Του Κώστα Μελά*
Σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, οι μεταβολές στην αμοιβή της εργασίας θα πρέπει να αντανακλούν μεταβολές στην παραγωγικότητα της εργασίας[1].
Αυτή η απλή απόφανση όπως διατυπώνεται και έχει «περάσει» με ευκολία στον καθημερινό δημόσιο λόγο των πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών δημοσίως ομιλούντων, ως θέσφατο, προέρχεται από τη σύγχρονη κυρίαρχη σχολή των οικονομολόγων που διδάσκεται κατά κόρον στα πανεπιστήμια και οι ιδεολογικές της ρίζες βρίσκονται στην νεοκλασική οικονομική σκέψη.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μαζικοδημοκρατικής και μεταμοντέρνας εποχής που ζούμε είναι ακριβώς η άκριτη αποδοχή εννοιών (χωρίς καμία αναφορά στις θεωρητικές του υποστυλώσεις) και η μαζική τους χρήση προκειμένου να ερμηνευτούν – συνήθως λανθασμένα – και στη συνέχεια να καθοδηγηθούν οι ανθρώπινες πράξεις. Μια διάχυτη ιδεολογία δηλαδή η οποία όμως είναι πολύ πιο αποτελεσματική από τις ιδεολογίες της εποχής της νεωτερικότητας.
Ξεχνώντας, προς στιγμή, τις ενστάσεις που περιέχονται στα όσα μέχρι τώρα έχουμε διατυπώσει, η απάντηση είναι απλή: οι επιχειρήσεις μπορούν να αυξήσουν τις αμοιβές της εργασίας ανάλογα με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό το αιτούμενο επιβεβαιώνεται από τα στατιστικά στοιχεία ;
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο 2010 -2023 , οι σωρευτικές αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό (ετήσια μεταβολή %) παρουσιάζουν μείωση κατά 19,8% και υπολείπονται της αντίστοιχης σωρευτικής μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας η οποία μειώνεται κατά -14,0%, (δες Γράφημα 1).
ΓΡΑΦΗΜΑ 1
Επίσης την περίοδο 2019-2023 (κυβέρνηση Μητσοτάκη) η παραγωγικότητα εργασίας αυξάνεται κατά 3,6% ενώ οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό αυξάνεται κατά 2,28%. (Γράφημα 2).
ΓΡΑΦΗΜΑ 2
Με απλά λόγια οι εργαζόμενοι δεν έχουν καταφέρει να λάβουν ούτε αυτό που τους υπόσχονται οι πολιτικοί και επιχειρηματίες που δέχονται τις απόψεις της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας.
Αν αντί για τις αμοιβές εξαρτημένης εργασίας υπολογίσουμε τις εξελίξεις με βάση των κατώτατο μισθό τα αποτελέσματα είναι τα ακόλουθα που παρουσιάζονται στο Γράφημα 3, το οποίο υπάρχει στη μελέτη του ΙΟΒΕ : Έκθεση Αξιολόγησης του Ισχύοντος Νομοθετημένου Κατώτατου Μισθού, Φεβρουάριος 2024.
Σύμφωνα με το Γράφημα 3 παρατηρείται ότι η σωρευτική μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας των μισθωτών υπολείπεται της μεταβολής στον κατώτατο μισθό στις δύο περισσότερο μακροχρόνιες περιόδους εξέτασης. Επικεντρωνόμενοι στην πλέον πρόσφατη περίοδο και λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει αυξηθεί σε τρέχουσες τιμές κατά παραπλήσιο ρυθμό με τον κατώτατο μισθό την περίοδο 2019-2023 ενώ έχει αυξηθεί κατά 2,8% σε ονομαστικούς όρους από τις αρχές του 2023 και την τελευταία αναπροσαρμογή. Σε πραγματικούς όρους, η μεταβολή της παραγωγικότητας το 2023 εκτιμάται ότι ήταν ουσιαστικά ουδέτερη.
ΓΡΑΦΗΜΑ 3
Σύγκριση σωρευτικής μεταβολής παραγωγικότητας μισθωτής εργασίας (τρέχουσες τιμές) μείον σωρευτικής μεταβολής στον κατώτατο μισθό, 4 περίοδοι
Αυτό που προκύπτει εμφανώς είναι ότι οι εργαζόμενοι δεν απολαμβάνουν ούτε τις συνολικές μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας, αντιθέτως οι επιχειρήσεις καταφέρνουν να πάρουν μερίδιο και μάλιστα αρκετά μεγάλο των μεταβολών της παραγωγικότητας, μέσω της αύξησης του ποσοστού κέρδους.
Επανέρχομαι στο αρχικό ζήτημα, πρέπει να πω, ότι δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να θέσω υπό κριτική θεώρηση την απόφανση περί παραγωγικότητας και αμοιβής εργασίας. Όμως μπορώ ανεπιφύλακτα να υποστηρίξω ότι αυτή στηρίζεται, επιεικώς , σε άκρως αμφιλεγόμενες υποθέσεις, και μη επιεικώς, σε συνειδητά επιλεγμένες υποθέσεις προκειμένου να εξυπηρετούν εκ των προτέρων τις αποφάνσεις της.
Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι κατ’ αρχάς τα ακόλουθα:
- Η απόφανση αυτή στηρίζεται σε συγκεκριμένες υποθέσεις του κυρίαρχου υποδείγματος οι οποίες όχι μόνο δεν είναι «εξ αντικειμένου» αλλά αντιθέτως βρίσκονται και υπό την κριτική διερεύνηση για την αληθοφάνεια που περιέχουν.
- Το ίδιο το κυρίαρχο υπόδειγμα παρότι παρουσιάζεται ως «αντικειμενικό» πόρρω απέχει από το να είναι τέτοιο. Εξ’ άλλου ποτέ στις κοινωνικές επιστήμες ή στις επιστήμες του ανθρώπου έχει υπάρξει ένα αποδεκτό υπόδειγμα από την επιστημονική κοινότητα , όπως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι συμβαίνει με τη φυσική επιστήμη.
Η πρώτη και θεμελιώδης είναι η υπόθεση του φυσικού ποσοστού ανεργίας. Πρόκειται για το ποσοστό ανεργίας που επιτρέπει την ισορροπία μεταξύ του μισθού που προσφέρουν οι επιχειρήσεις και ζητούν οι εργαζόμενοι. Μόνο αυτό το ποσοστό ανεργίας επιτρέπει αυτή την ισορροπία, και κατά συνέπεια και τη σταθερότητα των τιμών. Συνεπώς αποτελεί ένα σημείο ισορροπίας στο οποίο το σύστημα πρέπει να τείνει.
Με απλά λόγια το «φυσικό ποσοστό ανεργίας» U* θεωρείται το ποσοστό που είναι συμβατό με το «φυσικό ποσοστό απασχόλησης» NF και αντιστοιχεί με την κατάσταση της πλήρους απασχόλησης της παλαιάς άποψης της νεοκλασικής ορθόδοξης σχολής. Δηλαδή, μπορεί να θεωρηθεί ως «επίπεδο πλήρους απασχόλησης της ανεργίας».
Αντί να συνεχίζει να υποθέτει η σύγχρονη κυρίαρχη οικονομική θεωρία την έννοια της πλήρους απασχόλησης στην αγορά εργασίας, κάτι που επέτρεπε την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου αντικειμενικού σημείου ισορροπίας, αλλά το οποίο κατέρρευσε κάτω από την κεϋνσιανή κριτική εξουδετερώνοντας τη βασική θεωρητική υπόθεση εργασίας της νεοκλασικής σχολής, έκανε μια στροφή κυριολεκτικά γύρω από τον εαυτό της, και ξαναβρέθηκε στο ίδιο σημείο, θεωρώντας ότι με την εφεύρεση της έννοιας του «φυσικού ποσοστού ανεργίας» θα μπορέσει να επανακτήσει – θεωρητικά- το σημείο ισορροπίας που έχει ανάγκη, αλλά είναι δύσκολο ή σχεδόν αδύνατο να προσδιορισθεί στην πράξη.
Επανεμφανίζεται η μακροχρόνια ισορροπία στην αγορά εργασίας, προσδιορισμένη από τη συνάντηση της προσφοράς και ζήτησης, εκφρασμένες σε συνάρτηση του πραγματικού μισθού. Ο Keynes[2] από τη μεριά του, παρόλο ότι διατήρησε την «κλασική» έννοια της ζήτησης εργασίας, είχε θεμελιώσει την κατασκευή και τον ορισμό της δομικής ανεργίας στη άρνηση της παραδοσιακής καμπύλης προσφοράς εργασίας (κεφ. 2 της Γενικής Θεωρίας). Στη δυνατότητα εμφάνισης ισορροπιών υποαπασχόλησης στις οικονομίες της αγοράς υποκαθίσταται η αποκλειστικότητα ισορροπιών βάσει του «φυσικού ποσοστού». Επομένως, εκείνο που αρνείται χαρακτηριστικά η κυρίαρχη οικονομική θεωρία είναι οι δυνατότητες πολιτικών σταθεροποίησης για υποστήριξη της απασχόλησης.
Όμωςο πυρήνας της αντίληψης περί ΦΠΑ ή NAIRU(Non–Accelerating Inflation Rate of Unemployment) έρχεται σε αντιπαράθεση με την εμπειρική πραγματικότητα. Οι οικονομετρικές μελέτες δεν καταφέρνουν να δείξουν την ύπαρξη του NAIRU, εκτός αν βασιστούν σε αμφιλεγόμενες υποθέσεις[3] και σε κάθε περίπτωση , αποδεχόμενες ότι ο NAIRU μεταβάλλεται συχνά για όχι καθαρούς λόγους[4]. «…πράγματι , η ιστορία του NAIRU μπορεί πάντοτε να «επιβιώνει» θεωρώντας ότι όλες τις φορές που ο πληθωρισμός πέφτει , το τρέχον ποσοστό ανεργίας πρέπει πάντοτε να είναι πάνω από το NAIRU.Ναι , εκτός εάν ο NAIRU μεταβάλλεται πολύ αργά ή πολύ σπάνια ή προβλέπεται σωστά από το υπόδειγμα πρόβλεψης , η ιστορία σώζεται αλλά χωρίς περιεχόμενο…»[5]. Το NAIRU αποδεικνύεται τόσο δύσκολο να ταυτοποιηθεί ώστε στην πραγματικότητα φαίνεται να αποτελεί μια χίμαιρα. Εκτός όμως από τις οικονομετρικές μελέτες υπάρχει και η «πραγματική» πραγματικότητα. Το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικό : στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και πολλοί άλλοι, θεωρούσαν ότι το ύψος του NAIRU ήταν γύρω στο 6,0-6,2 %. Όμως όπως αποδείχτηκε η ανεργία υποχώρησε στο 3,8% χωρίς ιδιαίτερη αναζωπύρωση του πληθωρισμού. Το NAIRU είναι μια μελέτη της ιστορικής σχέσης μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού και αντιπροσωπεύει το συγκεκριμένο επίπεδο ανεργίας πριν οι τιμές τείνουν να αυξηθούν ή να μειωθούν. Ωστόσο, στον πραγματικό κόσμο, η ιστορική συσχέτιση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας μπορεί να σπάσει.
Στο κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα το φυσικό υπόδειγμα ανεργίας είναι συνάρτηση τριών παραμέτρων : της παραγωγικότητας εργασίας (Α), του mark up (μ) των επιχειρήσεων και της συγκρουσιακής έντασης (ζ)[6] μεταξύ εργαζομένων και επιχειρηματιών. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες θεωρούνται εξωγενείς στη λειτουργία του κυρίαρχου υποδείγματος. Δηλαδή: η παραγωγικότητα της εργασίας θεωρείται συνάρτηση της τεχνολογικής προόδου. Στην πραγματικότητα όμως η παραγωγικότητα εξαρτάται από τη συνολική λειτουργία του πολιτικού και διοικητικού μηχανισμού της χώρας συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας των εργαζομένων. Το mark-up εξαρτάται από την υπάρχουσα θεσμική μορφή που έχει η αγορά. Η παγκοσμιοποίηση ,η ελεύθερη αγορά και ο ανταγωνισμός που έχουν εγκαθιδρύσει, δημιουργεί συνθήκες ανταγωνισμού οι οποίες επιβάλλουν το ύψος του mark-up. Το ερώτημα είναι αν το mark-up μπορεί να επηρεασθεί από τη διαπραγμάτευση μεταξύ επιχειρηματιών και εργαζομένων; Η απάντηση του κυρίαρχου οικονομικού υποδείγματος είναι όχι. Αυτό διότι το (μ) καθορίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς. Επομένως κάθε αύξηση του ονομαστικού μισθού θα συνοδευτεί με ανάλογη αύξηση των τιμών έτσι ώστε το mark-up να διατηρηθεί σταθερό. Επομένως ο πραγματικός μισθός θεωρείται αυτόνομη επιλογή των επιχειρηματιών !!!! Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να επηρεάσουν το ύψος του πραγματικού μισθού. Να επομένως γιατί και ο συντελεστής σύγκρουσης (ζ) θεωρείται εξωγενής. Όλα τα μέτρα για τη διάλυση του συνδικαλισμού και της προστασίας της εργασίας λαμβάνονται ….για το καλό των εργαζομένων και της οικονομίας!!!
2. Η πραγματικότητα είναι «άλλη» από αυτή που περιγράφει η κυρίαρχη οικονομική θεωρία. Δεν μπορεί όλα τα κοινωνικά και ανθρώπινα δρώμενα να είναι κατά βάση συγκρουσιακά αλλά η οικονομία να διέπεται από την αρχή της αρμονίας των συμφερόντων που απλά μεταφράζεται σε κυριαρχία των επιχειρηματιών. Χρειάζεται απλά να μην δεχθούμε την «έννοια του φυσικού ποσοστού ανεργίας» , άλλωστε είναι ένα κατασκεύασμα, να αφήσουμε στην άκρη τις ιστορίες για ελεύθερη αγορά και ανταγωνιστικές συνθήκες- ο κόσμος μας βρίθει από πολυεθνικές , ολιγοπώλια και ότι άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς. Ας ξεχάσουμε τα παραμύθια ότι ο συνδικαλισμός και όλα τα μέτρα προστασίας της εργασίας δεν ωφελούν τους εργαζόμενους !!!!! Αν τα πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων όλα αυτά μπορούμε να συλλογιστούμε και το πως οι επιχειρήσεις (διαφορετικές προς το μέγεθος , το αντικείμενο, την ιδιαιτερότητα κτλ) θα έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν τις κατάλληλες αμοιβές εργασίας και οι εργαζόμενοι θα συμβάλλουν αποφασιστικά στη διατήρηση και στην εξάπλωση των επιχειρήσεων.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας
[1] Blanchard Olivier, Μακροοικονομική, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2006. Του ιδίου , «The state of Macro» NBER Working Paper, n,14259, 2008.
[2] Keynes J.M.: Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, Τόκου και του Χρήματος, Αθήνα 1954
[3] F.Petri , Implicazioni per la Politica Economica di alcuni recenti risultati di Teoria Economica. Quaderni Universitari degli Studi di Siena .No 378/02, 2003.
[4] Coen R.M : The NAIRU and Wages in local labor markets. The American Economic Review. Volume 89,No 2 ,May 1999.
Lindbeck A and Snower D.J : Price dynamics and production lags. The American Economic Review. Volume 89,No 2 ,May 1999.
Ray.C.Fair : Estimated inflation costs had European Unemployment been reduced in the 1980s by macropolicies. Journal of Macroeconomics. Winter 1999. Volume 21. No 1.
[5] R.Solow : Toward a macroeconomic of the medium run. Journal of Economic Perspectives. Volume 14. No 1. Winter 2000. Page 157.
[6] Παράμετρος που συνθέτει τους διάφορους παράγοντες που επιδρούν στο ζητούμενο μισθό από τους εργαζόμενους: το επίπεδο των επιδομάτων ανεργίας, το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της εργασίας, το βαθμό συνδικαλιοποίησης… Ουσιαστικά το ζ αντιπροσωπεύει το συγκρουσιακό βαθμό των εργαζομένων, δηλαδή τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ικανότητα να απαιτούν υψηλότερους μισθούς.