Ο ήλιος έχει αφήσει τα κοκκινωπά σημάδια του στο δέρμα. Το καλοκαιρινό μπάνιο του Ιουνίου ακριβώς μετά το κλείσιμο των σχολείων είναι το πρώτο, παρθενικό για φέτος το καλοκαίρι. Το αλάτι της θάλασσας ήδη “τραβάει” στο δέρμα και η βραδινή αύρα που ακόμα υφίσταται, πριν την εκμηδενίσουν οι καύσωνες του καλοκαιριού δροσίζει κάπως την επιδερμίδα.
Μάζεψε την υγρή πετσέτα και την ψάθα έβαλε όπως-όπως τις σαγιονάρες και μπήκε στο ζεστό αυτοκίνητο. Κατεύθυνση προς το σπίτι της γιαγιάς. Εκείνη δεν είχε έρθει μαζί τους καθώς ο κήπος της ήθελε φροντίδα. Χρυσοχέρα η γιαγιά που έφερνε βόλτα κάθε λογής ζαρζαβατικά στο περιβόλι. Ντομάτες και πιπεριές, κολοκύθια για πίτες και φρέσκα κρεμμυδάκια, όλα ένας πλούτος που μόνο με την αγάπη της μπορούσε να συγκριθεί στο μέγεθος.
Τα αυτοκίνητα ουρά και η στάση στο περίπτερο της επιστροφής, ένας βασικός φόρος τιμής πληρωτέος σε κάθε θαλασσινή εξόρμηση. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, καθισμένος επάνω στην υγρή, κάπως, πετσέτα, με την μπλε ριγέ ομπρέλα της παραλίας παραδίπλα, ο Λουκάς χάζευε τα τοπία. Άγουρα ακόμα τα προάστια της πόλης, με σπάνια εδώ κι εκεί, μερικά ήδη χτισμένα σπίτια στα πολλά και εκτενή χέρσα κτήματα που κάποτε θα λάμβαναν πολεοδομική μορφή.
Άνοιξαν την πόρτα του αυλόγυρου με τη μυρωδιά των τριαντάφυλλων ακόμα να πλανάται από την άνθιση της άνοιξης. Τα νερά στις πλάκες της αυλής ήταν δείγμα πως ήδη η γιαγιά είχε ποτίσει τον κήπο.
“Να πιουν να χορτάσουν” πάντα συμβούλευε τον Λουκά όταν έπαιρνε αυτός το λάστιχο για να ποτίσει.
Η γιαγιά τους καλωσόρισε με το λαμπερό, από βιτάλιο, χαμόγελο. Η ελλιπής οδοντοστοιχία δεν αφαιρούμε ούτε ψήγμα δοτικότητας που εκείνο το χαμόγελο αποτύπωνε.
“Καθίστε, έχω γεμιστά”.
Οι καρέκλες από φερ φορζέ, εγκάρδια καλωσόρισαν τα από τον ήλιο και θάλασσα ταλαιπωρημένα σώματα. Η γιαγιά μπήκε μέσα από τη “μεγάλη είσοδο” του σπιτιού, ισόγειο το διαμέρισμα, ανάβοντας το φως της βεράντας. Ώσπου να πουν δύο κουβέντες, ένα ταψί με μέσα δύο πιάτα και ένα κομμάτι από το καλό τυρί, το κατσικίσιο του χωριού, στάθηκε στο πεζούλι της βεράντας.
Η γιαγιά είχε δεύτερη είσοδο στην κουζίνα και η πρακτικότητα αυτής πάντα γοήτευε τον Λουκά. Ο μικρός σήμερα ήταν στην άλλη γιαγιά. Ισόποσος καταμερισμός “εργασίας” για τις μεγαλύτερες γενιές εν όψει καλοκαιρινής ραστώνης.
Το τραπέζι με τη γυάλινη επιφάνεια, στολισμένο με ένα σταχτοδοχείο από βαριά, ογκώδη γκριζωπή πέτρα γέμισε σιγά-σιγά με μυρωδιές από πιπεριές, άνηθο, μαϊντανό και κατσικίσιο τυρί. Η Οτομοτρίς ακούστηκε στο βάθος να σκίζει με ακουστικά κύματα τον, πια, δροσερό αέρα της βραδιάς. Τα ρυθμικά αγγίγματα των τροχών της στις ράγες προς το Γκαρ Μιλιτέρ πρόσθεταν μια έννοια μυστικιστικής γαλήνης στη νύχτα που ήδη είχε πέσει.
Ο Λουκάς αφού απόφαγε, άφησε τους μεγάλους να συζητάνε, κατέβηκε τα δυο μικρά σκαλιά από τη βεράντα προς την αυλή και πήγε να καθίσει στη μεταλλική κούνια του κήπου. Πάνω στην ολάνθιστη στόφα των μαξιλαριών πάντα έπλαθε στο μυαλό του ιστορίες, φανταζόταν μικροσκοπικούς ανθρώπους να τη διασχίζουν και το μεγάλο εκκρεμές της κούνιας που, ώρες και φορές, έτριζε πρόσθετε την απαραίτητη μουσική στις ιστορίες.
Εκεί, ανάμεσα στις ευωδιές του κήπου, την αγάπη που έρεε από τους δικούς του ανθρώπους και τη νοστιμιά των γεμιστών, αποκοιμήθηκε γλυκά.
[…]
Ξύπνησε, μετά από πολλά, πολλά χρόνια. Κάθε φορά που έπιανε στο χέρι του πιπεριές, ντομάτες, άνηθο και μαϊντανό, προσπαθούσε να δημιουργήσει ξανά εκείνες τις βραδιές. Τα μυρωδικά στη σωστή δόση, σαν μαγικό φίλτρο, ίσως έφερναν με άγνωστο και ουράνιο τρόπο, πίσω λίγη από εκείνη την απόλυτη, θερμή ομορφιά.