Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία ήλθε να επιβεβαιώσει τους φόβους αλλά και τις προβλέψεις για την ραγδαία άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Τώρα πως γίνεται ταυτόχρονα να προβλέπεις πως θα συμβεί αυτό που φοβάσαι είναι κάτι που θα απασχολήσει τους ιστορικούς του μέλλοντος και μάλιστα όταν υπάρχει το προγενέστερο παράδειγμα της ανόδου του φασισμού και του ναζισμού στην, κατά τον Μαρκ Μαζάουερ, “Σκοτεινή Ήπειρο, τη δεκαετία του 1930.
Τα πράγματα φυσικά δεν είναι ίδια όπως τότε όμως και ομοιότητες υπάρχουν και κοινά αίτια καθώς οι αποδεκατισμένες από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ευρωπαϊκές κοινωνίες και κυρίως η γερμανική λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών, διοχέτευσαν τις αγωνίες, τους φόβους και την οργή τους κατά του “εσωτερικού εχθρού” στηρίζοντας παράλληλα τους εθνικοσοσιαλιστές. Αντίστοιχα, στις ημέρες μας, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιμετωπίζουν, μετά από αλλεπάλληλες “πολυκρίσεις” το φάσμα της φτωχοποίησης και της διεύρυνσης των ανισοτήτων σε συνδυασμό με το δημογραφικό πρόβλημα αλλά και την “απειλή” των μεταναστευτικών ρευμάτων τα οποία θα μπορούσαν, με τις κατάλληλες πολιτικές, να αποτελέσουν μέρος της λύσης αντί για παράγοντα αποσταθεροποίησης και εσωτερικό εχθρό. Δεν έχει παρά να προσθέσει κανείς και τον πόλεμο στην Ουκρανία και όσα αυτός συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές οικονομίες και την ασφάλεια να για έχει μία ολοκληρωμένη εικόνα της ζοφερής κατάστασης της Ευρώπης.
Τι έκαναν για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της ανόδου της Ακροδεξιάς οι συντηρητικές αλλά και σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες των χωρών της Ευρώπης; Τίποτα απολύτως ή ακόμη χειρότερα, αντί να ορθώσουν ένα δημοκρατικό τείχος απέναντί της, καλλιέργησαν την περίφημη θεωρία των “δύο άκρων”, ανέδειξαν με τις αναποτελεσματικές πολιτικές τους αλλά και με την υποδαύλιση συγκρούσεων στην βόρεια και κεντρική Αφρική, στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ως “εσωτερικό εχθρό” τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και συνεχίζουν να σφίγγουν τη θηλειά των δημοσιονομικών μέτρων και της λιτότητας στο λαιμό της πλειοψηφίας των πολιτών τους. Επόμενο ήταν λοιπόν να δημιουργήσουν μία χύτρα που βράζει έτοιμη να πετάξει το καπάκι της στον αέρα.
Κι ύστερα απορεί ο Μακρόν και ο Σολτς γιατί βλέπουν τα ποσοστά των κομμάτων τους να εξαερώνονται όπως ακριβώς είχε συμβεί με τα ποσοστά των αντίστοιχων κομμάτων στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και βέβαια στην Ιταλία με την ανάδειξη στην εξουσία της νεοφασίστριας Τζόρτζια Μελόνι. Απορούν και παρ’ όλα αυτά επιμένουν στις αδιέξοδες πολιτικές τους, μοιράζοντας μεταξύ τους θέσεις στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγνοώντας -κι έχει δίκιο εδώ η Μελόνι- την εκφρασμένη στις πρόσφατες ευρωκάλπες, βούληση των ευρωπαίων πολιτών που όσο και αν κάποιος τη θεωρήσει λαθεμένη δεν μπορεί να την αγνοήσει διότι κάνοντας το την ενδυναμώνει.
Ταυτόχρονα, τόσο η θεωρία των “δύο άκρων” όσο και η έντεχνα καλλιεργημένη προπαγάνδα του “όλοι ίδιοι είναι” αποδυναμώνει τα πολιτικά αντισώματα στον φασισμό, νέο ή παλιό, που διαθέτει ο χώρος της Αριστεράς. Οχι πως αυτή είναι άμοιρη ευθυνών για όσα ζούμε σήμερα και θα ζήσουμε τα επόμενα χρόνια. Οι αλλοπρόσαλλες κυβερνητικές συμμαχίες της, με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία, οι τάσεις της για πολυκερματισμό και διασπάσεις αντί για την αναζήτηση κοινής πλατφόρμας συνεννόησης σε ελάχιστους, έστω, κοινούς παρονομαστές και η έλλειψη ενός συνεκτικού, ανατρεπτικού και ταυτόχρονα όμως ρεαλιστικού προγράμματος, δεν τις επέτρεψε να πρωταγωνιστήσει στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για την Ακροδεξιά. Κι αυτό παρά το ότι ακόμη και η δημιουργία του Νέου Λαϊκού Μετώπου, την τελευταία στιγμή, στη Γαλλία έδειξε τη δυναμική που θα μπορούσε να έχει μια αριστερή αντεπίθεση.
Και τώρα τι; Τώρα είναι αργά για δάκρυα. Το ευρωπαϊκό κατεστημένο, όπως όλα δείχνουν, θα αρκεστεί σε έναν παθητικό ρόλο περιμένοντας τους πολιτικούς συμβιβασμούς της κυβερνώσας Ακροδεξιάς, σε Γαλλία και Ιταλία, να διαψεύσουν τις προσδοκίες των ψηφοφόρων τους. Είναι δε βέβαιο πως για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα αναλάβουν και πάλι το ρόλο τους οι περίφημοι οίκοι αξιολόγησης σπρώχνοντας τις οικονομίες των “αντιδραστικών” χωρών στο χείλος τους γκρεμού. Μόνο που τώρα δεν είναι 2015. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας είναι ήδη βαρύτατα τραυματισμένες για να αντέξουν να κάνουν τέτοιους “τσαμπουκάδες” σε άλλους ή και μεταξύ τους. Η ίδια η Ακροδεξιά έχει επίσης αποδείξει ιστορικά ότι δεν είναι εύκολο να λυγίσει καθώς διαθέτει στο DNA της τη δυνατότητα μετάλλαξης από κοινοβουλευτική σε μιλιταριστική δύναμη με αρχικά παραστρατιωτικά και στη συνέχεια επίσημα “τάγματα εφόδου”. Τα πρώτα θα δοκιμάσουν -το έχουν ξανακάνει σε πολλές χώρες μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα- τα μαχαίρια τους σε μετανάστες, σε ΛΟΑΤΚΙ και σε άλλες κοινωνικές “μειοψηφίες”. Τη συνέχεια μπορούμε να τη φανταστούμε.
Δυστυχώς δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος αισιόδοξος επίλογος που να μπορεί να γραφτεί για όλο αυτό σήμερα 1η Ιουλίου, την επόμενη των γαλλικών εκλογών και την πρώτη ημέρα ανάληψης της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Βίκτορ Όρμπαν αλλά και έξι μήνες πριν αναδειχθεί -όπως όλα δείχνουν – και πάλι πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ.