Η Ipsos δημοσίευσε μια μεγάλη έρευνα (10.286 συμμετέχοντες) για την κοινωνιολογία της ψήφου στις βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας. Η σύγκριση μεταξύ των δύο πρώτων συνασπισμών είναι αποκαλυπτική.
Του Δημήτρη Τσίρκα
Η Εθνική Συσπείρωση (Λεπέν) έλαβε τα καλύτερα ποσοστά της στους χειρώνακτες εργάτες (57%), στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (40%), τους ανέργους (40%), αυτούς που δεν τελείωσαν το λύκειο (49%), αυτούς με απολυτήριο λυκείου (38%), αυτούς με μηνιαίο εισόδημα κάτω 1.250 ευρώ (38%), εκείνους που δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από τη ζωή τους (61%) και στις ηλικίες 35-49 (36%) και 50-59 (40%).
Αντιθέτως, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο πήρε τα καλύτερα ποσοστά του στα στελέχη (34%) και ενδιάμεσα στελέχη (35%) επιχειρήσεων, στους δημοσίους υπαλλήλους (35%), στους ανέργους (37%), στους αποφοίτους πανεπιστημίου (37%), σε αυτούς με εισόδημα κάτω των 1250 ευρώ (35%), σε αυτούς με εισόδημα 1250-2000 ευρώ (33%), σε όσους δηλώνουν πολύ ικανοποιημένοι από τη ζωή τους (32%) και στους νέους 18-24 (48%).
Το Λαϊκό Μέτωπο κινήθηκε χαμηλότερα από το εθνικό ποσοστό του στους χειρώνακτες εργάτες (21%), στους συνταξιούχους (20%), στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (27%), σε αυτούς που δεν έχουν τελειώσει το λύκειο (17%) και σε εκείνους με απολυτήριο λυκείου (26%).
Από αυτή την ανάλυση ποια δύναμη αποδεικνύεται πιο λαϊκή: το Λαϊκό Μέτωπο ή το κόμμα της Λεπέν;
Ρητορικό το ερώτημα, την απάντηση δίνει ανάγλυφα η τύχη της 20ης εκλογικής περιφέρειας του Βόρειου Διαμερίσματος, στη βιομηχανική καρδιά της χώρας.
Τη συγκεκριμένη έδρα κατείχε, αδιάλειπτα από το 1962, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και μέχρι χθες, μάλιστα, ο γενικός γραμματέας του, Fabien Roussel. Χθες την έχασε, από τον πρώτο γύρο, από έναν άγνωστο υποψήφιο της Λεπέν.
Ο Μακρόν φέρει αναμφίβολα τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη νίκη της Λεπέν, αυτό όμως δεν αναιρεί τις ευθύνες της Αριστεράς που όχι μόνο δεν κατάφερε να συγκροτήσει πειστική εναλλακτική στον βοναπαρτίσκο των Ηλυσίων, αλλά έχασε και την παραδοσιακή λαϊκή της βάση από την άκρα δεξιά.
Οι χθεσινές εκλογές στη Γαλλία επιβεβαιώνουν μια τάση που καταγράφεται σε όλη τη Δύση τα τελευταία χρόνια: η Αριστερά χάνει την εργατική τάξη και τη μεγάλη μάζα των λαϊκών τάξεων.
Γίνεται πλέον και εκλογικά μια πολιτική δύναμη των μορφωμένων, κυρίως, μεσοστρωμάτων και της νεολαίας, αφού πρώτα έγινε σε επίπεδο στελεχιακού δυναμικού.
Φυσικά αυτό δεν θα το δείτε στις περισσότερες αναλύσεις της, και οι λίγες που το αναφέρουν το προσπερνούν αμέσως ως μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια, ή ακόμα χειρότερα, το εξορκίζουν ως αποτέλεσμα του προχωρημένου εκφασισμού των λαϊκών μαζών.
Η Αριστερά δεν αναγνωρίζει καν την ύπαρξη των ζητημάτων για τα οποία οι λαϊκές τάξεις δηλώνουν ότι στρέφονται προς την άκρα δεξιά.
Ή απλώς τα προσπερνάει ως προπαγάνδα της άκρας δεξιάς που δηλητηριάζει τα μυαλά των λαϊκών ανθρώπων, ενώ ο δικός της ρόλος είναι να τα αφυπνίσει και να τους επαναφέρει στον σωστό δρόμο της τάξης τους – μιας τάξης στην οποία εκείνη δεν ανήκει πια.
Αντ’ αυτού, κραδαίνει διαρκώς την απειλή του φασισμού και εξαγγέλλει λαϊκά μέτωπα για την κατεπείγουσα αντιμετώπισή του, τα οποία έχουν ένα μοναδικό προνόμιο: δεν είναι ούτε λαϊκά, ούτε μέτωπα, αλλά οπορτουνιστικές συμφωνίες κορυφής που αποσυντίθεται λίγο μετά τις εκλογές.
Η άνοδος της άκρας δεξιάς οφείλεται αναμφίβολα στην κατάρρευση του Κέντρου.
Ο κίνδυνος του φασισμού, ωστόσο, είναι το φετίχ της Αριστεράς, το τελευταίο πράγμα που αντικρίζει για να μη δει τη δική της εμπλοκή σε αυτή την υπόθεση: ότι δεν είναι η λύση αλλά μέρος του προβλήματος, οργανικό τμήμα του καταρρέοντος Κέντρου.
Η σημερινή Αριστερά θυμίζει την αποστροφή του Λούκατς για τον Αντόρνο και την παρέα του:
«Ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής διανόησης, συμπεριλαμβανομένου του Αντόρνο, έχει εγκατασταθεί στο Μεγάλο Ξενοδοχείο «Η Άβυσσος»… ένα όμορφο ξενοδοχείο, εξοπλισμένο με κάθε άνεση, στην άκρη μιας αβύσσου, στην άκρη του τίποτα, του παραλόγου.
Και η καθημερινή ενατένιση της αβύσσου ανάμεσα σε εκλεκτά γεύματα ή καλλιτεχνικές διασκεδάσεις, μπορεί μόνο να αυξήσει την απόλαυση των λεπτών ανέσεων που προσφέρονται.»
(Αναδημοσίευση από το Facebook)