Από τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία και την απασχόληση στην Ελλάδα παρατηρείται μια δυσχέρια στην πτωτική πορεία του ποσοστού της ανεργίας. Για το 2022 η ανεργία ήταν 12,5%, το 2023 μειώθηκε στο 11,1% και στο πρώτο πεντάμηνο του 2024 ήταν 11% (10,6% είναι τον Μάϊο του 2024). Τον Μάϊο του 2024, παρουσιάζονται 4,249 εκατ. απασχολούμενοι και 504,9 χιλ. άνεργοι. Δηλαδή, το εργατικό δυναμικό υπολογίστηκε σε 4,754 εκατ. άτομα (άθροισμα απασχολούμενων και ανέργων).
Ταυτόχρονα, παρουσιάζονται και 3,026 εκατ. άτομα εκτός εργατικού δυναμικού χωρίς να προσδιορίζεται εάν αυτά τα άτομα αποτελούν μη οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Άρα, παρουσιάζονται 7,780 εκατ. άτομα ως πληθυσμός σε ηλικία εργασίας ηλικίας 15 – 74 ετών. Σύμφωνα, με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από την έρευνα εργατικού δυναμικού ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας 15- 64 ετών ήταν 6,627 εκατ. άτομα, οπότε ο πληθυσμός μεταξύ 65-74 ετών είναι 1,150 εκατ. άτομα, εκ των οποίων σύμφωνα με τα στοιχεία του 2024 του συστήματος ΗΛΙΟΣ, οι 862,6 εκατ. άτομα είναι συνταξιούχοι, δηλαδή περίπου 290 χιλ. άτομα ηλικίας 65-74 ετών δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΗΛΙΟΣ οι συνταξιούχοι ηλικίας 65 ετών και άνω είναι 2,063 εκατ. άτομα σε σύνολο 2,489 εκατ. συνταξιούχους ενώ ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 65 και άνω είναι 2,387 εκατ. άτομα. Δηλαδή, περίπου πληθυσμός 325.000 ατόμων άνω των 65 ετών δεν έχει συνταξιοδοτηθεί και παραμένει στην αγορά εργασίας, εκ των οποίων όπως προαναφέρθηκε, οι 290 χιλ. είναι μεταξύ των ηλικιών 65-74 ετών. Άρα περίπου 35.000 άτομα ηλικίας άνω των 74 ετών δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί. Από τον πληθυσμό των 1,150 εκατ. ατόμων ηλικίας 65-74 ετών οι πολιτικές απασχόλησης προσπαθούν να αντλήσουν εργατικό δυναμικό για την κάλυψη περίπου 200.000 κενών θέσεων εργασίας, όπως επίσης και γυναίκες όπου η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό είναι χαμηλότερη από αυτή των ανδρών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα είναι 75,4%, με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης να είναι στο 79,3%. Στις γυναίκες το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό είναι 66,7% όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι 74% και αντίστοιχα στους άνδρες είναι 83,8% με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης να είναι 84,7%. Δηλαδή, παρατηρούμε ότι στην Ελλάδα οι άνδρες συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό σε ποσοστό σχεδόν ίσο με τον μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ αντίθετα στις γυναίκες το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό υστερεί κατά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης. Επίσης, χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό παρατηρείται στους νέους.
Πράγματι, η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό ατόμων ηλικίας μέχρι 25 ετών είναι 46% με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης να είναι στο 62%, με την Βουλγαρία και τη Ρουμανία να είναι οι μόνες χώρες με χαμηλότερο ποσοστό από την Ελλάδα. Αντίθετα, η συμμετοχή ατόμων ηλικίας 65-74 ετών στο εργατικό δυναμικό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη με 9,3% όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι 10,2%. Γενικά, παρατηρείται ότι το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, παρουσιάζει ένα μέγιστο σημείο κοντά στο 85%-87%. Ακόμη, κι εάν η χώρα μας κατάφερνε κατά μέσο όρο να φτάσει στο 81%, που είναι το ποσοστό της Πορτογαλίας, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της Ευρώπης που είναι 79,3%, θα αντλούσε ένα εργατικό δυναμικό περίπου 350.000 ατόμων. Σε αυτή την περίπτωση το εργατικό δυναμικό θα αυξάνονταν περίπου στα 5,1 εκατ. άτομα από 4,754 εκατ. άτομα που είναι σήμερα.
Αν υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί οι 350.000 απασχολούνταν και δεν ήταν κανένας άνεργος, τότε η ανεργία θα ήταν 9,9% περίπου, δηλαδή οριακά κάτω από το 10%. Η παρατηρούμενη αυτή δυσχέρεια της μείωσης της ανεργίας στην Ελλάδα οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο πρώτος που είναι ο δημογραφικός συγκεκριμενοποιείται με τη συνεχή συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού λόγω της συρρίκνωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας ως αποτέλεσμα της γενικής συρρίκνωσης του πληθυσμού από 11,1 εκατ. κατοίκους το 2009 σε 10,413 εκατ. άτομα το 2023. Στο Διάγραμμα 1, αποτυπώνεται η τάση της μείωσης του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, όπως και της μείωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (οικονομικά ενεργός πληθυσμός).
Επίσης, στο Διάγραμμα 2 αποτυπώνεται η ιστορική εξέλιξη του ποσοστού απασχόλησης στην Ελλάδα από το 1981 μέχρι το 2023. Το συγκεκριμένο έτος (2023) ουσιαστικά η χώρα μας παρουσίασε το υψηλότερο ιστορικά ποσοστό απασχόλησης 63,5%, υψηλότερο και από το 2008 που ήταν 62,6%, με το παράδοξο ότι η ανεργία το 2008 ήταν 7,8% ενώ το 2023 η ανεργία ήταν 11,1%.
Με άλλα λόγια η παρατηρούμενη αύξηση στο ποσοστό απασχόλησης οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού κατά περίπου 285.000 άτομα στην περίοδο 2009 – 2023. Από το χαμηλότερο σημείο του 49,5% το 2013 μέχρι το 63,5%, δηλαδή το 35% από τις 14 ποσοστιαίες μονάδες αύξησης οφείλεται στην μείωση του εργατικού δυναμικού (δημογραφικός παράγοντας) και το 65% της αύξησης του ποσοστού απασχόλησης οφείλεται στην δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης (οικονομικός παράγοντας). Η δυσχέρεια να ενταχθεί μεγαλύτερος αριθμός ατόμων στο εργατικό δυναμικό οφείλεται, κατά την έρευνά μας, στην ποιότητα της εργασίας, και για αυτό οι νέοι και οι γυναίκες παρουσιάζουν μικρότερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό.
Η ποιότητα της εργασία σύμφωνα με την Eurostat καθορίζεται από παραμέτρους όπως η ασφάλεια της εργασίας, το εισόδημα και οι παροχές που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι από τους εργοδότες, ο χρόνος εργασίας και η ισορροπία μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου, ο κοινωνική διαπραγμάτευση μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, η εκπαίδευση και η ανάπτυξη δεξιοτήτων των εργαζομένων, η παροχή κινήτρων, το ποσοστό ατόμων που εργάζονται με τον κατώτατο μισθό κ.α. Στο Διάγραμμα 3 αποτυπώνεται το ποσοστό αναφορών που έχουν γίνει για έκθεση σε κίνδυνο στην εργασία και είχε επίδραση στην φυσική και ψυχική υγεία του εργαζομένου.
Από το Διάγραμμα 3 προκύπτει ότι η Ελλάδα από εκεί που ήταν στον μέσο όρο της Ευρώπης το 2013 (58%), το 2020 είχε αυξηθεί στο 74,1%, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης ήταν στο 64,8%. Επίσης, η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι μόλις στο 30% όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρεται ότι ένα ικανοποιητικό ποσοστό που θα καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα πρέπει να είναι 80%.
Επίσης, η Ελλάδα έχει το 8ο μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό (19,8%), όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι 15,3%. Στην παροχή κινήτρων προς τους εργαζόμενους, η Ελλάδα το 2005 ήταν στο 78,3%, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης ήταν στο 78,7% και το 2018 στην Ελλάδα μειώθηκε στο 70,9%, με χαμηλότερο μόνο την Βουλγαρία με 62,7% και την Πορτογαλία με 68%, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρώπης αυξήθηκε στο 80%. Στους άνδρες το 2005 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 79,2% και ξεπερνούσε τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης που ήταν 78,7% και το 2018 μειώθηκε στο 74,3% όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης αυξήθηκε στο 79,7%.
Ενώ στις γυναίκες από 76,8% το 2005 μειώθηκε στο 66,4% το 2018, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρώπης ήταν στο 80,4%. Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι ακόμα κι εάν αυξηθεί το εργατικό δυναμικό και το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό η ανεργία δύσκολα θα μειωθεί σε ποσοστά που να πλησιάζουν το 9%, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι 6,1%, γεγονός που οφείλεται τόσο σε δημογραφικούς παράγοντες, όσο και στην χαμηλή ποιότητα της εργασίας στην χώρα μας.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
(Αναδημοσίευση από το ot.gr)