Το «Ολαρία-Ολαρά» του Σαββόπουλου το γνωρίζουμε όλοι. Ακούστηκε για πρώτη φορά στο δίσκο «Βρώμικο ψωμί» το 1972.
Σ’ αυτή τη μινιμαλιστική εκτέλεση η πρώτη στροφή τραγουδιέται α καπέλα από το Σαββόπουλο, στη δεύτερη μπαίνουν μια κλασική και μια ακουστική κιθάρα, ενώ στην τρίτη αρχίζει να τις συνοδεύει ένα ταπεινό σουραύλι, όργανο που συνόδευε πολλά τραγούδια του Σαββόπουλου εκείνη την εποχή (π.χ. Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη, Συννεφούλα).
Ολαρία ολαρά, χιόνι πέφτει από ψηλά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας
το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας
και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά.
Ολαρία ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά
τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια
τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά
βρικολάκιασαν σε τούτα τα στιχάκια
στην σκεπή μας κάποιος ξαγρυπνά.
Ολαρία ολαρά, στην θερμή σου αγκαλιά
αχ ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει
κι ο Αδόλφος του χαϊδεύει τα μαλλιά
διαμαντένιο δαχτυλίδι τού φοράει
και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά.
Ολαρία ολαρά, με σουραύλια και βιολιά
θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι
θα ‘ναι όλη η παλιά μας συντροφιά
και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι
και την πιο πικρή γουλιά.
Ολαρία ολαρά, γύρω γύρω τα παιδιά
ο Μααρκήσιος ντε Σαντ μ’ ένα χίπη
ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά
ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη
κι η παρθένα με το σατανά.
Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα
και το χιόνι πέφτει από ψηλά
τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα
κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά.
Ολαρία ολαρά, ολαρία ολαρά.
Εδώ η πρώτη εκτέλεση στο «Βρώμικο ψωμί»:
Μετά την πτώση της χούντας το τραγούδι ηχογραφήθηκε πάλι και ξανακούστηκε στο δίσκο «10 χρόνια κομμάτια» το 1975. Στην εκτέλεση του 1975 υπάρχουν κάποιες μουσικές και στιχουργικές διαφορές: Το τραγούδι ξεκινά με μια πρόζα του Σαββόπουλου, που κατά κάποιο τρόπο αφηγείται την περίοδο που επέστρεψε από το εξωτερικό στην Ελλάδα το 1969:
«Καφέ Σεν Κλωντ. Φλιπεράκια. Ιεροσόλυμα. Εργοστάσιο στο Μιλάνο. Επιστροφή άρον-άρον, αλλά και χαρά και εργασία και τεράστια επαγγελματική επιτυχία. Γκραν σουξέ. Ακόμα πληρώνω. Μακαρονάδικα, ξενυχτάδικα, απόπειρα εναντίον μου με μαχαίρι. Δεν ήμουν εκεί, χτύπαε τον αέρα, τον συγχωρώ. Ροντέο, 1971.»
Υπάρχουν και κάποιες μικρές διαφορές στους στίχους, που προφανώς οφείλονται στο γεγονός πως δεν υπάρχει πλέον η λογοκρισία της χούντας: Η τρίτη στροφή με τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια έγινε:
Ολαρία ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά
τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια
τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά
βρικολάκιασαν και βγήκαν στα σοκάκια
έλα μέσα και μίλα πιο σιγά.
Ενώ στην τέταρτη ο Αδόλφος αποκτά το επίθετο Χίτλερ και το δαχτυλίδι από διαμαντένιο έγινε χρυσαφένιο.
Ολαρία ολαρά, δάγκωσέ με πιο βαθιά
αχ ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει
κι ο Χίτλερ του χαϊδεύει τα μαλλιά
χρυσαφένιο δαχτυλίδι τού φοράει
και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά.
Οι ενορχηστρωτικές διαφορές είναι πιο σημαντικές. Στην εκτέλεση του 1975 το τραγούδι χάνει το νεοκυματικό του χαρακτήρα και μετατρέπεται σε εμβατήριο. Ξεκινά με το ταμπούρο στο ρυθμό του μαρς, και στη συνέχεια μια πλειάδα ηλεκτρικών οργάνων και πνευστών του προσδίδει νέα χαρακτηριστικά. Ακόμα και η φωνή του Σαββόπουλου γίνεται δυνατή και τραχιά.
Εδώ η δεύτερη εκτέλεση στο «10 χρόνια κομμάτια»:
Το 2012 ο Αμερικανός Daniel Kahn μαζί με το γερμανικό συγκρότημα The Painted Bird μετέφρασε στα αγγλικά τους στίχους του Σαββόπουλου και με την ίδια ακριβώς μουσική παρουσίασε το αγγλόφωνο «Olaria olara».
Εδώ η εκτέλεση των Daniel Kahn & The Painted Bird:
Τι ακριβώς όμως είναι η φράση «ολαρία ολαρά»; Είναι ένα στιχουργικό τέχνασμα του Σαββόπουλου ή προέρχεται από κάπου; Η απάντηση είναι πως σπροέρχεται από την Κατοχή:
Όλα ξεκίνησαν το 1826, όταν ο Γερμανός ποιητής Karl Immermann έγραψε τους στίχους του «Ein Tiroler Wolte Jagen» (=Ένας Τυρολέζος ήθελε να κυνηγήσει) και οι συνθέτες Heinrich Marr (Γερμανός) και Julius Cornet (Αυστριακός) έβαλαν μουσική το 1827. Επειδή το Τυρόλο ήταν (και παραμένει) κυρίως περιοχή της Αυστρίας, το τραγούδι θεωρήθηκε Αυστριακό, έγινε όμως δημοφιλές και στη Γερμανία. (Το Νότιο Τυρόλο είναι ιταλόφωνη περιοχή και ανήκει στην Ιταλία). Στο ρεφρέν του τραγουδιού ακούγεται το επιφώνημα:
Holerijaho, holerijaho,
Holerija, rija, rija, rijaho
Μπορείτε να το ακούσετε στο 0.25 του παρακάτω βίντεο:
Δε γνωρίζουμε πότε και πώς το τραγούδι μετεξελίχθηκε σε (άτυπο;) εμβατήριο του γερμανικού στρατού κατά το Β΄ Π.Π. Κάποια πληροφορία αναφέρει πως η μελωδία του πρώτου ναζιστικού εμβατηρίου «Die Fahne hoch» (=Το λάβαρο ψηλά) του Χόρστ Βέσελ κατάγεται από το «Ein Tiroler Wolte Jagen», η δική μας γνώμη είναι πως οι δυο μελωδίες δεν έχουν καμία σχέση.
Εδώ το «Die Fahne hoch» για να αποκτήσετε δική σας άποψη:
Εκείνο που γνωρίζουμε είναι πως κατά τη διάρκεια της Κατοχής το τραγουδούσαν Γερμανοί στρατιώτες. Συχνά μάλιστα μαζί τους το τραγουδούσαν και οι Έλληνες συνεργάτες τους.
Ο Ορέστης Μακρής στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1985, σελίδα 138) αναφέρει για το μπλόκο του Βύρωνα, που έγινε στις 7 Αυγούστου του 1944: «Και αυτοί, Γερμανοί και προδότες βουτηγμένοι στο αίμα, τραγοδούδαν το Όλα-ρία – Όλα-ρά».
Ο Δημήτρης Ψαθάς στο «Χειμώνας του 41. Σκίτσα της Κατοχής» γράφει (εκδόσεις Σπανούδης, 1946, σελ 29-33):
«Περνούνε οι Γερμανοί.
Είναι πάντα το θέαμα μισητό και ενδιαφέρον.
Μέσα από το τραμ που έχει σταματήσει σιωπηλοί παρακολουθούμε οι επιβάτες. Κράνη. Και κάτω από τα κράνη μάτια κρύα, καρφωμένα μπρος. Μούτρα απολιθωμένα. Τα ντουφέκια τους στον ώμο σε γραμμές μαθηματικότατα παράλληλες. Τα βήματά τους βαριά. Μ’ ένα ρυθμό σηκώνονται τα πόδια, μ’ ένα ρυθμό κατεβαίνουν – όλα μαζί σαν νάταν ένα πόδι.
Ο Γερμανός από τη φύση του κλείνει στην πειθαρχία. Γεννιέται για να υπακούει, γι αυτό κι ο φασισμός που είναι η κατάργηση του ανθρώπου τούρχεται σαν γάντι. Ούτε ένα χιλιοστό δεν κάνουν λάθος στα χέρια που κουνιούνται. Γραφικότης. Οι αρβύλες γράφουν επάνω στην άσφαλτο την δόξα του στρατού αυτού που θεωρείται απ’ όλη την οικουμένη τρομερός. Ένας γαβγίζει. Και αρχίζει το τραγούδι:
Ο για-ϊα ο για-για
Ο για-ϊα ο για-για
Τι λένε;
Δεν βαριέσαι – είναι ωραίοι! Βαρείς, βαθείς, τραχείς περνούν και τραγουδάνε. Κι είναι όλα μαζί ρυθμός, στρατός, τραγούδι, ύφος, όπλα κάτι το φοβερό μαζί και κωμικό. Γιατί πώς το θέλεις, όταν τραγουδά ο άνθρωπος συνήθως γίνεται πιο άνθρωπος. Βγαίνει το τραγούδι σαν έκφραση του συναισθηματικού σου κόσμου κι αντανακλά στον καθρέφτη του προσώπου σου κάτι από την ψυχή σου. Εδώ δεν έβλεπες παρά μούτρα παγωμένα και τόσο εκφραστικά όσο και οι μπότες. Τραγουδούσαν με δύο λόγια ντούροι σαν να είχαν καταπιεί μπαστούνια.»
Το γερμανικό τραγούδι είτε ως «Όλα-ρία – Όλα-ρά» ή «Ο για ϊα, ο για για» ακούστηκε και στη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Στο ρεπορτάζ της Νόρας Ράλλη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 2 Δεκεμβρίου 2016 με τίτλο «Η κραυγή των τοίχων», ο Δημήτρης Χατζηδημητρίου θυμάται: «Κοροϊδεύαμε εμείς, παιδάκια τότε, και τραγουδούσαμε “όλα ρία όλα ρα, παίζει λόρδα η κοιλιά!”…». Το ρεπορτάζ και η μαρτυρία του Χατζηδημητρίου εδώ:
https://www.efsyn.gr/nisides/92217_i-kraygi-ton-toihon
Η Ελευθερία Δροσάκη στο βιβλίο της «Εν Θεσσαλονίκη. Από τον Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση», (εκδόσεις Εντός, 2000, στη σελίδα 30) γράφει: «Η Θεσσαλονίκη από το κακό στο χειρότερο. Γερμανοί στρατιώτες στη σειρά διασχίζανε την πόλη χτυπώντας με κρότο τις μπότες τους και τραγουδούσαν «Ολαρία Ολαρά». Οι βιτρίνες των μαγαζιών ήταν άδειες. Γκεσταπίτες πηγαινοέρχονταν με τα αυτόματα.»
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Είναι γλεντζές, πίνει γάλα» (εκδόσεις Καστανιώτης 2006), καταγράφει μια μετακατοχική παραλλαγή με σεξουαλικές αναφορές, σημειώνοντας ότι «το τραγουδάκι ήταν σε ιταλικό σκοπό»:
Ένα: Έλα, όμορφη κοπέλα
με λυμένα τα βρακιά, ολαρία, ολαρά
Δύο: Το χειμώνα με το κρύο
είναι γλύκα τα μουν@, ολαρία, ολαρά.
Τρία: Σκουλαμέντο (=σύφιλη) έχεις, κυρία
και να πας για γιατρειά, ολαρία, ολαρά.
Πέντε: Βαστά το κερί και φέγγε
δε γαμ@ στα σκοτεινά, ολαρία, ολαρά.
Έξι: Θα σε γαμ@ ώσπου να φέξει
κι όσο ο πούτ@ μου βαστά, ολαρία, ολαρά.
Η καταγραφή αυτή υποδεικνύει πόσο βαθιά είχε περάσει το συγκεκριμένο τραγούδι ή, πιο σωστά η επωδός Ολαρία ολαρά στους Αθηναίους, ώστε να διατηρούνται τα ίχνη του ως το τέλος της δεκαετίας του ’40 ή και λίγο μετά. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ποιο τρόπο η συγκεκριμένη επωδός έφτασε στα αυτιά του Σαββόπουλου. Τη δεκαετία του 1970 πάντως, οι νέοι της εποχής δε συνδύαζαν το τραγούδι του Σαββόπουλου με τη γερμανική Κατοχή. Είναι χαρακτηριστικό πως ένας νεαρός Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία το τραγουδούσε ανέμελα στο εργοστάσιο που εργαζόταν και κινδύνεψε να φάει ξύλο μέχρι να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις στους Γερμανούς συναδέλφους του.