Πρόσφατα με το ν. 5106/2024 και ειδικότερα το άρθρα 103-104 θεσπίστηκε το πρόγραμμα «Απόλλων» για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στα ευάλωτα νοικοκυριά, στους ΟΤΑ, τους ΤΟΕΒ και τέλος των ΔΕΥΑ, όπου το σύνολο ή μέρος των ενεργειακών αναγκών καλύπτεται μέσω της εγκατάστασης σταθμών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Του Μανώλη Χριστοδουλάκη, βουλευτής Ανατολικής Αττικής και Υπεύθυνος Κοινοβουλευτικού Τομέα Περιβάλλοντος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ
Ήδη κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή τον περασμένο Απρίλιο είχε συζητηθεί ότι το πρόγραμμα αυτό ουσιαστικά οδηγούσε σε μαρασμό τiς ήδη λειτουργούσες ενεργειακές κοινότητες, εισάγοντας ένα συγκεντρωτικό σύστημα οργάνωσης το οποίο δεν ανταποκρινόταν σε καμία περίπτωση στη λυδία λίθο της ενεργειακής δημοκρατίας, που δεν είναι άλλη από την αυτενέργεια από τα κάτω και όχι την επιβολή ενός γραφειοκρατικού μοντέλου από τα πάνω.
Με το νέο νόμο η κυβέρνηση επί της ουσίας προβαίνει σε έναν αναγκαστικό συνεταιρισμό προκειμένου να υπάρξει πρόσβαση στη φτηνή ενέργεια, με εκείνον που μένει εκτός να μην απολαμβάνει τις πρόνοιες του νέου προγράμματος.
Κι αυτή η συγκεντρωτική λογική δεν ισχύει μονάχα στις ενεργειακές κοινότητες, αλλά παρατηρείται και στη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Πρόσφατα και στον ίδιο νόμο ιδρύθηκε ο Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, ανοίγοντας επί της ουσίας το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση του νερού, ενώ ήδη από το τέλος του 2023 ο αρμόδιος Υπουργός Περιβάλλοντος έχει εξαγγείλει νομοθετική παρέμβαση για τη συγχώνευση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης, οι οποίες στο σύνολό τους σήκωσαν το βάρος της ενεργειακής κρίσης χωρίς να λάβουν ποτέ την αντίστοιχη στήριξη από την πλευρά της πολιτείας.
Οι παραπάνω πρωτοβουλίες πέραν της αποσπασματικότητας, αλλά και της προχειρότητας, αποδεικνύουν και μία συνειδητή στρατηγική της κυβέρνησης: Να δημιουργεί εκ του μηδενός γραφειοκρατικές και συγκεντρωτικές δομές, χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των υφιστάμενων και χωρίς προηγούμενο διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες, τους αρμόδιους φορείς και την επιστημονική κοινότητα.
Όμως, πέραν της γραφειοκρατικής και συγκεντρωτικής νοοτροπίας, η λογική της κυβέρνησης χαρακτηρίζεται και από αδικαιολόγητο και χαοτικό νομικό πληθωρισμό με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Αυτόν τον σχεδόν ένα χρόνο που είμαι Κοινοβουλευτικός Τομεάρχης Περιβάλλοντος του ΠΑΣΟΚ έχουν έρθει προς ψήφιση δύο νομοσχέδια του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπου και στα δύο υπήρχαν σημαντικές τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο των ΑΠΕ.
Και το βασικό ερώτημα είναι πώς θα διασφαλιστούν συνθήκες ασφάλειας δικαίου για τους παραγωγούς ΑΠΕ, όταν κάθε λίγο και λιγάκι αλλάζεις το πλαίσιο που ρυθμίζει συνολικά την αδειοδοτική διαδικασία; Δημιουργείται με άλλα λόγια ένα καφκικό περιβάλλον το οποίο συνεπάγεται σημαντικό γραφειοκρατικό κόστος για τη διοίκηση και εξίσου σημαντικό οικονομικό κόστος για τους παραγωγούς.
Ο προϋπολογισμός για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης για την προγραμματική περίοδο 2021-2027 ανέρχεται στα 17,5 δις εκατομμύρια, σκοπός του είναι καμία περιφέρεια της Ε.Ε. να μην μείνει πίσω κατά τη διαδικασία μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα, και οι περιοχές της πατρίδας μας που εμπλέκονται ειδικότερα στη διαδικασία αυτή, είναι η Δυτική Μακεδονία, η Μεγαλόπολη και οι Δήμοι Τρίπολης, Γορτυνίας και Οιχαλίας στην Πελοπόννησο, τα Νησιά του Βορείου και Νοτίου Αιγαίου και η Κρήτη.
Για αυτό είναι αναγκαία η επαυξημένη λογοδοσία ως προς την διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων, αλλά και ως προς τον βαθμό ωρίμανσης και υλοποίησης του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης 2021-2027, διότι η αντίστοιχη εμπειρία αδιαφανούς διαχείρισης των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας λειτουργεί ως παράδειγμα εγρήγορσης και ελέγχου.
Και επειδή η συζήτηση για ένα «Ταμείο Ανάκαμψης ΙΙ» μετά το 2026 έχει ήδη ξεκινήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει αντίστοιχα να εξεταστούν οι προοπτικές και οι δυνατότητες της δίκαιης μετάβασης με ορίζοντα το 2027, όπου τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και οι Έλληνες ευρωβουλευτές θα διεκδικήσουν το καλύτερο δυνατό για την Ελλάδα.
Με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα το 2030 και μακροπρόθεσμο το 2050, στοιχεία όπως η αποκέντρωση, η απλοποίηση των διαδικασιών, η διαφάνεια, η λογοδοσία, αλλά και η εμπιστοσύνη στις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, πρέπει να μπουν στο επίκεντρο. Και παράλληλα να υπάρξει η αναγκαία οικονομική στήριξη και ενημέρωση των πλέον ευάλωτων καταναλωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Με αυτόν τον τρόπο, εμπεδώνεται η ενεργειακή δημοκρατία, καταπολεμάται η ενεργειακή φτώχεια και επιτυγχάνεται η πράσινη και δίκαιη μετάβαση.