Στα τάρταρα για ακόμα μια φορά η Ελλάδα, όσον αφορά την γενική εμπιστοσύνη των πολιτών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με την χώρα μας να βρίσκεται στον πάτο, μαζί με την Ουγγαρία. Γιατί οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται τα μέσα; Γιατί τα θεωρούν σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενα.
Ειδικότερα σύμφωνα με την έκθεση Digital News Report 2024 του ινστιτούτου του Reuters για τη μελέτη της δημοσιογραφίας, μόλις το 23% στην Ελλάδα και την Ουγγαρία, εμπιστεύεται τις περισσότερες ειδήσεις, τις περισσότερες φορές, με τις δύο χώρες να καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά.
Η εμπιστοσύνη στις ειδήσεις (40%) παρέμεινε σταθερή τον τελευταίο χρόνο, αλλά εξακολουθεί να είναι τέσσερις βαθμούς χαμηλότερα συνολικά από ό, τι ήταν στο αποκορύφωμα της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η Φινλανδία παραμένει η χώρα με τα υψηλότερα επίπεδα συνολικής εμπιστοσύνης (69%), ενώ η Ελλάδα (23%) και η Ουγγαρία (23%) έχουν τα χαμηλότερα επίπεδα, εν μέσω ανησυχιών για αδικαιολόγητη πολιτική και επιχειρηματική επιρροή στα μέσα ενημέρωσης, αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, για την Ελλάδα η ελληνική αγορά ΜΜΕ χαρακτηρίζεται από τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης των media σε λίγους επιχειρηματίες, από τον κατακερματισμό των ψηφιακών μέσων, την υψηλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την χαμηλή εμπιστοσύνη λόγω της πολιτικής πόλωσης και των ανησυχιών του κοινού για την αθέμιτη επιρροή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης από πολιτικούς και ισχυρούς επιχειρηματίες.
Την ίδια ώρα αφήνονται αιχμές κατά της ΝΔ, για το «θεσμικό πραξικόπημα», με την αιφνιδιαστική τροποποίηση του ΔΣ του ΕΣΡ, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «το συμβούλιο της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, αντικαταστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023. Ο διορισμός του νέου συμβουλίου δεν ήταν αποτέλεσμα συνήθους διαβούλευσης και συμβιβασμού μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Μόλις τρεις εβδομάδες πριν από την ψηφοφορία, ο πρόεδρος της ελληνικής Βουλής διεύρυνε τα μέλη της κυβερνητικής ομάδας της Βουλής που αποφασίζει ποιος διορίζεται σε ανεξάρτητες αρχές. Παρά τον ελιγμό αυτό, το νέο διοικητικό συμβούλιο πέτυχε υποστήριξη από την απαιτούμενη πλειοψηφία με αμφιλεγόμενο τρόπο και ο διορισμός του αντιμετωπίστηκε με έντονη αντίθεση από άλλα κόμματα. Το μόνο κόμμα που ψήφισε για το νέο συμβούλιο της ρυθμιστικής, πλην της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας, ήταν το ακροδεξιό κόμμα Ελληνική Λύση. Το κόμμα έχει εκφράσει την αντίθεσή του στις ανεξάρτητες αρχές και ο ηγέτης του αντιμετώπισε στο παρελθόν μεγάλα πρόστιμα από τη ρυθμιστική αρχή ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών για ρητορική μίσους και παραπλανητικές εμπορικές διαφημίσει».
Η εμπιστοσύνη του κοινού στην Ελλάδα προς τα κανάλια και τα ενημερωτικά sites:
Σχεδόν 4 στους 10 (39%) ανθρώπους παγκοσμίως δήλωσαν ότι μερικές φορές ή συχνά αποφεύγουν ενεργά τις ειδήσεις, όταν το ποσοστό το 2017 ήταν δέκα μονάδες χαμηλότερο, στο 29%. Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή εκτιμάται ότι συνέβαλαν στην επιθυμία των ανθρώπων να αποφύγουν τις ειδήσεις. Η επιθυμία αυτή να μείνει κάποιος μακριά από τα νέα είναι σε επίπεδα – ρεκόρ.
Έρχεται μάλιστα σε μια εποχή που δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο προσέρχονται στις κάλπες για εθνικές και περιφερειακές εκλογές. Αν και οι εκλογές αύξησαν το ενδιαφέρον για τις ειδήσεις σε λίγες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, η συνολική τάση παραμένει σταθερά πτωτική, σύμφωνα με τη μελέτη.
Πτώση σχεδόν 20 μονάδων στο ενδιαφέρον για τις ειδήσεις μέσα σε 7 χρόνια
Σε όλο τον κόσμο, το 46% των ανθρώπων δήλωσε φέτος ότι ενδιαφέρεται πολύ ή εξαιρετικά για τις ειδήσεις, έναντι ποσοστού 63% το 2017.
Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς των γεωπολιτικών εντάσεων, η παροχή έγκυρης, ανεξάρτητης δημοσιογραφίας παραμένει πιο σημαντική από ποτέ, και όμως σε πολλές από τις χώρες που καλύπτονται στην έρευνα του Reuters τα μέσα ενημέρωσης αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο από την αυξανόμενη παραπληροφόρηση, τη χαμηλή εμπιστοσύνη, τις επιθέσεις από πολιτικούς, και ένα αβέβαιο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, παρατηρούν οι συντάκτες της έκθεσης, οι οικονομικές προκλήσεις έχουν καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο για τα μέσα ενημέρωσης να αντισταθούν στις πιέσεις από ισχυρούς επιχειρηματίες ή κυβερνήσεις που θέλουν να επηρεάσουν την κάλυψη και να ελέγξουν το κυρίαρχο αφήγημα, που παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη.
«Επίθεση» από social media και μηχανές αναζήτησης
Δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για αυτήν την κρίση. Είναι σε εξέλιξη εδώ και καιρό και επιδεινώνεται από τη δύναμη και τις μεταβαλλόμενες στρατηγικές αντίπαλων, που προωθούν μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, social media, μηχανές αναζήτησεις και πλατφόρμες βίντεο.
Ορισμένες πλατφόρμες πλέον περιορίζουν ρητά τις ειδήσεις και το πολιτικό περιεχόμενο, ενώ άλλες έχουν αλλάξει την εστίαση από τους εκδότες σε «δημιουργούς» και προωθούν πιο διασκεδαστικές και ελκυστικές μορφές για να κρατήσουν την προσοχή του κοινού.
Αυτές οι ιδιωτικές εταιρείες δεν έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στις ειδήσεις, αλλά καθώς πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν πλέον πολλές από τις πληροφορίες τους μέσω αυτών των ανταγωνιστικών πλατφορμών, αυτές οι αλλαγές έχουν συνέπειες όχι μόνο για τη βιομηχανία ειδήσεων, αλλά και για τις κοινωνίες μας.
Σε όλα τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν και οι ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη (AI), που προς το παρόν φαίνεται να φέρνουν περισσότερες προκλήσεις παρά ευκαιρίες για τα ειδησεογραφικά μέσα.
Πέφτει το Facebook, ανεβαίνουν YouTube και TikTok
Σε πολλές χώρες, ειδικά εκτός Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, διαπιστώνετατ σημαντική περαιτέρω μείωση στη χρήση του Facebook για ειδήσεις και αυξανόμενη εξάρτηση από μια σειρά εναλλακτικών λύσεων, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμογών ιδιωτικών μηνυμάτων και των δικτύων βίντεο. Η κατανάλωση ειδήσεων στο Facebook μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, σε όλες τις χώρες, τον τελευταίο χρόνο.
Η χρήση ειδήσεων σε διαδικτυακές πλατφόρμες κατακερματίζεται, με έξι δίκτυα να αγγίζουν τώρα τουλάχιστον το 10% των ερωτηθέντων, σε σύγκριση με μόλις δύο πριν από μια δεκαετία. Το YouTube χρησιμοποιείται για ειδήσεις σχεδόν από το ένα τρίτο (31%) του παγκόσμιου δείγματος, το WhatsApp κατά περίπου το ένα πέμπτο (21%), ενώ το TikTok (13%) έχει ξεπεράσει το Twitter (10%), το οποίο έχει πλέον μετονομαστεί X, για το πρώτη φορά.
Η κυριαρχία του βίντεο
Σε σχέση με αυτές τις αλλαγές, το βίντεο γίνεται πιο σημαντική πηγή διαδικτυακών ειδήσεων, ειδικά στις νεότερες ηλικιακές ομάδες. Τα βίντεο σύντομων ειδήσεων έχουν πρόσβαση στα δύο τρίτα (66%) του δείγματος της έρευνας κάθε εβδομάδα, με μεγαλύτερες μορφές να προσελκύουν περίπου το ήμισυ (51%).
Στην Ελλάδα το 71% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι καταναλώνει ειδήσεις μέσω βίντεο σύντομης διάρκειας τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.
Ανησυχίες αξιοπιστίας και εμπιστοσύνη
Οι ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο διάκρισης μεταξύ αξιόπιστου και αναξιόπιστου περιεχομένου σε διαδικτυακές πλατφόρμες είναι υψηλότερες για το TikTok και το X. Και οι δύο πλατφόρμες έχουν φιλοξενήσει παραπληροφόρηση ή θεωρίες συνωμοσίας γύρω από γεγονότα, όπως ο πόλεμος στη Γάζα και η υγεία της Κέιτ Μίντλετον, καθώς και «deep fake» φωτογραφίες και βίντεο.
Καθώς οι publishers ασπάζονται τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, εντείνεται και η καχυποψία για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ειδικά για «σκληρές» ειδήσεις, όπως η πολιτική ή ο πόλεμος. Υπάρχει μεγαλύτερη άνεση με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης σε δευτερεύουσες εργασίες, όπως η μεταγραφή και η μετάφραση, με το κοινό να θέλει την AI να βοηθά και όχι να υποκαθιστά τους δημοσιογράφους.
Η εμπιστοσύνη στις ειδήσεις (40%) παρέμεινε σταθερή τον τελευταίο χρόνο, αλλά εξακολουθεί να είναι τέσσερις μονάδες χαμηλότερη συνολικά από ό,τι ήταν στο απόγειο της, κατά την πανδημία του Covid-19l. Η Φινλανδία παραμένει η χώρα με τα υψηλότερα επίπεδα συνολικής εμπιστοσύνης (69%), ενώ η Ελλάδα (23%) και η Ουγγαρία (23%) έχουν τα χαμηλότερα επίπεδα, εν μέσω ανησυχιών για αδικαιολόγητα μεγάλη πολιτική και επιχειρηματική επιρροή στα μέσα ενημέρωσης.
Η αγορά των media στην Ελλάδα
Η ελληνική αγορά μέσων ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, υψηλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ειδήσεις και τη χαμηλότερη εμπιστοσύνη παγκοσμίως, λόγω της πολιτικής πόλωσης και των ανησυχιών για αθέμιτη επιρροή από πολιτικούς και ισχυρούς επιχειρηματίες.
Η χρονιά που πέρασε χαρακτηρίστηκε μια φορά και πάλι με την πόλωση των συζητήσεων για το σχέση πολιτικής και ΜΜΕ. Αυτό εντάθηκε λόγω της παρατεταμένης εκλογικής περιόδου, που διήρκεσε από τον Μάρτιο έως τον Οκτωβρίο, με 4 εκλογικές αναμετρήσεις για βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου κυβέρνηση και αντιπολίτευση προωθούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα αφηγήματα για την ελευθερία του Τύπου και ευρύτερα την κατάσταση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στη χώρα.
Η κυβέρνηση επικαλείται τον Economist που αναβάθμισε την Ελλάδα από «ελαττωματική» σε «πλήρη» δημοκρατία για πρώτη φορά από το 2008. Η αντιπολίτευση επικαλείται τις χαμηλές πτήσεις στον δείκτη Index Freedom Press των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (RSF) και πρόσφατο ψήφισμα που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο οποίο εκφράζονται ανησυχίες για το κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα.