Πέρασαν 50 χρόνια από την προδοσία της χούντας του Ιωαννίδη, από το πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου και της νόμιμης κυβέρνησης του και την τουρκική εισβολή και κατοχή που ακολούθησε στην Κύπρο.
Στις 15 Ιουλίου του 1974, στις 8.20 π.μ. μονάδες της ελληνικής Εθνικής Φρουράς, προχώρησαν σε πραξικόπημα στην Κύπρο. Αν και δεν πέτυχαν να δολοφονήσουν τον Μακάριο, είχε ανοίξει ο δρόμος για την τελευταία πράξη της προδοσίας: Την τουρκική εισβολή, με πρόσχημα την διατήρηση των συμφωνιών του 1959 και την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας.
Η πρώτη κίνηση αμυντικής απογύμνωσης της Κύπρου υπήρξε η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που είχε σταλεί μυστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μετά την τουρκική ανταρσία του 1963-64. Η χαριστική βολή ήταν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, το οποίο έγινε η αφορμή για την τουρκική εισβολή και τα 50 χρόνια κατοχής του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτά τα 50 χρόνια που η κατοχή έγινε τουρκοποίηση και η προοπτική λύσης φαντάζει ως προσδοκία που μένει προσδοκία.
Η τουρκική εισβολή ήταν η τελευταία πράξη, ενεργειών και σχεδίων που ξεκινούν από την δεκαετία του 1960, σχεδόν αμέσως μετά τις συμφωνίες του 1959-1960, για την δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το πραξικόπημα στην Ελλάδα (21.4.1967) άνοιξε τον δρόμο για την ομοσπονδοποίηση -διχοτόμηση της Κύπρου. Βιαιότητες σε βάρος των τουρκοκυπρίων (1964, 1967), ενέργειες της ΕΟΚΑ Β υπό τον Γεώργιο Γρίβα, με στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έδιναν αφορμές για απειλές και πιέσεις.
Η χούντα αποσύρει την Μεραρχία της Εθνικής Φρουράς από την Κύπρο, ήδη από τον Νοέμβριο του 1967.
Η Τουρκία απειλεί με πόλεμο σε βάρος της Ελλάδας, αν δεν προχωρήσει η λύση της Ομοσπονδίας στην Κύπρο.
Και οι σύμμαχοι αρχίζουν να οργανώνουν σχέδια για ανατροπή των συμφωνιών του 1959, με στόχο την παρουσία των τούρκων στην Κύπρο. Ο Κίσινγκερ, πρώτα ως Σύμβουλος Ασφαλείας και μετά ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, προσθέτει και ένα ακόμα στόχο. Την εξαφάνιση του Μακαρίου από την πολιτική της Κύπρου, με το επιχείρημα της φιλο- σοβιετικής στάσης του Αρχιεπισκόπου.
Ο Αβέρωφ στη Ρώμη
Τον Νοέμβριο το 1973, τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, (19-23.11.73) στο Palazzo Cardelli της Ρώμης, διεξάγεται μια συζήτηση για το μέλλον της Κύπρου. Στην Ελλάδα οι μέρες είναι τραγικές και συγκλονιστικές, κανείς δεν ασχολείται με τα όσα συμβαίνουν στη Ρώμη. Πέρα των άλλων και γιατί κανείς δεν γνωρίζει. Εκτός από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος είναι εκ των πρωταγωνιστών του λεγόμενου “Σεμιναρίου της Ρώμης”, όπου και συζητήθηκε το μέλλον της Κύπρου.
Η πρωτοβουλία ήταν αμερικανική, μέσω του Οργανισμού Αμερικανικών Πανεπιστημίων και στη συγκεκριμένη συνάντηση μετείχαν:
Ο τότε πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής Γλαύκος Κληρίδης και ο Ραούφ Ντενκτάς, ως εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο.
Αμερικανοί διπλωμάτες, όλοι εμπλεκόμενοι με τα ελληνοτουρκικά
– Σάϊρους Βανς, πρώην Υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και μετέπειτα Υπουργός των Εξωτερικών
– Λούσιους Μπατλ, πρώην βοηθός Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ,
– Φίλιπς Τάλπμποτ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα,
Ο Μάϊκλ Στιούαρτ, πρώην πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα.
Περιέργως μετέχουν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, πρώην Υπουργός της Ελλάδας, στις κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή, ο λεγόμενος και γεφυροποιός (λόγω των προτάσεων του για συνύπαρξη των πολιτικών δυνάμεων με τη χούντα).
Όπως και ο Δημήτρης Μπίτσιος, πρώην διπλωμάτης της Ελλάδας, συνεργάτης επίσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ούτε ο Αβέρωφ ούτε και ο Μπίτσιος εκπροσωπούν την Ελλάδα εκείνη την ώρα. Γιατί ήταν παρόντες;
Στο Σεμινάριο ήταν παρόντες και πολλοί επίσης καθηγητές και εμπειρογνώμονες επί διεθνών θεμάτων, όπως και δύο μέλη της τουρκικής πρεσβείας στη Ρώμη στη θέση του Αϊντίν Γιαλτσίν, καθηγητού και πρώην Βουλευτού , ο οποίος τελικά δεν ήρθε λόγων γεγονότων στην Τουρκία,
Οργανωτής όλης της δράσης ένα σκοτεινό πρόσωπο των αμερικανικών υπηρεσιών, ο Νέντ Μπέιν.
Συντονιστής ένας πρώην Γιουγκοσλάβος διπλωμάτης, που είχε βρεθεί στο δυτικό στρατόπεδο, ο Βλάντιμιρ Βέλεμπιτ, γνωστός για την ενασχόληση του με το πρόβλημα της Τεργέστης.
(Πόλη και περιοχή διεκδικούμενη από Ιταλία και Γιουγκοσλαβία. Η αρχική λύση το 1947, ήταν η αυτονομία της Τεργέστης, υπό τον ΟΗΕ. Το 1954 όμως επήλθε η διχοτόμηση της περιοχής μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας, που σήμερα χωρίστηκε μεταξύ Σλοβενίας και Κροατίας).
Η παρουσία του Αβέρωφ ήταν μια ακόμα ισχυρή ένδειξη της προετοιμασίας της διχοτόμησης, από αμερικανικής πλευράς.
Ο Αβέρωφ (όπως αποκαλύφθηκε από ντοκουμέντα που παρουσίασε το 1989 ο δημοσιογράφος Μ. Ιγνατίου, στο βιβλίο του “Το Σεμινάριο της Ρώμης”) στην συζήτηση αποκήρυξε το όποιο σχέδιο για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Πρότεινε το σχέδιο της ομοσπονδοποίησης να συνταχθεί από ομάδα 3 Σοφών διεθνούς κύρους.
Η παρουσία του και μόνο τον Νοέμβριο του 1973, μαζί με τον Μπίτσιο, ως μοναδικών Ελλήνων , αποδεικνύει ο Κίσινγκερ και οι σύμμαχοι, ήξεραν ακόμα και πότε θα πέσει η χούντα.
Το Σεμινάριο της Ρώμης δεν ήταν η μοναδική συζήτηση για το Κυπριακό. Είχαν προηγηθεί και άλλες. Ήταν όμως μια τελική προειδοποίηση για το τι θα ακολουθήσει αν κύπριοι και η Ελλάδα δεν αποδεχθούν την παρουσία των τούρκων στην Κύπρο.
Ο σχεδιασμός τελικώς προχώρησε μέσω της εισβολής, μετά από το πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου.
Εβδομάδες πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, όλοι μιλούσαν για σχεδιαζόμενη ανατροπή του Μακαρίου, καθώς οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στη Κύπρο ήταν επιεικώς ανώμαλες. Ο Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος Μακάριος, θέλοντας να αντιμετωπίσει την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β’ που δημιούργησε ο στρατηγός Γρίβας, φτάνοντας μυστικά στο νησί, ενθάρρυνε την δημιουργία παρακρατικών ένοπλων ομάδων.
Ο Γρίβας πέθανε στη Λεμεσό, αλλά η ΕΟΚΑ Β’ δεν διαλύθηκε. Την έλεγχο της ανέλαβε η χούντα του Ιωαννίδη μαζί με Έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου και Κύπριους που έτρεφαν θανάσιμο μίσος για τον «παπά».
Ο Μακάριος έχοντας βιώσει μερικές απόπειρες δολοφονίας και ανατροπής του μέσω της αποσταθεροποίσης από την ΕΟΚΑ Β’, ήταν πεπεισμένος πως ο Ιωαννίδης δεν θα τολμούσε να κάνει πραξικόπημα, γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε. Ακόμα και εκείνη την ώρα, ο Μακάριος πίστωνε του χουντικούς με την ελάχιστη λογική και πατριωτισμό, θεωρώντας πως η αντιπαράθεση αφορούσε αποκλειστικά τον ίδιο.
Στις 5 Ιουλίου 1974 και ενώ είχε επιδοθεί η γνωστή επιστολή του, προς τον «Πρόεδρο» στρατηγό Γκιζίκη στην Αθήνα, έδωσε συνέντευξη τύπου και ρωτήθηκε αν φοβάται την εκδήλωση πραξικοπήματος. Ο Μακάριος έδειξε να διακατέχεται από άγνοια κινδύνου και απάντησε: «Ουδεμίαν σημασίαν δίδω εις τα περί πραξικοπήματος δημοσιεύματα. Δεν υπάρχει κατά την γνώμην μου πιθανότης πραξικοπήματος. Αλλά και εις περίπτωσιν πραξικοπήματος, δεν υπάρχει προοπτική επιτυχίας».
Αποδείχθηκε πως έπεσε έξω σε όλα, αντιμετωπίζοντας αφελώς τους πραγματικούς κινδύνους.
Η κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις Μακαρίου – Χούντας, είχε να κάνει και με την στροφή του Μακαρίου προς την Σοβιετική Ένωση, η οποία δημιούργησε ανησυχία στο ΝΑΤΟ στις ΗΠΑ και στις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα- Τουρκία – Βρετανία) που ήταν ΝΑΤΟϊκές.
Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, ο Μακάριος επιλέγει να επισκεφθεί τη Μόσχα τον Ιούνιο του 1971, ενώ ένα χρόνο αργότερα προχώρησε σε μυστική εισαγωγή οπλισμού από την Τσεχοσλοβακία, που ήταν μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Και ενώ η ρήξη του Μακαρίου με το χουντικό καθεστώς της Αθήνας ήταν πλήρης, αυτή έφτασε στα άκρα με τις παρεμβάσεις Ιωαννίδη στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Ο Μακάριος αποφασίζει να μειώσει τη στρατιωτική θητεία στους 14 μήνες, ενώ «κόβει» από τον κατάλογο των Υποψηφίων Δοκίμων Αξιωματικών, όσους ήταν φίλα προσκείμενοι στην ΕΟΚΑ Β’ και τη χούντα. Παράλληλα απαίτησε την αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, από τη Κύπρο.
Είμαι Πρόεδρος και όχι Νομάρχης
Ο Μακάριος, μέσω του πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα Νίκου Κρανιδιώτη (πατέρα του Γιάννου Κρανιδιώτη), στις 2 Ιουλίου 1974, στέλνει την γνωστή επιστολή του στον στρατηγό Γκιζίκη, ο οποίος είχε διοριστεί «Πρόεδρος» από τον αόρατο δικτάτορα Δημήτρη Ιωαννίδη. Η επιστολή θεωρήθηκε – και ήταν – εχθρική και επιβεβαίωσε την «ορθή» (κατά τη χούντα) απόφαση για ανατροπή του, με πραξικόπημα.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής:
«Κύριε Πρόεδρε, Μετά βαθείας θλίψεως είμαι υποχρεωμένος να εκθέσω προς υμάς ωρισμένας απαραδέκτους εν Κύπρω καταστάσεις και γεγονότα, δια τα οποία θεωρώ υπεύθυνον την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
Από της λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του Στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971, εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατά προτροπήν και ενθάρρυνσιν ωρισμένων εν Αθήναις κύκλων.
Βέβαιον πάντως είναι, ότι ο Γρίβας, από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του, είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοηθείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίση παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθή, δήθεν, δια την Ένωσιν.
Και κατήρτησε την εγκληματικήν οργάνωσιν ‘ΕΟΚΑ Β’, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξε πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα.
Η στελεχουμένη και ελεγχομένη υπό Ελλήνων αξιωματικών Εθνική Φρουρά υπήρξεν εξ αρχής ο εις έμψυχον και άψυχον υλικόν κυριώτερος τροφοδότης της ‘ΕΟΚΑ Β’, της οποίας τα μέλη και οι υποστηρικταί έλαβον τον εύφημoν τίτλον και αυτοαπεκλήθησαν ‘ενωτικοί’ και ‘ενωτική παράταξις’.
Πολλάκις διηρωτήθην, διατί μία παράνομος και επιζήμιος εθνικώς οργάνωσις, η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχονοίας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον Κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμφύλιον σπαραγμόν, υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωματικών;
Και πλειστάκις επίσης διηρωτήθην, κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξις τυγχάνει της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως;
Έκαμα διαφόρους σκέψεις και υποθετικούς συλλογισμούς, δια να εύρω λογικήν απάντησιν εις τας απορίας και τα ερωτήματά μου.
Ουδεμία απάντησις, υπό οιασδήποτε προϋποθέσεις και συλλογισμούς, ήτο δυνατόν να στηριχθή επί λογικής βάσεως.
Αλλ’ αδιάψευστον πραγματικότητα αποτελεί η υποστήριξις της ‘ΕΟΚΑ Β’ υπό Ελλήνων αξιωματικών.
Τα εις διαφόρους περιοχάς της νήσου στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και οι πλησίον αυτών χώροι κατακοσμούνται με συνθήματα υπέρ του Γρίβα και της ‘ΕΟΚΑ Β’, ως και με συνθήματα κατά της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ιδιαιτέρως κατ’εμού.
Εντός των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, απροκάλυπτος πολλάκις είναι η υπό των Ελλήνων αξιωματικών προπαγάνδα υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Γνωστόν και αδιάψευστον είναι επίσης το γεγονός, ότι ο αντιπολιτευόμενος και υποστηρίζων την εγκληματικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’ κυπριακός τύπος, έχων πηγήν χρηματοδοτήσεως τας Αθήνας, λαμβάνει καθοδήγησιν και γραμμήν από τους υπευθύνους του 2ου Επιτελικού Γραφείου και του εν Κύπρω Κλιμακίου της Ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.).
Είναι αληθές ότι, οσάκις διεβιβάζοντο υπ’εμού παράπονα προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, δια την στάσιν και συμπεριφοράν ωρισμένων αξιωματικών, είχον την απάντησιν ότι δεν έπρεπε να διστάζω όπως καταγγέλλω αυτούς ονομαστικώς και αναφέρω τας συγκεκριμένας κατ’αυτών κατηγορίας, δια να ανακαλώνται εκ Κύπρου.
Εις μίαν μόνον περίπτωσιν έπραξα τούτο.
Μού είναι δυσάρεοτον το τοιούτον έργον.
Αλλά και το κακόν δεν θεραπεύεται δια της κατ’αυτόν τον τρόπον αντιμετωπίσεώς του.
Σημασίαν έχει η εκρίζωσις και πρόληψις του κακού, και ουχί απλώς η αντιμετώπισις των εκ τούτου επιπτώσεων.
Λυπούμαι να είπω, κύριε Πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών.
Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερόν ο Κυπριακός Ελληνισμός.
Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις.
Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν, μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ’αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα.
Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος.
Ενδεικτικώς επισυνάπτω έν τοιούτον έγγραφον.
Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα, ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι’εμέ εθνικόν καθήκον.
Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας.
Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος, ήτο δι’εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ’αυτής.
Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα, και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν.
Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας.
Αντιλαμβάνεσθε όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν, κατόπιν της διαπιστώσεως, ότι άνθρωποι της Κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ’εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι’ αλληλοσπαραγμού καταστροφήν.
Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινας περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου.
Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος, ετήρησα σιγήν.
Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν προκαλέσαντες εν τη Εκκλησία, είχε πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας.
Ουδέν όμως, εν προκειμένω, είπον. Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι, προς τί πάντα ταύτα.
Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων.
Αλλ’ η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την ‘ΕΟΚΑ Β’ εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικάς δολοφονίας και, γενικώς, αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους.
Εις την προσπάθειαν διαλύσεως της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου, μεγάλη είναι η ευθύνη της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Το Κυπριακόν κράτος πρέπει να διαλυθή μόνον εις περίπτωσιν Ενώσεως.
Μη καθισταμένης, όμως, εφικτής της Ενώσεως, επιβάλλεται η ισχυροποίησις της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου.
Η Ελληνική Κυβέρνησις, δια της όλης στάσεώς της έναντι του θέματος της Εθνικής Φρουράς, ασκεί καταλυτικήν πολιτικήν επί του Κυπριακού κράτους.
Προ μηνών, το εξ Ελλήνων αξιωματικών αποτελούμενον Γενικόν Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς υπέβαλεν εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν, προς έγκρισιν, κατάλογον υποψηφίων δοκίμων εφέδρων αξιωματικών, οίτινες θα εφοίτων εις ειδικήν οχολήν, δια να υπηρετήσουν ακολούθως, κατά την διάρκειαν της στρατιωτικής θητείας των, ως αξιωματικοί.
Εκ του υποβληθέντος καταλόγου, δεν ενεκρίθησαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου πεντήκοντα επτά εκ των υποψηφίων.
Ειδοποιήθη περί τούτου γραπτώς το Γενικόν Επιτελείον.
Παρά ταύτα, κατόπιν οδηγιών εξ Αθηνών, το Επιτελείον ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντος, βάσει νόμου, το απόλυτον δικαίωμα διορισμού αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς.
Ενεργούν ασυδότως και αυθαιρέτως, το Γενικόν Επιτελείον κατεπάτησε νόμους, περιφρόνησε την απόφασιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ενέγραψεν εις την Σχολήν Αξιωματικών τους μη εγκριθέντας υποψηφίους.
Απολύτως απαράδεκτη, θεωρώ την τοιαύτην στάσιν του εκ της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξαρτωμένου Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς.
Η Εθνική Φρουρά είναι όργανον του Κυπριακού κράτους και υπ’αυτού πρέπει να ελέγχεται, και ουχί εξ Αθηνών.
Η θεωρία περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος-Κύπρου έχει την συναισθηματικήν πλευράν της.
Αλλ’ εν τη πραγματικότητι, διάφορος είναι η κατάστασις.
Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρον συνωμοσιών κατά του κράτους και πηγή τροφοδοσίας της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Αρκεί να λεχθεί ότι, κατά την προσφάτως ενταθείσαν τρομοκρατικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’, αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς μετέφερον οπλισμόν και μετεκίνουν εν ασφαλεία μέλη της οργανώσεως, των οποίων επέκειτο η σύλληψις.
Και δια την εκτροπήν αυτήν της Εθνικής Φρουράς απόλυτον την ευθύνην έχουν Έλληνες αξιωματικοί, μερικοί των οποίων είναι από ποδών μέχρι κεφαλής αναμεμιγμένοι και συμμέτοχοι εις την δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Και εις τούτο ευθύνης άμοιρον δεν είναι το Εθνικόν Κέντρον.
Ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις, δι’απλού νεύματός της, να θέση τέρμα εις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν.
Ηδύνατο το Εθνικόν Κέντρον να διατάξη τον τερματισμόν της βίας και της τρομοκρατίας υπό της ‘ΕΟΚΑ Β’, διότι εξ Αθηνών αντλεί η οργάνωσις τα μέσα συντηρήσεως και την δύναμίν της, ως εγγράφως μαρτυρούν τεκμήρια και αποδείξεις.
Δεν έπραξεν, όμως, τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις.
Ως ένδειξιν μιας ανεπιτρέπτου καταστάσεως, σημειώ ενταύθα παρενθετικώς, ότι και εις Αθήνας ανεγράφησαν προσφάτως συνθήματα κατ’εμού και υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’, εις τους τοίχους ναών και άλλων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου και του κτιρίου της Κυπριακής Πρεσβείας.
Και η Ελληνική Κυβέρνησις, καίτοι γνωρίζει τους δράστας, ουδενός επεδίωξε την σύλληψιν και την τιμωρίαν, ανεχομένη κατ’αυτόν τον τρόπον προπαγάνδαν υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Πολλα έχω να είπω, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να μακρηγορήσω περισσότερον.
Και δια να καταλήξω, διαβιβάζω ότι η υπό Ελλήνων αξιωματικών στελεχουμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθή επί νέας βάσεως.
Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν, δια να ελαττωθή η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού.
Πιθανώς να παρατηρηθή, ότι η ελάττωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς, λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας, δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου.
Δια λόγους, τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέσω, δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν.
Και θα παρεκάλουν, όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος.
Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ’ αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.
Θα ήμην, εν τούτοις, ευτυχής, εάν ηθέλετε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκατόν αξιωματικούς, ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβούλους, δια να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρθρωσιν των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου.
Ελπίζω, εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την ‘ΕΟΚΑ Β’ όπως τερματίση την δραστηριότητά της, καίτοι, εφ’όσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείεται νέον κύμα βίας και δολοφονιών.
Θλίβομαι, κύριε Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα, δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς, με γλώσσαν ωμής ειλικρινείας, την από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν.
Τούτο, όμως, επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον, το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου. Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Δέον, όμως, να ληφθή υπ’ όψιν, ότι δεν είμαι διωρισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του Ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου.
Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον.
Μετ’ εγκαρδίων ευχών,
Ο Κύπρου Μακάριος»
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι
Η επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη, δεν ήταν η αφορμή για λήψη απόφασης, ώστε να γίνει το πραξικόπημα. Η απόφαση είχε ληφθεί από τον Ιωαννίδη και ήταν εις γνώση του «Προέδρου» Γκιζίκη αλλά και του «Πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου, όπως και του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Εθνική Άμυνας στρατηγού Μπονάνου.
Ήταν η σταγόνα που για τη χούντα ξεχείλισε το ποτήρι.
Την επιχείρηση ανέλαβαν, σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι Δυνάμεις Καταδρομών με επικεφαλής τον Ταξίαρχο Κομπόκη και τον Συνταγματάρχη Γεωργίτση.
Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι σήμερα, αυτοί που ήξεραν το σχέδιο πραξικοπήματος, ήταν λίγοι. Για αυτό τον λόγο, πριν την 15η Ιουλίου, είχαν κληθεί στην Αθήνα για επαφές στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος Ντενίσης, ο Διοικητής της ΕΛΔΥΚ Συνταγματάρχης Νικολαΐδης και ο Διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου της Εθνικής Φρουράς (Πληροφορίες) Αντισυνταγματάρχης Μπούρλος. Όλοι κρατήθηκαν με οδηγίες Μπονάνου στην Αθήνα, ώστε να μην βρίσκονται στη Κύπρο στις 15 Ιουλίου.
Ο Αλέξανδρος εισήλθεν εις κλινικήν
«Ο Μακάριος είναι νεκρός», «γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις». Μέσα σε αυτές τις δύο προτάσεις θα μπορούσε κάποιος να συμπυκνώσει, όλα όσα συνέβησαν την 15η Ιουλίου 1974. Δύο προτάσεις, που ταξίδεψαν στον αέρα από τα ερτζιανά κύματα, του χουντοκρατούμενου ΡΙΚ και του ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου. Ήταν η τεχνολογία της εποχής που είχε τη δική της θέση στην ιστορία. Μέχρι σήμερα τα γεγονότα του πραξικοπήματος σκιάζουν την πολιτική ζωή της Κύπρου, και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μεγάλης τραγικής εικόνας, η οποία συντίθεται από τη τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, για μισό αιώνα.
Το τι έγινε στις 8:15 της 15ης Ιουλίου 1974 είναι γνωστό, άλλωστε μας το θυμίζουν κάθε χρόνο οι σειρήνες που σκίζουν τον ουρανό των ελεύθερων περιοχών με τον ανατριχιαστικό ήχο τους.
Το κωδικοποιημένο σήμα που εστάλη στις δυνάμεις που έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα ανέφερε: «Αλέξανδρος εισήλθε εις κλινικήν». Τα άρματα μπήκαν στο Προεδρικό Μέγαρο, την ώρα που ο Μακάριος δεχόταν Ελληνόπουλα από την Αίγυπτο.
«Σήμερον την πρωίαν επενέβη η Εθνική Φρουρά διά να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον μεταξύ των Ελλήνων. Η Εθνική Φρουρά είναι την στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός». Με αυτή τη λιτή, επαναλαμβανόμενη ανακοίνωση, από τα στούντιο του ραδιοφώνου του ΡΙΚ, οι πραξικοπηματίες ενημέρωναν για το έγκλημα το οποίο πέντε μέρες μετά θα ολοκληρωνόταν με τη τουρκική εισβολή.
Ο «νεκρός» Μακάριος άκουγε την αναγγελία του θανάτου του κατευθυνόμενος προς την Πάφο, αφού είχε καταφέρει να ξεφύγει από τα φονικά πυρά των πραξικοπηματιών στο Προεδρικό Μέγαρο, από παράθυρο του γραφείου του. Οι πραξικοπηματίες διαδίδοντας πως ο Μακάριος είναι νεκρός έβαζαν με κομπασμό την υπογραφή τους στο έγκλημα. Άλλωστε ο Ιωαννίδης είχε δώσει σαφείς οδηγίες στον «Πρόεδρο» Ν. Σαμψών. Του είχε πει «Νικολάκη» θέλω το κεφάλι του Μούσκου (επώνυμο του Μακαρίου).
«Πρόεδρος» το «γελοίο υποκείμενο»
Και ενώ το πραξικόπημα φαινόταν να εδραιώνεται, μια ασθενής φωνή μπερδεμένη στην ομίχλη του βουητού των ραδιοφωνικών κυμάτων, άλλαζε την ζοφερή εικόνα και άνοιγε ένα παράθυρο για να φωτιστεί το σκοτάδι που σκέπασε το νησί πρωί – πρωί, ημέρα Δευτέρα. Ο Μακάριος, έχοντας συντάξει πρόχειρα σε ένα κομμάτι χαρτί ένα κείμενο, κράτησε όρθια την αντίσταση από τη Πάφο. Το χειρόγραφο που σώζεται αποτελεί πλέον ντοκουμέντο, μια ιστορίας της οποίας δεν ξέρουμε το τέλος. Το διάγγελμα του Μακαρίου από τον ελεύθερο ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου, είναι γνωστό στους πάντες. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια πρόταση που γράφτηκε από το χέρι του Προέδρου και Αρχιεπισκόπου και διαγράφηκε γιατί όπως υποστηρίζουν άνθρωποι που έζησαν δύσκολες ώρες μαζί του, δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι προσωποποιεί την ευθύνη και την αποδίδει στη μαριονέτα της χούντας, τον Νίκο Σαμψών.
Λίγο πριν το τέλος του διαγγέλματος, στο χειρόγραφο του Μακαρίου είναι καταγεγραμμένη η πρόταση: «Λυπούμαι που ευρέθη και ένα γελοίον υποκείμενον, ονόματι Σαμψών και η χούντα τον έχρισε πρόεδρον». Αυτή η πρόταση σημειώθηκε με αγκύλη πάνω στο γραπτό κείμενο και διαγράφηκε με ένα «Χ», από το χέρι του ίδιου του Μακαρίου. Μπορεί να μην εκφωνήθηκε από ραδιοφώνου, αλλά αποτελεί ιστορικό στοιχείο για την άποψη του Αρχιεπισκόπου ως προς την επιλογή της χούντας να φυτέψει στον «προεδρικό θώκο» έναν πρόθυμο συνεργάτη της, μειωμένης έως ανύπαρκτης σοβαρότητας. Είναι ενδεικτικό το περιστατικό που εξιστόρησε στον γράφοντα ο βετεράνος δημοσιογράφος Παναγιώτης Παπαδημήτρης, σε σχέση με την σοβαρότητα και την αντίληψη του μεγέθους του εγκλήματος που είχε διαπράξει ο Ν. Σαμψών. «Παραπονιόταν», ανέφερε ο Π. Παπαδημήτρης, «γιατί τον αποκαλούσαν οκταήμερο, αφού όπως υποστήριζε με πάθος έμεινε εννιά μέρες στην ‘εξουσία’ και συνεπώς ήταν εννιαήμερος!».
Και εκκλησιαστικό πραξικόπημα
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Προηγήθηκε μια σειρά γεγονότων, μεταξύ των οποίων και ένα εκκλησιαστικό πραξικόπημα που οργανώθηκε από τη χούντα με τη συμβολή και του Γρίβα. Η απαίτηση που διατύπωσαν τρεις Κύπριοι Μητροπολίτες το 1972 για παραίτηση του Μακαρίου από το Προεδρικό αξίωμα, οδήγησε στην εκθρόνιση του τότε μητροπολίτη Πάφου Γενναδίου, από κλήρο και λαό. Ωστόσο ο Γεννάδιος παρέμενε Μητροπολίτης, έχοντας βρει καταφύγιο στη Λεμεσό. Στις 3 Απριλίου 1972, στέλνει επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο με την οποία τον απειλεί ανοιχτά λέγοντας ότι δέχεται πιεστικές συστάσεις για άμεση επάνοδό του στη Μητρόπολη Πάφου «υπό την ευθύνην και την φρούρησιν άλλων, εξ ίσου ή και περισσότερον ισχυρών και αποφασισμένων απ’ ό,τι οι πολιτικοί οπαδοί της Υμετέρας Μακαριότητος. (…) Διερωτώμαι όμως μέχρι πότε θα δύναμαι να συγκρατώ την μήνιν εθνικών αγωνιστών, οι οποίοι είναι έτοιμοι και την Μητρόπολιν Πάφου ν’ απαλλάξουν από τους εισβολείς και την επαρχίαν ολόκληρον να θέσουν εν τάξει…».
Στην επιστολή Γεννάδιου, ο Μακάριος έχει κάνει δύο χειρόγραφες σημειώσεις. Στην πρώτη γράφει: «Επιστρέφεται. Απαράδεκτον το περιεχόμενον». Στην άλλη σημείωση σχολιάζει: «Πολλή υποκρισία και πονηριά χαρακτηρίζουν το περιεχόμενον της επιστολής».
Από το ύφος της επιστολής Γενναδίου και τα σχόλια του Μακαρίου, γίνεται αντιληπτό πως από τις αρχές του 1972, τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνα, καθώς ένας μητροπολίτης απειλούσε ανοιχτά με παρέμβαση «εθνικών αγωνιστών» (ΕΟΚΑ Β’) ώστε να αφαιρεθεί ο έλεγχος της Μητρόπολης Πάφου αλλά και ολόκληρης της επαρχίας από τον Αρχιεπίσκοπο και Πρόεδρο.
Η σύγκρουση του Αρχιεπισκόπου με τους Μητροπολίτες Πάφου, Λεμεσού και Κιτίου υπήρξε η πρώτη σπίθα της σύγκρουσης με τους συνωμότες. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε με την παράνομη καθαίρεση του Μακαρίου και εν τέλει την καθαίρεση των τριών Μητροπολιτών από Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο που συγκάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος μετά την επανεκλογή του στην προεδρία του κράτους.
Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου την 15 Ιουλίου 1974 όλοι θεωρούσαν πιθανή τηv επέμβαση των Τούρκων στην Κύπρο.
Η πιθανότητα κάθε μέρα, κάθε ώρα, μεγάλωνε και ενώ η επέμβαση γινόταν πραγματικότητα οι εντολές από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (Α.Ε.Δ.) μέχρι τα μεσάνυχτα της 19ης Ιουλίου ήταν στερεότυπες: «Μην προβαίνετε σε επιστράτευση, μην κάνετε κινήσεις πού μπορούν να αποτελέσουν αφορμή επέμβασης από μέρους των Τούρκων, αυτοσυγκράτηση».
Πληροφορίες που έφταναν συνεχώς τις προηγούμενες μέρες, στο Α.Ε.Δ, όπως:
- 16 Ιουλίου σχηματίστηκε μια ταξιαρχία πεζικού από δυνάμεις της 39ης Μ.Π.
- 17 Ιουλίου υλικά και πυρομαχικά φορτώνονται στο λιμάνι της Μερσίνας και οι δυνάμεις που υπάρχουν εκεί είναι έτοιμες για επιβίβαση.
- 18 Ιουλίου η Τουρκική αεροπορία αποκαθιστά επικοινωνία με τους Τουρκοκύπριους που έχουν εγκαταστήσει ειδικό κέντρο ελέγχου αέρος στον Άγιο Ιλαρίωνα, ενώ συγχρόνως στρατιωτικά οχήματα μεταφέρουν στρατιώτες και υλικό στον Άγιο Ιλαρίωνα.
- 18 Ιουλίου ισοπεδωτές επεκτείνουν το πρόχειρο αεροδρόμιο που βρισκόταν στο θύλακα της Αγύρτας, σε περιοχή κατοικημένη από Τουρκοκυπρίους.
- 19 Ιουλίου, ώρα 21:00 οι σταθμοί εγκαίρου προειδοποιήσεως στην Κύπρο εντοπίζουν 11 Τουρκικά πολεμικά πλοία να κατευθύνονται προς την Αμμόχωστο.
- 19 Ιουλίου, ώρα 24:00 το ραντάρ του Απόστολου Ανδρέα εντοπίζει 10 Τουρκικά πολεμικά πλοία να κατευθύνονται προς την Κερύνεια.
Θα μείνουν ανεκμετάλλευτες.
Η «ηγεσία» του συνόλου των Ελληνικών Ενόπλων δυνάμεων κατά το πενθήμερο 15/7 έως 19/7 πού όλα έδειχναν ότι θα γίνονταν Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, εφησύχαζε στα θέρετρά της και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση του επικείμενου κινδύνου.
Με την έναρξη των από θάλασσα και αέρα Τουρκικών επιθετικών ενεργειών το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 η διάταξη των μονάδων της Εθνοφρουράς (Οι Ελληνικές και Ελληνοκυπριακές Δυνάμεις στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 ήταν συνολικά, 11.500 άνδρες, περίπου, 9.500 Ελληνοκύπριοι, πού συγκροτούσαν τις Μονάδες της Εθνικής Φρουράς και 2.000 Έλληνες, από τους οποίους 900 περίπου ανήκαν στην ΕΛΔΥΚ και οι υπόλοιποι σε Μονάδες της Εθνικής Φρουράς) στην περιοχή Κυρήνειας – Λευκωσίας, δεν ήταν η προβλεπόμενη από το σχέδιο Κ. (Οι περισσότερες από τις μονάδες είχαν εμπλακεί στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου τους και είχε προηγηθεί μετακίνηση των κυριότερων και πιο αξιόμαχων από αυτές , με διαταγή των ηγετών του πραξικοπήματος και με έγκριση του ΑΕΔ και βρίσκονταν διασκορπισμένες στην Νήσο). Συγκεκριμένα:
- Στην περιοχή της Κυρήνειας: Από τα 5 ΤΠ, πού προβλέπονται στην περιοχή με βάση το σχέδιο, βρέθηκαν στη θέση τους μόνο τα 3, οι 3 Μοίρες Καταδρομών πού έπρεπε να είναι στον Πενταδάκτυλο και νότια της Κυρήνειας, βρέθηκαν στην περιοχή της Λευκωσίας, εκτός από ένα Λόχο πού βρέθηκε στη θέση του, πλέον των προβλεπομένων 2 Μοιρών Πυροβολικού βρέθηκαν στην περιοχή και 2 Πυροβολαρχίες Ορειβατικού Πυροβολικού από την περιοχή της Λευκωσίας.
- Στην περιοχή της Λευκωσίας:Γενικά οι Μονάδες πού προβλέπονταν βρέθηκαν στην περιοχή και επί πλέον 2 Τάγματα Πεζικού και 3 Μοίρες ΚΔ, εκτός περιοχής βρέθηκαν μόνο οι 2 πυροβολαρχίες, πού ε{χαν κινηθεί προς Κυρήνεια
Πέρα από όλα αυτά όμως ούτε ανασυγκρότηση των μονάδων πού μετείχαν ατό πραξικόπημα έγινε, ούτε τις προβλεπόμενες θέσεις πήραν, γενικά δε δεν είχαν ετοιμότητα και όταν ή επιστράτευση κηρύχθηκε απέτυχε πλήρως.
Το Σχέδιο Κ πού αποτελούσε τον αμυντικό σχεδιασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, προέβλεπε και στήριζε την άμυνα της Κύπρου στις δυνάμεις της Εθνοφρουράς και σε διατιθέμενα τμήματα των Ελληνικών ένόπλων δυνάμεων, πού εμπλέκονταν μετά διαταγή του ΑΕΔ
Τα τμήματα αυτά των Ελληνικών ένόπλων δυνάμεων ήταν:
Δυνάμεις Στρατού Ξηράς: H δύναμη της ΕΛΔΥΚ (900 ανδρών).
Δυνάμεις Ναυτικού: Ένα υποβρύχιο και μία τορπιλάκατος
Δυνάμεις Αεροπορίας: Μία μοίρα αεροσκαφών Δ/Β με αεροσκάφη F-84F
Οι Δυνάμεις της Κυπριακής Εθνοφρουράς ενεργοποιούνταν αυτόματα σύμφωνα με το Σχέδιο Κ ύστερα από διαταγή του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) από τη στιγμή πού η εχθρική ναυτική δύναμη έμπαινε μέσα στα Χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας (12 ναυτικά μίλια).
Η επίθεση των Τούρκων εισβολέων κατά της Κύπρου άρχισε στις 05.20 το πρωί της 20ης ‘Ιουλίου 1974 με ταυτόχρονη ρίψη αλεξιπτωτιστών και απόβαση δυνάμεων ανατολικά της Κυρήνειας.
Και ενώ, σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, έπρεπε από τη στιγμή πού ή εχθρική νηοπομπή θα έμπαινε στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή πολύ πριν από την 05.20 πρωινή ώρα της 20ης ‘Ιουλίου, νά διαταχθεί από το Διοικητή του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Γεωργίτση η εφαρμογή του σχεδίου Κ ως προς τις δυνάμεις της Κυπριακής Εθνοφρουράς, το ΓΕΕΦ δεν είχε εκδώσει τέτοια διαταγή.
Μόλις στις 08.40 π.μ. της 20ης Ιουλίου διατάχθηκε ή εφαρμογή των σχεδίων και μάλιστα όχι από το Διοικητή του ΓΕΕΦ άλλά τηλεφωνικά από τον Υποστράτηγο Χανιώτη ήταν Διευθυντής του Α’ κλάδου στο ΑΕΔ.
Σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, καμία ενέργεια ή κίνηση δεν διατάχθηκε, εκτός από την αποτυχημένη αντεπίθεση της νύχτας της 20ης προς την 21η ‘Ιουλίου(Θα τη δούμε παρακάτω) , πού νά δικαιολογεί ή νά πείθει ότι υπήρχε κεντρικός έλεγχος και διεύθυνση των έπιχειρήσεων.Ούσιαστικά υπήρξε πλήρης απουσία της Διοίκησης του ΓΕΕΦ με αποτέλεσμα οι Δυνάμεις της Εθνοφρουράς ΝΑ μη λάβουν μέρος σε καμία ουσιαστική σύγκρουση με τον εχθρό.
Η πλήρης ανικανότητα της Διοίκησης του ΓΕΕΦ νά ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες της στιγμής, άλλά και στην εκτέλεση του καλώς ένvoούμενου στρατιωτικού καθήκοντος αποτέλεσαν την κύρια αίτία της καθυστέρησης.
Η ύπαρξη των σχεδίων άλλά και οι υποχρεώσεις της ηγεσίας που απορρέανε από αυτά δεν άφηναν κανένα περιθώριο παρερμηνείας, όμως οι διαταγές για την εφαρμογή τους και δόθηκαν αργά και δεν άρχισαν νά υλοποιούνται, στις περιπτώσεις δε πού έγινε κάτι τέτοιο (έναρξη υλοποίησης), έγινε με πρωτοβουλία κάποιου διοικητή.
Η μόνη άξια λόγου στρατιωτική ενέργεια πού πραγματοποιήθηκε την κρίσιμη εκείνη χρονική περίοδο ήταν ή κίνηση των τριών Μοιρών καταδρομών προς την κατεύθυνση των στενών της Αγύρτας, πού είχε κύρια αποστολή νά αποκόψει τη μόνη κατεύθυνση συνένωσης των δυνάμεων που αποβιβάζονταν με τις δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων της περιοχής Πενταδάκτυλου-Λευκωσίας , η κίνηση αύτή πού στέφθηκε από επιτυχία, αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε πρωτοβουλιακά από το Διοικητή του Βόρειου συγκρcτήματος.
Η λήψη κατάλληλων θέσεων ανάμεσα στα αποβατικά στρατεύματα και στις δυνάμεις των Τουρκοκυπριακών θυλάκων ήταν αναμφισβήτητα μία ενέργεια πού στρατιωτικά έπεβάλλεται νά γίνει, γιατί αποκλείει τη ταχεία διεύρυνση του προγεφυρώματος και συγχρόνως δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για επίθεση σε συνδυασμό με άλλες δυνάμεις κατά του προγεφυρώματος.
Έτσι αποφασίσθηκε να γίνει τη νύχτα της 20ης η 21ης Ιουλίου 1974 αντεπίθεση για την εξάλειψη του προγεφυρώματος από 2 Τάγματα (το ένα μηχανοκίνητο) πού θα ‘χαν κατεύθυνση από την Κυρήνεια προς ανατολάς και από τις δυνάμεις καταδρομών πού θαχαν κατεύθυνση από νότο προς βορρά.
Η επιχείρηση αύτή ήταν ή μόνη πού διατάχθηκε από το ΓΕΕΦ σε όλη τη διάρκεια των έπιχειρήσεων ΑΤΤΙΛΑ Ι.
“Όμως και η επιχείρηση αύτή δεν εκτελέσθηκε επειδή τα δύο τάγματα πού είχαν αποστολή αντεπίθεσης από την πλευρά της Κυρήνειας δεν έφτασαν ποτέ στους χώρους εξορμήσεως, διαλύθηκαν κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους από τούς χώρους συγκέντρωσης τους προς τούς χώρους εξόρμησης είτε από επιθέσεις της εχθρικής αεροπορίας είτε από έλλειψη ηθικού και ικανότητος των ηγητόρων τους
Γενικά ή μη εκτέλεση καμίας συγκεκριμένης επιθετικής η άντεπιθετικης ενέργειας από το ΓΕΕΦ οφείλεται στη μη έκδοση συγκεκριμένων διαταγών , στην αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού επιχειρησιακού έλέγχου , στην πλήρη σύγχυση για το τι έπρεπε νά γίνει , στην έλλειψη ηθικού σε όλα τα κλιμάκια Διοίκησης (και λόγω του πραξικοπήματος πού’ χε προηγηθεί) , στη μηδενική επαγγελματική ικανότητα των στελεχών, (πλην ορισμένων εξαιρέσεων) και στη πλήρη αποδιοργάνωση διατάξεων μάχης από το σύνολο των μονάδων εθνοφρουράς .Η αποδιοργάνωση αύτή προκάλεσε ανατροπή των σχεδίων της άμυνας της νήσου.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα αποφασίζεται Γενική Επιστράτευση τις μεσημβρινές ώρες της 20ης Ιουλίου από το Α.Σ.Ε.Α(Γκιζίκης-Ανδρουτσόπουλος-Μπονάνος) που σημειώνει κλασική αποτυχία όπως και οι παρακάτω αποφάσεις που πάρθηκαν για ενίσχυση των μαχόμενων δυνάμεων Κύπρο
Μεταφορά της ΙΙης Μοίρας καταδρομών
Τις πρώτες απογευματινές ώρες της 20ης ‘Ιουλίου αποφασίζεται ή αεροπορική μεταφορά της Πας Μοίρας καταδρομών που βρισκόταν στην περιοχή της Ρεντίνας.
Εκδόθηκαν οι σχετικές διαταγές ενώ ταυτόχρονα διατάχθηκαν και τέσσερα αεροσκάφη της Ο.Α. τύπου BOEING 707 νά προσγειωθούν στο αεροδρόμιο της Μίκρας από όπου θα παρελάμβαναν την Πα Μοίρα καταδρομών και μέσω της Σούδας (για ανεφοδιασμό) θα τη μετέφεραν στη Κύπρο.
Η όλη επιχείρηση διεξήχθη με απαράδεκτη βραδύτητα, πού αποδόθηκε από τούς υπεύθυνους εκτελεστές της στη δυσκολία κίνησης της Μοίρας, στη κύρια οδό από τη Ρεντίνα στο αεροδρόμιο Μίκρας.
Στις εκθέσεις της Διεύθυνσης καταδρομών και του Αρχηγείου της Τακτικής Αεροπορίας, αναφέρονται με διαφορά οι χρόνοι προσγειώσεις των αεροσκαφών, από τη σύγκριση και μόνο των δύο αυτών εκθέσεων διαπιστώνεται, ότι υπάρχει ανάμεσα τους διαφορά πού κυμαίνεται μεταξύ 1.40-2.00 ωρών, κάτι πού είναι αρκετά ουσιώδες για την εκτίμηση των παραπέρα εξελίξεων της επιχείρησης μεταφοράς.
Μετά την προσγείωση άρχισε ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα των αεροσκαφών προκειμένου νά απογειωθούν αυτά εκ νέου με προορισμό το αεροδρόμιο της ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
Στην έκθεση της Διοίκησης καταδρομών, πέρας ανεφοδιασμού για το 1ο αεροσκάφος δίνεται η 21/02.30 και κατά το μισό του δεύτερου και εκτιμώμενος χρόνος ανεφοδιασμού και των τεσσάρων αεροσκαφών ή 21/03.00 ώρα.
Σε αντίθεση με τούς παραπάνω χρόνους ή έκθεση του Αρχηγείου Τακτικής Αεροπορίας αναφέρει χρόνο πέρατος ανεφοδιασμού του 1ου αεροσκάφους την 21/00.25 με αποτέλεσμα νά εκδοθεί και διαταγή απογείωσης των άερoσκαφών , του μεν 1ου την 21/00.50, του δε 2ου την 21/01.00, με εντολή επίσπευσης για τα υπόλοιπα.
Την 21/00.40 αναφέρεται βλάβη στο τρίτο αεροσκάφος (θραύση τεσσάρων ελαστικών του δεξιού κυρίου συστήματος προσγείωσης).
Από το σημείο αυτό γίνονται ενέργειες πού δεν μπορούν ερμηνευθούν σε σχέση με τούς κανονισμούς και με τη γενικά κρατούσα αντίληψη για το καλώς εννοούμενο καθήκον.
Ο Διοικητής της Πας Μ.Κ Ταγματάρχης Σβώλης σε επαφή με το ΑΕΔ και ειδικά με τον Υποστράτηγο ΧΑΝΙΩΤΗ κατορθώνει νά επιτύχει ματαίωση της αποστολής λόγω μη επάρκειας του χρόνου για την εκτέλεση της.
Οι λόγοι πού επικαλέστηκε ήταν ,αδυναμία μεταφόρτωσης του βαρύ οπλισμού από το τρίτο αεροσκάφος (πού είχε βλάβη) στα υπόλοιπα και η προσγείωση τελικά ατή Λευκωσία μετά τις 04.00 ώρα πού είχε οριστεί ως ο τελικός χρόνος προσγείωσης
Σε σχέση με τα παραπάνω ή έκθεση του’ Αρχηγείου Τακτικής’ Αεροπορίας κατηγορηματικά αναφέρει ότι κάθε αεροσκάφος είχε φόρτωση αυτοτελούς μονάδας
Η δήλωση του Διοικητού της Πας Μ.Κ., ότι στο τρίτο αεροσκάφος ήταν φορτωμένος ο βαρύς οπλισμός ήταν αντίθετη με αυτά πού βεβαιώθηκαν από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων προς το Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας.
Από τα παραπάνω καθώς και από τη θραύση των τροχών του 3ου αεροσκάφους 10 ολόκληρα λεπτά μετά την προσγείωση, δημιουργούνται βάσιμες υπόνοιες, ότι κάτι το τελείως ανορθόδοξο συνέβη εκείνη τη νύχτα στο αεροδρόμιο της ΣΟΥΔΑΣ .
Μεταφορά της Ιης Μοίρας καταδρομών
Ύστερα από αυτά ή ΙΙα Μ.Κ. μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο της Μίκρας και το ΑΕΔ απεφάσισε νά εκτελεσθεί ή αποστολή της Ιης Μοίρας Καταδρομών στη ΚΥΠΡΟ τη νύχτα της 21ης προς 22α , με αεροσκάφη NORATLAS της Πολεμικής ‘Αεροπορίας.
Πράγματι ή επιχείρηση αύτή εκτελέστηκε με χρόνο άφιξης στο αεροδρόμιο ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ την 22/02.00.
Από τα 15 συνολικά αεροσκάφη μόνο τα 13 έφθασαν στη ΚΥΠΡΟ. Τα υπόλοιπα 2 δεν μπόρεσαν νά φθάσουν, διότι έχασαν …τον προσανατολισμό τους όπως λέχθηκε από τούς κυβερνήτες τους, και με τη βοήθεια του σταθμού RADAR της Ζήρου προσγειώθηκαν τελικά στη ΡΟΔΟ.
Εδώ αξίζει νά σημειωθεί ότι κυβερνήτης του ενός αεροσκάφους πού δεν μπόρεσε νά φθάσει στην Κύπρο και προσγειώθηκε ατή ΡΟΔΟ ήταν ο Διοικητής της Μοίρας .
Τα υπόλοιπα αεροσκάφη κατόρθωσαν τελικά νά φθάσουν στο αεροδρόμιο της ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, βαλλόμενα όμως από πυρά εγγύς επιφανείας με αποτέλεσμα κατά την τελική φάση προσγείωσης την κατάρριψη ενός από αυτά και την πρόκληση ζημιών σε άλλα τρία τα όποία και καταστράφηκαν (με πυρά) πάνω στο έδαφος.
Στο αεροσκάφος πού καταρρίφθηκε (το πρώτο της αποστολής) σκοτώθηκαν όλοι όσοι επέβαιναν (28 άνδρες από το Στρατό Ξηράς) και το πλήρωμα εκτός του Καταδρομέα Ζαφειρίου Αθανάσιου που πήδηξε από το φλεγόμενο αεροσκάφος.
Κύρια αίτία της παραπάνω καταστροφής θεωρείται, ότι το σήμα με το όποίο δεσμεύονταν τα Αντιαεροπορικά (Α/Α) πυροβόλα εκδόθηκε μόλις την 22/01.30 από το ΑΕΔ προς τις αντίστοιχες δυνάμεις Α/Α πυροβολικού στη ΚΥΠΡΟ, δηλαδή μόλις μισή ώρα πριν από το χρόνο άφιξης του πρώτου αεροσκάφους στο αεροδρόμιο προορισμού του. Και όλα αυτά όταν ή αποστολή είχε σχεδιαστεί και αποφασιστεί τις απογευματινές ώρες της 21ης ‘Ιουλίου.
Εδώ προκύπτουν σαφείς ευθύνες για αυτούς πού είχαν την ευθύνη του συντονισμού και έλέγχου της παραπάνω επιχείρησης αερομεταφοράς, ή δε καθυστερημένη αποστολή του σήματος για τη δέσμευση του Α/Α πυρός συνιστά βαρύτατο αδίκημα στην εκτέλεση του καθήκοντος.
Αποστολή Υποβρυχίων
Σύμφωνα με το σχέδιο Κ προβλέπονταν ή αποστολή ενός υποβρυχίου και μιας τορπιλακάτου για ενίσχυση της Κύπρου.
Κατά την περίοδο της προπαρασκευής από τούς Τούρκους της αποβατικής τους ενέργειας ουδεμία προετοιμασία έγινε, ώστε ή Ελλάδα νά ανταποκριθεί έστω και στη παραπάνω μικρή ύποχρέωσή της.
Μόνο στις 19 ‘Ιουλίου, όταν οι πληροφορίες άρχισαν νά μην αφήνουν καμία αμφιβολία για το ενδεχόμενο μιας επιθετικής ενέργειας, ο Αρχηγός του Ναυτικού, με δική του πρωτοβουλία και εν «άγνοία του ΑΕΔ» διατάσσει τρία υποβρύχια νά πλεύσουν στον μεταξύ Κρήτης και Ρόδου θαλάσσιο χώρο με σήμα πού εξέδωσε στις 19/13.15 .
Την 20η 15.00 με νεώτερο σήμα του ο αρχηγός Ναυτικού διατάσσει τα δύο από τα τρία υποβρύχια (Γλαύκος και Νηρεύς) νά πλεύσουν προς την Κύπρο για προσβολή των Τουρκικών Δυνάμεων.
Όμως την 21η 13.00 ώρα εκδίδεται Διαταγή ανάκλησης των υποβρυχίων ύστερα από εντολή του Αρχηγού του ΑΕΔ στρατηγού Μπονάνου λόγω των ανησυχιών του, όπως έλεγε, για την άμυνα του Αιγαίου από τυχόν επίθεση από Βορρά ή ανατολή η ταυτόχρονα και από τις δύο κατευθύνσεις.
Το μεσημέρι της 22α και πάλι με πρωτοβουλία του αρχηγού του Ναυτικού και χωρίς ενημέρωση του ΑΕΔ δίδεται νέα εντολή νά πλεύσουν προς την Κύπρο και το μεσημέρι της 23ης δίδεται εντολή ανάκλησης των υποβρύχιων λόγω της συμφωνίας για έναρξη διαπραγματεύσεων στη Γενεύη, την 22/16.00 της ίδιας μέρας .
Η μη έγκαιρη αποστολή των υποβρυχίων στέρησε (μαζί με τη μη επέμβαση των αεροσκαφών) από τις Ελληνικές Ένόπλες Δυνάμεις τη μοναδική ευκαιρία για μία μοναδική νίκη επί της τουρκικής αποβατικής δύναμης πού κατά πάσα πιθανότητα θα ανάγκαζε το τουρκικό Γενικό Επιτελείο νά ματαιώσει όλες τις Επιχειρήσεις, πράγμα πού θα είχε τόσο θετικές επιπτώσεις για την Ελλάδα και για την Κύπρο.
Η ποιότητα και το αξιόμαχο των υποβρυχίων πού μόλις είχαν αποκτηθεί, καθώς και οι νέες τεχνολογικές εφαρμογές τις όποίες έφεραν, καθιστούσαν τα παραπάνω υποβρύχια αποφασιστικό παράγοντα για την έκβαση της αποβατικής εχθρικής ενέργειας.
‘Έτσι, λόγω της διστακτικότητας και της μη σωστής εκτίμησης της κατάστασης χάθηκε μία μοναδική ευκαιρία με ευθύνη που φέρουν όλοι αυτοί πού διοικούσαν κατά την περίοδο εκείνη τη χώρα και τις ‘Ένοπλες Δυνάμεις.
Μεταφορά του 573 ΤΠ με το Ο/Γ ΡΕΘΥΜΝΟ
Την 21η Ιουλίου αποφασίστηκε ή ενίσχυση της Κύπρου με χερσαίες δυνάμεις πού θα μεταφέρονταν δια θαλάσσης , για το σκοπό αυτό επιτάχθηκε το Ο/Γ ΡΕΘΥΜΝΟΝ που είχε μεγάλη μεταφορική ικανότητα και ταχύτητα.
Τις βραδινές ώρες της 21ης ‘Ιουλίου άρχισε ή επιβίβαση στο πλοίο του 573 Τ.Π και 550 Κυπρίων εθελοντών (κυρίως Κυπρίων φοιτητών) αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο άλλοτε αξιωματικός του Π.Ν. έφεδρος πλοίαρχος Στ.Ζούλιας.
Τα μεσάνυχτα της 22ης και ενώ το πλοίο βρισκόταν κοντά στην Κύπρο, λήφθηκε από τον πλοίαρχο Ζούλια σήμα του ΑΕΔ, πού έλεγε : «Σπεύσατε και αποβιβάσατε τα τμήματα εις ΡΟΔΩΝ απειλούμενη υπό Τούρκων».
Όταν το πλοίο έφθασε στη Ρόδο και αποβίβασε τις δυνάμεις του, διαπιστώθηκε ότι στη ΡΌΔΟ κανείς δεν απειλούνταν οι στρατιώτες έκαναν βόλτες στη παραλία και η γενική εικόνα ήταν εικόνα ειρηνικής περιόδου.
Αποστολή της Μοίρας των F-84F
Από το σχέδιο Κ προβλεπόταν αποστολή μιας Μοίρας F-84F, ενώ ή Μοίρα αύτή βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα από τις 19 ‘Ιουλίου που διαδραματίζονταν στη Κύπρο τα γνωστά δραματικά γεγονότα, δεν απεστάλη για βοήθεια των Κυπριακών Δυνάμεων και προσβολή της αποβατικής δύναμης κατά την πρώτη φάση της διεξαγωγής της. Μόλις την 22α του μηνός, ύστερα από εισήγηση του Αρχηγού της Αεροπορίας Παπανικολάου και μάλιστα την 11.07 ώρα, δόθηκε διαταγή για απογείωση.
Η Διαταγή αύτή ακυρώθηκε μετά 2 λεπτά από το Στρατηγό Μπονάνο, ο όποίος κατά τον Παπανικολάου , έλαβε απαγορευτική διαταγή από τον Στρατηγό ΓΚΙΖΙΚΗ, τότε «Πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Στις 12.24 της ίδιας μέρας και ύστερα από εισήγηση και πάλι του Παπανικολάου, διατάσσεται και πάλι νέου απογείωση των αεροσκαφών από τον Στρατηγό Μπονάνο, άλλά και αύτή ή διαταγή ανακαλείται μετά δίλεπτο ύστερα από την ίδια διαδικασία, όπως και την προηγούμενη φορά
Σε κάθε περίπτωση για τη μη αποστολή της Μοίρας των αεροσκαφών F-84F υπάρχουν σοβαρές ευθύνες των εμπλεκομένων και κύρια για τον Αρχηγό της Αεροπορίας Παπανικολάου, ο οποίος εάν είχε εκτελέσει τις προβλεπόμενες από τα σχέδια ενέργειες, ίσως ή κατάσταση στην Κύπρο σήμερα νά ήταν διαφορετική.
Αποστολή αεροσκαφών F-4 (Φάντομ)
Το πρωί της 22ας Ιουλίου διατάχθηκε η μεταστάθμευση 4ων αεροσκαφών Δ/Β F-4 (Φάντομ) από το αεροδρόμιο της Ανδραβίδας και 2 αναχαιτίσεως από τη Τανάγρα στο αεροδρόμιο Ηρακλείου, προκειμένου νά επιτεθούν κατά του προγεφυρώματος.
Το ετοιμοπόλεμο των αεροσκαφών και των πληρωμάτων τους ήταν μηδαμινό, ή τεχνική εξυπηρέτηση των σχεδόν αδύνατη λόγω της έλλειψης του μηχανισμού έλέγχου συστήματος πυρός. Για τον λόγο αυτό , προβλέπονταν ως χρόνος ετοιμασίας των αεροσκαφών για την εκτέλεση της αποστολής ή 01.30-02.00 της 22ας ‘Ιουλίου.
Επί πλέον, την ίδια μέρα διατάχθηκαν άλλα τέσσερα αεροσκάφη Δ/Β F-4 (Φάντομ) για μεταστάθμευση στο Ηράκλειο, από το αεροδρόμιο της Ανδραβίδας. Ή μεταφορά αύτή, τελικά, είχε σαν αποτέλεσμα το ένα αεροσκάφος νά καταστραφεί κατά την προσγείωσή του στο Ηράκλειο και ένα άλλο νά τεθεί για πολύ χρόνο «έκτός ενέργειας».
Έτσι, σε μία απλή μεταφορά 4 αεροσκαφών, τα δύο ετέθησαν έκτός, δηλαδή το 50% της όλης δύναμης. Αυτό αποδεικνύει το βαθμό πτητικής και επιχειρησιακής Ικανότητας των παραπάνω αεροσκαφών και το εγκληματικό λάθος της ηγεσίας νά σκεφθεί έστω και μόνο τη χρησιμοποίηση αυτών των σκαφών σε αντίθεση με την μη χρησιμοποίηση των ετοιμοπόλεμων F-84F
Τελικά την 14.00 και ενώ είχε πέσει ή Κυρήνεια και είχε γίνει δεκτή ή κατάπαυση του πυρός δια την 16.00 ώρα της ίδιας μέρας, ή αποστολή των F-4 (Φάντομ) ματαιώθηκε οριστικά.
Γενικά θα μπορούσαμε νά πούμε, ότι ή συμβολή της ‘Αεροπορίας κατά την κρίσιμη περίοδο ήταν μηδαμινή στις διεξαχθείσες επιχειρήσεις. Εάν είχε εκτελέσει τις προβλεπόμενες αποστολές της, ίσως νά είχε μεταβληθεί ή εικόνα και το αποτέλεσμα νά έδίνε στον Ελληνισμό το δικαίωμα νά πανηγυρίσει μία νίκη σε βάρος των Τούρκικων ‘Ενόπλων Δυνάμεων.
Η ατολμία, ή σύγχυση και ή πλήρης αδυναμία ανταπόκρισης προς τις στιγμές αποτελούν τον κύριο χαρακτηρισμό της ηγεσίας των ‘Ενόπλων Δυνάμεων κατά την παραπάνω χρονική περίοδο με αποτέλεσμα την κατάκτηση από τούς Τούρκους, κυπριακού εδάφους και τη χρέωση των Ένόπλων Δυνάμεων με μία ήττα, πού ήταν δυνατό νά είχε αποφευχθεί κάτω από μίαν άλλη ηγεσία.
H εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο (ΑΤΤΙΛΑΣ Ι) και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της φάσης αυτής περατώθηκαν στις 22 Ιουλίου με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ ή Ελλάδα και ή Τουρκία αποδέχθηκαν κατάπαυση του πυρός και έναρξη διαπραγματεύσεων στη Γενεύη πού ορίσθηκαν για τις 24η Ιουλίου.
Η κορύφωση όμως του Κυπριακού δράματος και των γεγονότων στην Κύπρο το 1974 είναι ή περίοδος πού επεκράτησε νά ονομάζεται ως ΑΤΤΙΛΑΣ ΙΙ (από την αντίστοιχη κωδική ονομασία πού χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις από τη 14η Αύγούστου 1974 μέχρι την 16η Αύγούστου 1974.
Παρά το περιορισμένο χρονικά διάστημα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (2 ήμέρες) τα αποτελέσματα των πολεμικών γεγονότων των ήμερων αυτών σημάδεψαν ανεξίτηλα την Κυπριακή υπόθεση και οδήγησαν στη δημιουργία της πραγματικότητας πού ζούμε επί 46 χρόνια τώρα με την κατοχή του 38% του Κυπριακού εδάφους από τις τουρκικές δυνάμεις της εισβολής ,το διαμελισμό της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας ,το δράμα των προσφύγων και των αγνοουμένων και τη μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή
Το σημαντικότερο ίσως ρόλο στην εξέλιξη της φάσης αύτή της Κυπριακής Τραγωδίας διαδραμάτισαν οι ενέργειες (πράξεις – παραλείψεις) των Κυβερνήσεων Η.Π.Α. – Αγγλίας και επίσης της συμμαχίας του ΝΑΤΟ.
Η στάση των τριών αυτών σημαντικών παραγόντων όχι μόνο δεν ήταν αποτρεπτική των παράνομων τουρκικών ενεργειών, αλλά αντίθετα με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους, τους ανέχθηκαν και τούς ενθάρρυναν.
Κατά την διάρκεια των Στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Κύπρο υπήρξε έντονη η παρουσία Αμερικανικών και Βρετανικών Δυνάμεων , όπως:
Ισχυρή αεροναυτική δύναμη του 6ου Αμερικάνικου Στόλου πού περιλάμβανε και ένα (1) αεροπλανοφόρο κρούσης, βρίσκονταν σε περιοχή ή όποία κυμαίνονταν μεταξύ 100 και 150 Ν.Μ. νότια έως νοτιοδυτικά της Κύπρου.
Η δύναμη αυτή σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των επιχειρήσεων διατηρούσε σε πτήση αεροσκάφη της σε ασυνήθη μεγάλο αριθμό προφανώς για λόγους αναγνώρισης και επιτήρησης του ευρύτερου θαλάσσιου χώρου
Η Αεροναυτική δύναμη του 6ου Στόλου και λόγω της μικρής απόστασης (7-8 λεπτά πτήσης των αεροσκαφών της) άλλά και λόγω του αριθμού των μέσων της, θα μπορούσε, εάν παρέμβαινε αποφασιστικά, νά ενεργήσει υπέρ ή κατά του ενός από τούς δύο αντιπάλους, εκτελώντας κάθε φύσεως επιχειρήσεις παρέμβασης (από επιχειρήσεις αποτροπής συγκρούσεων μέχρι επιχειρήσεις υποστήριξης ενός από τούς δύο αντιμαχόμενους) .
Η ύπαρξη και παραμονή βρετανικού έλικοπτεροφόρου στην περιοχή των επιχειρήσεων έξάλλου, παρ’ όλον ότι δεν έχει βεβαιωθεί ή άμεση συμμετοχή του στις επιχειρήσεις, καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο παροχής ηλεκτρονικής υποστήριξης στην τουρκική αποβατική δύναμη (επισήμανση κάθε πλωτού ή εναέριου μέσου στην ευρύτερη περιοχή και ή παροχή με τον τρόπο αυτό δυνατότητα αποτελεσματικότερης άμυνας της αποβατικής δύναμης κλπ. ).
Η παρουσία λοιπόν στη περιοχή τόσο της αεροναυτικής δύναμης του 6ου Στόλου όσο και του βρετανικού έλικοπτεροφόρου συνιστούν έμμεση ανάμιξη στις επιχειρήσεις υπέρ των Τουρκικών Ένόπλων Δυνάμεων, καθόσον καμία και για κανένα λόγο βοήθεια παρείχαν στις Ελληνικές Δυνάμεις ή στις Δυνάμεις της Κυπριακής Εθνοφρουράς.
Σαράντα έξι χρόνια έχουν περάσει από το μαύρο πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974 και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέστηκε η Κυπριακή τραγωδία δεν ακόμα διευκρινισθεί. Οι ένοχοι για το δράμα της Κύπρου παρέμειναν ατιμώρητοι . Τα πρώτα χρόνια υπήρξε έντονη η αξίωση της κοινής γνώμης στη Κύπρο και την Ελλάδα να ανοίξει ο <<Φάκελος της Κύπρου>> , να μάθουν την αλήθεια και να τιμωρηθούν οι ένοχοι.
Στις 7 Μαρτίου 1975 η Κυβέρνηση Κων.Καραμανλή αποφάσισε να αναβληθεί η άσκηση ποινικής δίωξης κατά των δικτατόρων για τις ευθύνες τους στην προδοσία της Κύπρου.Ορισμένοι από τους Αξιωματικούς που πρωτοστάτησαν στο πραξικόπημα παρέμειναν ενεργά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ,ανελίχθηκαν στην ιεραρχία και αποστρατεύθηκαν κανονικά
Το 1986 η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το φάκελο της Κύπρου , ενώπιον της επί δύο χρόνια κατάθεταν όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές της περιόδου εκείνης από το πόρισμα προκύπτουν ευθύνες ολόκληρης της στρατιωτικής ηγεσίας του ΓΕΕΦ, της Ναυτικής και της Αεροπορικής Διοίκησης της Κύπρου (Γεωργίτσης, Γιαννακόδημος, Πλοίαρχος Παπαγιάννης, Καραστατήρας κ.λπ.), άλλά και των λοιπών ηγητόρων επιμέρους στρατιωτικών κλπ.
Τις ίδιες ευθύνες σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπή έχουν και όσοι αποτελούσαν την ηγεσία των Ένόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα (Μπονάνος κλπ.) άλλά και διάφοροι άλλοι ανώτατοι ή ανώτεροι αξιωματικοί (Αρχηγοί κλάδων, Διοικητές Επιτελικών γραφείων, όπως ο Χανιώτης, Πολίτης κλπ.), πού σε επίμονες αιτήσεις-παρακλήσεις του αρχηγού του ΓΕΕΦ και άλλων στελεχών του για το πώς έπρεπε νά ενεργήσει, απαντούσαν καθησυχαστικά (ότι πρόκειται για άσκηση των Τουρκικών ένόπλων δυνάμεων κλπ.) και συνιστούσαν μέχρι τις 8.20 π.μ. της 20.7.74 «αυτοσυγκράτηση», χρησιμοποιώντας έτσι έναν όρο άγνωστο μέχρι τότε στη στρατιωτική ορολογία.
Ευθύνες προκύπτουν και για την «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» υπό τον Κων. Καραμανλή που ανέλαβε την εξουσία μετά την 24 Ιουλίου 1974 ,οπότε ή δικτατορική Κυβέρνηση κατέρρευσε και παρέδωσε την εξουσία,για τούς διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΑΤΊΊΛΑ ΙΙ.
Όμως συζήτηση επί του πορίσματος δεν έγινε οι χιλιάδες σελίδες με τα πρακτικά των ακροάσεων και τα συνοδευτικά έγγραφα που προσκομίστηκαν στη Βουλή χαρακτηρίστηκαν απόρρητα και κλειδώθηκαν στο αρχείο της Βουλής.
Το κυπριακό δράμα, ένα δράμα εθνικό για την Ελλάδα, πέρασε μέσα από μια προδοσία.
Και είναι αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Γιατί πριν φτάσουμε στην 20η Ιουλίου του 1974, προηγήθηκε η 15η Ιουλίου, ακριβώς πριν από 50 χρόνια.
Ήταν και τότε, το 1974, Δευτέρα, όπως και σήμερα το 2024.
Πηγές: Εθνος, ΑΥΓΗ, Πρώτο Θέμα, Militaire