Μια νέα, επίκαιρη έκθεση με τον τίτλο «Δημοκρατία», η οποία ανιχνεύει τη σχέση της τέχνης με την πολιτική ιστορία στη Νότια Ευρώπη, διοργανώνει και θα φιλοξενήσει από τις 11 Ιουλίου 2024 μέχρι και τις 2 Φεβρουαρίου 2025 η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη, διεθνή έκθεση που πραγματεύεται τη σχέση της τέχνης με την δημοκρατία κατά την διάρκεια μιας από τις πιο καθοριστικές περιόδους για την ιστορία της Νότιας Ευρώπης, καθώς τρεις χώρες, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία μετέβησαν από ένα απολυταρχικό καθεστώς στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Η Εθνική Πινακοθήκη στρέφεται στην τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατεί παγκοσμίως με στόχο να αναδειχθεί το πώς αυτή μπορεί να συνδέεται με τις διαμάχες και την αναταραχή που επικρατούσε στη Νότια Ευρώπη το 1960 και το 1970. Με φόντο μία χρονιά γεμάτη εκλογικές αναμετρήσεις σε πολλές χώρες και προκλήσεις για τις δημοκρατικές αξίες, η έκθεση θα εμβαθύνει στις ιστορικές ιδιαιτερότητες της κοινής εμπειρίας, στα συναισθήματα και στο συλλογικό τραύμα όπως αυτά διαμορφώθηκαν μέσα από τις πράξεις διαμαρτυρίας, αντίστασης, προσωπικής και κοινωνικής χειραφέτησης.
Η έκθεση αποτελεί ένα συνολικό εγχείρημα στο οποίο συμμετέχουν 55 καλλιτέχνες και ομάδες καλλιτεχνών. Περιλαμβάνει 140 εικαστικά έργα, από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και αφίσες, βιντεοπροβολές, performances. Στο πλαίσιο της έκθεσης θα πραγματοποιηθεί ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα, καθώς και ένα συνέδριο με θέμα τη δημοκρατία και τις εικαστικές τέχνες.
«Μια ευκαιρία αναστοχασμού πάνω στη δυναμική των ιστορικών βιωμάτων»
Με άξονα την τέχνη της αντίστασης και της διαμαρτυρίας στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, η έκθεση αντιμετωπίζει συγκριτικά για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο την πολιτική λειτουργία της τέχνης στα δικτατορικά καθεστώτα του Ευρωπαϊκού Νότου και διερευνά την ποικιλομορφία των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις, τις καλλιτεχνικές πρακτικές που γεννήθηκαν μέσα από τον αγώνα για ελευθερία, καθώς και την ενεργή κληρονομιά τους.
Συγκεκριμένα, εστιάζει στις δεκαετίες του 1960 και 1970, τη μετάβαση από τα αυταρχικά καθεστώτα στα δημοκρατικά πολιτεύματα και το ρόλο των καλλιτεχνών στη διεκδίκηση των πολιτικών ελευθεριών, με κύριους θεματικούς άξονες «Το Πρόσωπο του Εχθρού», την «Αντίσταση», την «Εξέγερση» και τη «Διέγερση». Η εκθεσιακή δραστηριότητα, η συγκρότηση καλλιτεχνικών ομάδων, ο κριτικός λόγος, ο ρόλος της αφηρημένης τέχνης, η ανάδειξη του κριτικού ρεαλισμού, η τέχνη της διαμαρτυρίας μέσω της αφίσας, της χαρακτικής και της performance, η διεκδίκηση της ορατότητας του σώματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, καθώς και η συνολικότερη εμπλοκή της τέχνης στη δημόσια σφαίρα επισφραγίζουν το αίτημα του εκδημοκρατισμού και αποτελούν σημαντικά πεδία έρευνας και εικαστικής δραστηριότητας.
Το 1974, επτά χρόνια μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, η δημοκρατία αποκαθίσταται στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, η 24η Ιουλίου αποτελεί την ημερομηνία ορόσημο για την κατάρρευση της χούντας, αφού έχει προηγηθεί τον Νοέμβριο του ’73 η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, ενώ η έναρξη των διαδικασιών εκδημοκρατισμού λαμβάνει χώρα στον απόηχο του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Κατά την ίδια, λίγο ως πολύ, περίοδο κορυφώνονται οι ιστορικές εξελίξεις που έθεσαν τέλος στα συντριπτικά μακροβιότερα αυταρχικά καθεστώτα του Franco στην Ισπανία (1936/1939 – 1975) και των Salazar-Caetano (1933 – 1974) στην Πορτογαλία. Οι διαδικασίες εκδημοκρατισμού των τριών χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου εντάσσονται στο τρίτο παγκόσμιο κύμα εκδημοκρατισμού το οποίο ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1970 για να συνεχιστεί και την επόμενη δεκαετία με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ενώ επιπλέον ώθηση στον εκδημοκρατισμό προσέφερε η αποαποικιοποίηση η οποία συντελέστηκε κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Όπως σημειώνει στο επιμελητικό της κείμενο η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και επιμελήτρια της έκθεσης Συραγώ Τσιάρα:
«Η έκθεση πραγματοποιείται σε μια διεθνή συγκυρία που δεν μας επιτρέπει να εφησυχάζουμε, αλλά επιβάλλει τη συνεχή επαγρύπνηση για την υπεράσπιση της δημοκρατίας καθώς πληθαίνουν οι ακραίες φωνές που κεφαλαιοποιούν την κοινωνική δυσαρέσκεια από τις παρατεταμένες και αλλεπάλληλες κρίσεις, παρατηρείται μειωμένη συμμετοχή στις εκλογές, αμφισβητείται το κύρος και η αξιοπιστία των θεσμών, ενώ επικρατεί ο φόβος και η επισφάλεια. Οι επέτειοι είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού πάνω στη δυναμική των ιστορικών βιωμάτων, μια αφορμή να ξανακοιτάξουμε μέσα μας και γύρω μας για να διαπιστώσουμε τι πετύχαμε, πόσο αλλάξαμε και σε ποιο βαθμό η εμπειρία του παρελθόντος συμβάλλει στη διαμόρφωση της συλλογικής μας ταυτότητας στο παρόν ή ενημερώνει το σχεδιασμό μας για το μέλλον.
Από την άποψη του ιστορικού χρόνου που πραγματεύεται, η “Δημοκρατία” έρχεται σε συνέχεια και ολοκληρώνει την έκθεση που προηγήθηκε στην ΕΠΜΑΣ, την «Αστυγραφία». Εάν στην «Αστυγραφία» μας ενδιέφερε η πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα, η ποικιλομορφία και η ιδιαίτερη υφή των αστικών μετασχηματισμών σε επίπεδο πληθυσμιακών μετακινήσεων, αστικοποίησης, ανοικοδόμησης, διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου και καθημερινής κουλτούρας, η “Δημοκρατία” επικεντρώνεται στην εικαστική μορφοποίηση της διεκδίκησης της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων κατά την εκρηκτική συνάντηση των αυταρχικών πρακτικών χειραγώγησης με τις πολιτικές της χειραφέτησης και των ταυτοτήτων. Με οδηγό τις συνέχειες, τις ρωγμές και τις ανακατατάξεις στην πορεία προς τον εκδημοκρατισμό και στις τρεις χώρες διερευνούμε την ιδιαίτερη υφή, το χρώμα, τους ήχους, τη σύνθεση και την απόκριση των καλλιτεχνών στον ριζικό μετασχηματισμό, την απελευθερωτική δύναμη που εκλύθηκε στο συλλογικό σώμα από τη διεκδίκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά και την εικαστική διαχείριση του τραύματος των δικτατοριών».
Για την υλοποίηση της έκθεσης και του Δημόσιου Προγράμματος της «Δημοκρατίας» η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου συνεργάζεται με δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς, συλλέκτες και καλλιτέχνες στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Ν.Μπ.
Λεζάντα φωτογραφίας:
Γιάννης Γαΐτης
Το πουλί, 1971
Κατασκευή από ζωγραφισμένο ξύλο, 131 x 100 εκ.
Συλλογή Ειρήνης Παναγοπούλου