσης κεφαλαίου -η καρδιά του καπιταλισμού για τον Μαρξ- δεν θα σταματήσουν να επιφέρουν θανάτους, να ξεχαρβαλώνουν συνειδήσεις και να οδηγούν όσους προσπαθούν να αντισταθούν στον δρόμο της παραίτησης, της ματαίωσης και της παντοτινής κατάθλιψης. Οι μυθιστορηματικοί Γκραντέ δείχνουν πάντως εδώ και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό: πως ο περιλάλητος ρεαλισμός του Μπαλζάκ δεν είναι μονοκόμματος και μονόχορδος, εκπροσωπώντας ένα περίτεχνο και όχι εύκολα διαγνώσιμο κλίμα. Η φιλαργυρία του Φελίξ συνιστά κάτι περισσότερο από ωμή καταγραφή της πραγματικότητας και καταλήγει σε έναν τερατώδη, στα όρια της φαντασιακής επινόησης, χαρακτήρα. Μόνο έτσι, άλλωστε, θα χωρέσει στο επικριτικό βλέμμα του συγγραφέα. Και η εξιδανικευμένη και μελαγχολική Ευγενία είναι πάλι πιθανόν να αποκαλύψει τον αφανή δεσμό του Μπαλζάκ με τον εξόριστο ρομαντισμό της εποχής του: όχι στο επίπεδο της μουσικής, όπως το ήθελε ο Αντόρνο, αλλά οπωσδήποτε στο πεδίο του έρωτα και των αισθημάτων, τα οποία βρίσκουν σίγουρα μια αναπάντεχη θέση στον μυθιστορηματικό κορμό.
Πηγή: ΑΠΕ – Β. Χατζηβασιλείου